Υπήρξε «ελληνικός Μάης του ’98»; Ολα δείχνουν ότι «ελληνικός Μάης» δεν υπήρξε. Αν όμως πιστέψει κανείς ορισμένα αφιερώματα των ημερών, ο Μάης του ’68 είχε μεν άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα αλλά δεν μπόρεσε να εκδηλωθεί με ορατό τρόπο λόγω της δικτατορίας ­ και μόνο. Βεβαίως, αν δεχθούμε ότι η Ιστορία κινείται πολλές φορές με υπόγεια ρεύματα, πιθανόν όσοι σήμερα ισχυρίζονται ότι «έζησαν» και «κατανόησαν» τον Μάη του ’68 να λούστηκαν πράγματι αυτομάτως στα νάματα του Κον Μπεντίτ και του Ζεσμάρ, του Γκυ Ντεμπόρ και του Ραούλ Βανεγκέμ. Ωστόσο, επειδή αυτά τα ύδατα ήταν όντως πολύ υπόγεια, εκτός από αυτούς τους λίγους προνομιούχους οι υπόλοιποι άνθρωποι στην Ελλάδα, που δεν διέθεταν αυτές τις ειδικές κεραίες, άρχισαν να προσλαμβάνουν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς τα διαφοροποιά στοιχεία του Μάη.


Η αλήθεια είναι ότι, εκτός από μια ορισμένη μερίδα της ελληνικής Αριστεράς που έζησε τον Μάη δρώντας είτε στο Παρίσι είτε στη Γερμανία του Ρούντι Ντούτσκε, είτε στην Ιταλία του Καπάνα, οι άνθρωποι στην Ελλαδα χρειάστηκαν αρκετό χρόνο για να αρχίσουν να συζητούν και να κατανοούν τις ιδιαιτερότητες μιας εξέγερσης, που έδειχνε να αμφισβητεί όσα εντοπίως εθεωρούντο πρωταρχικά ζητούμενα. Μπορεί και σήμερα να συναρπάζει ορισμένους το σύνθημα ότι πραγματική επανάσταση και ελευθερία θα υπάρξει όταν «ο τελευταίος καπιταλιστής κρεμαστεί από τα έντερα του τελευταίου γραφειοκράτη», αλλά στη χώρα μας ο καπιταλισμός είχε, το 1968, επιλύσει το θέμα μονομερώς: οι φυλακές και οι εξορίες ήταν γεμάτες από «γραφειοκράτες», τους οποίους μάλιστα οι ανθρωποφύλακες δεν έδειχναν να έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα να κρεμάσουν…


Με λίγα λόγια ο Μάης του ’68 αποκάλυψε ότι στην Ελλάδα υπήρχε μια διπλή αδυναμία πρόσληψης της δυναμικής του: πρώτον, όταν εδώ το αίτημα του σοσιαλισμού είχε πρωταρχική προϋπόθεση την αποκατάσταση της στοιχειώδους πολιτικής δημοκρατίας, οι αυθάδεις φάτσες του Μάη έβγαζαν τη γλώσσα τους απέναντι σε κάθε είδους παρόμοια «απολιθωμένα» αιτήματα. Δεύτερον, υπήρχε μια ταυτόχρονη διακωμώδηση όλων των «σταθερών», με τις οποίες είχαν γαλουχηθεί όλα τα ρεύματα της ελληνικής Αριστεράς. Οι μεν κομμουνιστές ένιωθαν έκπληκτοι ότι αυτό το κίνημα έχει και τους ίδιους «απέναντι». Οι δε αριστεροί, εν γένει, δεν μπορούσαν να αναπαραστήσουν την εικόνα μιας κομμούνας στο Παρίσι, όταν εκεί κυριαρχούσαν παράδοξα συνθήματα, όπως «η φαντασία στην εξουσία» και «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά».


Να το πούμε απλά: στην Ελλάδα του ’50 και του ’60 τελούσαν εν ανεπαρκεία οι ιστορικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις που επώασαν το ταυτόχρονο και ταυτόσημο κίνημα του 1968 στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, από το Μπέρκλεϊ και το Παρίσι ως το Βερολίνο και το Τόκιο. Η καταναλωτική αφθονία, ο «μπιντές» του Μάριου Χάκκα δεν είχε ακόμα εδραιωθεί σε εκείνο τον βαθμό, ώστε να αναπτυχθεί και η κριτική της. Δεν είχαν προϋπάρξει ρεύματα κριτικής αμφισβήτησης ομόλογα του «socialisme ou barbarie». Ο Καστοριάδης και ο Λεφόρ ήταν γνωστοί σε ελάχιστους «μυημένους» και οι γνώστες της «Internationale situationiste» μπορούσαν, στην Αθήνα, να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού.


