Από τη στιγμή που έβγαινες από τον σταθμό του τρένου στον Βαρδάρη, ο αέρας του εφετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σού έφτιαχνε τη διάθεση. Ενας από τους στόχους των διοργανωτών του αρχαιότερου κινηματογραφικού θεσμού της Ελλάδας ήταν να «ενωθεί» με τα δρώμενα και την καθημερινότητα της πόλης, η Θεσσαλονίκη να συμμετέχει ενεργά στις δραστηριότητες του Φεστιβάλ. Ενα Φεστιβάλ το οποίο ούτως ή άλλως η πόλη του το αγαπά, κάτι που αποδεικνύει η πληρότητα όχι μόνο των κεντρικών κινηματογραφικών αιθουσών που το φιλοξενούν (οι τέσσερις του Λιμανιού και οι δύο στην πλατεία Αριστοτέλους) αλλά και των περιφερειακών: εφέτος προβολές γίνονταν σε συνεργασία με τους δήμους Παύλου Μελά και Νεάπολης – Συκεών. Στον Δήμο Παύλου Μελά οι προβολές πραγματοποιούνταν στο Δημοτικό Θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού «Χρήστος Τσακίρης», ενώ στον Δήμο Νεάπολης – Συκεών στο Κλειστό Δημοτικό Θέατρο Συκεών (2-9/11). Είναι χαρακτηριστικό ότι εφέτος οι αίθουσες είχαν περί το 8% περισσότερους θεατές σε σχέση με πέρυσι.
Σε όλη την πόλη οι «κινούμενες αφίσες» του Φεστιβάλ στόλιζαν καταστήματα και άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Σχεδιασμός του δημιουργικού γραφείου Beetroot, η εφετινή επίσημη αφίσα του Φεστιβάλ εστίαζε ολοκληρωτικά στα διαρκώς αναπτυσσόμενα ψηφιακά μέσα: κομμάτια φιλμ έμοιαζαν να χορεύουν, αποκαλύπτοντας κρυφές εικόνες σαν φεστιβαλικές κορδέλες. Συν τοις άλλοις η απρόβλεπτη καλοκαιρία καλλιέργησε μια θετική διάθεση στους επισκέπτες. Παθιασμένος με το σινεμά, ένας εθελοντής του Φεστιβάλ μού είπε ότι ο θεσμός θα έπρεπε να μετονομαστεί σε «θερινό» – τόσο υπέροχος ήταν ο καιρός. Χωρίς αυτό να εμποδίζει βέβαια την προσέλευση των θεατών στις κλειστές αίθουσες, οι οποίες γέμιζαν ακόμα και τις μεσημεριανές ώρες. Προσωπικά, την περασμένη Δευτέρα δεν μπόρεσα να μπω σε τρεις βραδινές προβολές ταινιών σε διαφορετικές αίθουσες του Λιμανιού αλλά και στο Ολύμπιον. Οφείλω εδώ να επισημάνω ότι, όπως διαπίστωσα, το Ολύμπιον έχει πρόβλημα με τη διέλευση από τις εξόδους κινδύνου, οι οποίες σε έκτακτη ανάγκη εκκένωσης της αίθουσας μπορεί να φρακάρουν από τον πολύ κόσμο. Ενα πρόβλημα που θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά από τους αρμοδίους.