Αν υπάρχουν κάποιες προδρομικές σημάνσεις της ατμόσφαιρας του Μάη στην Ελλάδα, αυτές περισσότερο αναλογούν στο κλίμα του περιοδικού «Πάλι», παρά στην επίσημη κουλτούρα της Αριστεράς. Από το πρώτο γενναίο κείμενο του Κώστα Ταχτσή για το δικαίωμα στην ομοφυλόφιλη επιθυμία, ως τη σουρεαλιστική αποδόμηση του τότε κρατούντος πνευματικού κλίματος, το «Πάλι» του Νάνου Βαλαωρίτη ήταν πολύ πιο κοντά στον Μάη από όσο η «Επιθεώρηση Τέχνης». Ηταν επίσης πολύ πιο κοντά στον Μάη το κλίμα που άρχισε να διαμορφώνεται ­ και που η δικτατορία ανέκοψε βίαια ­ σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων και καλλιτεχνών το 1964-67. Ο Διονύσης Σαββόπουλος της περιόδου του «Φορτηγού» είχε μια ανατρεπτικότητα που ξεπερνούσε αισθητά την τρέχουσα λογική της «στρατευμένης τέχνης». Ενώ, ειδικότερα οι κύκλοι των «σινεφίλ», χάρη στον Ζακ – Λυκ Γκοντάρ και τον Ρίτσαρντ Λέστερ ήταν πιο έτοιμοι από πολλούς άλλους να «παίξουν» κατευθείαν με την ελευθεριακότητα του Μάη. Υποθέτω ότι μόνο στην Αθήνα η περίφημη σκηνή της ταινίας του Λέστερ με τους Beatles, όπου οι θλιβεροί ήρωες στο κυνήγι του χρήματος (της «επιτυχίας») δεν διστάζουν να βουτηχτούν σε μια πισίνα γεμάτη περιττώματα, αντιμετωπίστηκε από το κοινό όχι μόνο με γέλιο και καγχασμό αλλά και με χειροκροτήματα.


Σε ένα άλλο επίπεδο, προδρομικά ψήγματα των απαγκιστρώσεων που επέτρεψαν τη δυναμική πρόσληψη του Μάη στην Ελλαδα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι εκπληκτικής πρωτοτυπίας αυθόρμητες προεκλογικές συγκεντρώσεις του ’63 και ’64, υπέρ της παλαιμάχου αοιδού Μαρίκας Παλαίστη. Οι συγκεντρώσεις υπέρ της γηραιάς καλλιτέχνιδος και φερέλπιδος πολιτικού είχαν όλη τη φρεσκάδα μιας γενικευμένης αμφισβήτησης της επίσημης τελετουργίας του πολιτικού συστήματος. Αυτό δεν προερχόταν τόσο από τα ­ φαινομενικώς ­ απλά χιουμοριστικά συνθήματα, όπως «οι σπογγαλιείς των Τρικάλων μαζί σου» ή το «όχι τρύπες στις δεκάρες και τζατζίκι στο σουβλάκι», όσο από την απίστευτης έκτασης συλλογική παρωδία του τυπικού πολιτικού λόγου και της συμβατικής κομματικής πρακτικής που υπέκρυπταν αυτές οι συγκεντρώσεις. Αλλωστε, αν μπορούσε κανείς να αναλύσει τη σύσταση του πλήθους υπέρ της Παλαίστη, θα διαπίστωνε ότι πολλοί «αγκιτάτορες του χαβαλέ» διαδραμάτισαν ουσιώδη ρόλο σε μετέπειτα ριζοσπαστικές και καινοτόμες υποθέσεις στην Ελλάδα.


Συμβολή στη διαμόρφωση ενός προδρομικού κλίματος Μάη είχε επίσης η επέλαση του ροκ στη νεολαία από το ’63 και μετά. Τα επεισόδια με την Αστυνομία στη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, λίγες ημέρες πριν από την δικτατορία, έδειξαν ότι για ένα κομμάτι της νεολαίας το πέρασμα από το γαρίφαλο του Μικ Τζάγκερ στον λιθοβολισμό της εξουσίας είχε ­ ήδη ­ μια φυσική λογική εσωτερική συνάφεια…


Ωστόσο θα ήταν αδύνατο να κατανοηθεί ο Μάης του ’68 στην Ελλάδα, αν δεν υπήρχε το μεγάλο σχολείο των Ιουλιανών του 1965 και της γενικευμένης πολιτικής διέγερσης της περιόδου 1965-67. Τον Ιούλιο του ’65 μπήκε στην πολιτική μάχη μια νέα γενιά «αυθορμητιστών», όπως θα χαρακτηρίζονταν από την κομματική «αργκό» οι έφηβοι, που βαφτίστηκαν πολιτικά τη νύχτα της δολοφονίας του Σωτήρη Πέτρουλα, καίγοντας με άγρια απόλαυση το κέντρο της Αθήνας.


Πέραν των «αυθορμητιστών», μέσα στους κύκλους της Νεολαίας Λαμπράκη αναπτύσσονταν οι πρώτοι κριτικοί προβληματισμοί περί την κομματική ορθοδοξία ­ των οποίων ο Πέτρουλας ήταν σημαντικός κρίκος ­, προβληματισμοί που μετεβλήθησαν σε ραγδαία αμφισβήτηση. Οι νέοι δικηγόροι της Αθήνας γνώρισαν τον Τάκη Παππά πριν από λίγα χρόνια, ενδεδυμένο το περίβλημα του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Οσα νέα παιδιά όμως έτυχε να γνωρίσουν το 1968 τον Τάκη Παππά και το ομόλογο ρεύμα των Λαμπράκηδων, θα ήταν όντως σε θέση να συμβαδίσουν με το πνεύμα του Μάη του ’68, καθώς ο κύκλος αυτών των στελεχών είχε βιώσει τη διπλή εμπειρία: την επίσημη ένταξη και τις ρωγμές της μεγάλης αμφισβήτησης.


Από το 1968 όλα όσα προηγήθηκαν μπολιάστηκαν με τη φρεσκάδα του Μάη. Από το 1868 ως το 1973, στις μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις στην Ελλάδα, ο Μάης διαδραμάτισε δεσπόζοντα ρόλο. Στελέχη με πνευματική εντιμότητα, όπως ο Μίμης Ανδρουλάκης, ακόμη και την περίοδο που ανήκαν στο ΚΚΕ, αναγνώριζαν ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρέασαν τις επιλογές τους ήταν η εξέγερση του Μάη του ’68. Ενώ αποτελεί κοινό τόπο ότι το φοιτητικό κίνημα του 1971-74, στη διαδικασία της διαρκούς ριζοσπαστικοποίησής του, αναγνωριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις καταβολές αυτού του γόνιμου Μάη, ακόμη και στις μετέπειτα εκβολές του, όπως ήταν οι γκρούπες του «ένοπλου αγώνα».


Ωστόσο «ο ελληνικός Μάης» εκδηλώθηκε πολιτικά ­ εν σπέρματι ­ μόνο στο Πολυτεχνείο του 1973.


Είναι παράδοξο αλλά το Πολυτεχνείο του 1973 ακόμη δεν έχει αποτιμηθεί ιστορικά. Η άμεση πολιτική του χρήση στη μεταπολίτευση αλλοίωσε με βίαιο τρόπο τις δικές του πραγματικές δυναμικές. Ο ρόλος των μικρών οργανώσεων, των αναρχικών, της εργατικής συνέλευσης, των πάσης φύσεως «αυθορμητιστών» που έβαλαν αποφασιστικά τη σφραγίδα τους στην ανάπτυξη της δυναμικής της εξέγερσης του Νοέμβρη έχει πια λησμονηθεί. Λησμονήθηκαν επίσης και οι αγωνιστές που δεν έτυχαν των ευεργετημάτων της κομματικής καριέρας και της συνακόλουθης επωνυμίας που αυτομάτως χαρίζει ένα ερμηνευτικό πλεονέκτημα στην ανακατασκευή του παρελθόντος. Ενώ δε από όλους αναγνωρίζεται ότι μια μικρή οργάνωση ­ όπως το «Κίνημα 22ης Μάρτη», στο οποίο ανήκε ο Κον Μπεντίτ ­ μπορεί να έβαλε τη σφραγίδα της σε ένα κίνημα εκατομμυρίων ανθρώπων στη Γαλλία, ποιος θυμάται στην Ελλάδα τον Χρήστο Κωνσταντινίδη και την ομάδα του της «Διεθνούς Βιβλιοθήκης», οι οποίοι, με τις εκδόσεις τους στα ελληνικά όλων των βασικών κειμένων του Μάη και τη δράση τους στο Πολυτεχνείο, συνέβαλαν σε μια έντονα ριζοσπαστική δυναμική της εξέγερσης, πέραν των συνθημάτων που ενέπνεαν οι «γραμμιτζήδες» των κομμάτων;


Ούτε, φυσικά, είναι τυχαίο ότι μόνο στελέχη χωρίς κομματική ένταξη, όπως ο Δημήτρης Παπαχρήστου, προάσπισαν δημόσια όψεις του Πολυτεχνείου (όπως ότι πράγματι υπήρξε το Πολυτεχνείο και ερωτικό), όταν όλοι θεωρούσαν ότι δεν πρέπει «να δοθεί τροφή στην αντίδραση» με τις περίφημες «αποκαλύψεις» για «σάκους σκουπιδιών γεμάτους χρησιμοποιημένα προφυλακτικά» που συνέλεγαν οι αστυνομικοί μετά την εκκένωση. Επ’ ευκαιρία ­ και για λόγους ιστορικής ακριβείας ­ τούτο αποτελούσε ένα από τα πολλά ψεύδη της χουντικής προπαγάνδας. Σε εκείνες τις ευτυχισμένες «προ AIDS» εποχές, οι βιομήχανοι προφυλακτικών ήσαν βαθιά δυστυχείς από έλλειψη νεανικής πελατείας…


Για πολλούς οι καταλήψεις του 1979 είναι πολύ πιο αυθεντική εκδήλωση ενός «ελληνικού Μάη» σε σχέση με οτιδήποτε άλλο, ακόμη και το Πολυτεχνείο. Είναι γεγονός ότι οι καταλήψεις του ’79 είχαν τεράστια εξωτερική ομοιότητα με τον Μάη. Αλλά αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρχε καμιά πραγματική συγγένεια. Οι πρωταγωνιστές των καταλήψεων του Χημείου το 1979 επαναλάμβαναν τους ήρωες του ’68. Ο Μάης του ’68 όμως είναι μοναδικός, ακριβώς επειδή δεν μιμήθηκε τίποτε. Δημιούργησε έναν δικό του κώδικα, αρνούμενος να υποδυθεί ρόλους του παρελθόντος σε μια εξέγερση που δεν είχε σχέδιο ούτε για το παρόν, ούτε για το μέλλον. Ο Μάης του ’68 εφεύρε στη Γαλλία τον εαυτό του, άπαξ. Οι καταληψίες του Χημείου, μιμούμενοι τον Μάη, έπαιξαν το θέατρο μιας επανάστασης, με το πάθος μεν του αφοσιωμένου στην υπόθεση ηθοποιού, αλλά με την κόπωση ενός σεναρίου που δεν προσφέρεται για επανάληψη.


Ωστόσο, αν αληθεύει ότι ο ιστορικός χρόνος της Ελλάδας σε σχέση με τη Δύση έχει μιαν υστέρηση τριάντα χρόνων, πιθανόν τώρα μόλις η Ελλάδα της υπερκατανάλωσης, της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας, της μίζας και της συναλλαγής, η Ελλάδα της αναξιοπιστίας της πολιτικής και των βασικών θεσμών, όπως η εκπαίδευση, να είναι πρόσφορη για τη δική της έκπληξη. Αν στη Γαλλία, λίγες μόλις ημέρες πριν από την εξέγερση του Μάη η διαπίστωση ήταν ότι «η Γαλλία πλήττει», στην περίπτωσή μας η αντίστοιχη διαπίστωση είναι ότι «η Ελλάδα αηδιάζει». Δεν είναι, άραγε, η αηδία ισχυρότερο κίνητρο για εξέγερση από την πλήξη;