Ο Χέντριξ ξεχωρίζει

Για την έξαρση των ελληνικών ταινιών της εφετινής διοργάνωσης έχει ήδη γίνει εκτενής αναφορά στο «Βήμα της Κυριακής». Γράφοντας αυτές τις γραμμές και έχοντας πλέον μια σχεδόν πλήρη εικόνα της σύγχρονης παραγωγής, μπορούμε να επισημάνουμε κάποιες ταινίες που έχουν τη δυνατότητα να «μιλήσουν» με το κοινό, πέρα από την περίοδο του Φεστιβάλ, όπου ούτως ή άλλως σημειώνουν επιτυχία. Από τις ελληνικές ταινίες που είδα, εμπορικές δυνατότητες έχει σίγουρα το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ», μια δραματική κωμωδία γύρω από την προσπάθεια ενός Ελληνα (Αδάμ Μπουσδούκος) να ξαναφέρει στην ελληνική Κύπρο τον σκύλο του τον Τζίμι, ο οποίος κατά λάθος διέφυγε προς τα Κατεχόμενα. Ο νόμος απαγορεύει την είσοδο ζώων στην ελληνική πλευρά του νησιού και αυτό θα σημάνει μια μεγάλη περιπέτεια για τον κεντρικό ήρωα. Μέσα όμως από αυτή την απλή, χαριτωμένη ιστορία, ο σκηνοθέτης Μάριος Πιπερίδης, στην πρώτη του προσπάθεια στη μεγάλου μήκους ταινία, μιλάει για το πώς ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα, του οποίου η λύση δεν φαίνεται στον ορίζοντα, αντανακλάται στην καθημερινότητα ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται για κάτι πέρα από την καλυτέρευση της ταλαιπωρημένης από αυτή την τραγική κατάσταση ζωής τους.
Το υπαρξιακό θρίλερ του Στηβ Κρικρή «The waiter» με τους Αρη Σερβετάλη και Γιάννη Στάνκογλου είχε κυρίως εικαστικό ενδιαφέρον (ειδικά η φωτογραφία και οι φωτισμοί των σκηνικών), ενώ ανάμεσα στις ξένες ταινίες που αγάπησα ήταν ο Δανός «Ενοχος» του Γκούσταβ Μίλερ: γυρισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα στα γραφεία της Αμέσου Δράσεως της Κοπεγχάγης, η ταινία παρακολουθεί την προσπάθεια ενός αστυνομικού σε δυσμένεια να βοηθήσει μέσω τηλεφώνου μια γυναίκα που κατά πάσα πιθανότητα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Μαεστρικά, ο Μίλερ δημιουργεί ένταση μέσα σε έναν ασφυκτικά κλειστό χώρο και με μόνο εργαλείο του το τηλέφωνο, όπως είχε συμβεί στη θαυμάσια ταινία του Στίβεν Νάιτ «Locke», μόνο που εκεί ο χώρος ήταν ένα όχημα διαρκώς σε κίνηση.

Επισκέπτες με νόημα

Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν του το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης καταξοδευόταν με το να αγοράζει τη λάμψη διασημοτήτων. Καλούσε μεγάλα ονόματα (ενδεικτικά Κατρίν Ντενέβ, Φέι Ντάναγουεϊ, Βιτόριο Στοράρο), τους πρόσφερε ιδανικές διακοπές και τους έκανε πλουσιότερους για ένα σύντομο πέρασμα και μια φωτογράφιση. Αυτό το «καθεστώς ασυδοσίας» είναι πλέον για τα καλά θαμμένο στο παρελθόν. Το Φεστιβάλ είναι πλέον συγκρατημένο και συγκροτημένο σε ό,τι αφορά τα περιττά έξοδα. Για να καταλάβετε, έχουν πλέον κοπεί ακόμα και τα φυλλάδια του ωρολογίου προγράμματος προβολών που μοιράζονταν δωρεάν στα ταμεία των αιθουσών! Δίδεται ένα φυλλάδιο στον καθένα και αν το χάσει, πρόβλημά του!
Στην πραγματικότητα, οι μοναδικοί σταρ της εφετινής διοργάνωσης ήταν ο Λάζλο Νέμες, ο ούγγρος σκηνοθέτης του αριστουργήματος «Ο γιος του Σαούλ» (βραβείο Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας), ο οποίος επισκέφθηκε το Φεστιβάλ για την παρουσίαση της τελευταίας ταινίας του, «Sunset», και ο Ρομάν Γαβράς, γιος του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, που ήρθε για τη δική του ταινία, το «Le monde est à toi».
Ο Λάζλο Νέμες αναφέρθηκε στην προσωπική διασύνδεσή του με την ιστορία που αφηγείται στο «Sunset»: η δράση τοποθετείται στη Βουδαπέστη του 1913 και μέσα από την περίπτωση μιας γυναίκας (Σουζάνα Γουέστ) που αναζητεί τα ίχνη του αδελφού της η ταινία μιλάει για την ταραγμένη εποχή που έναν χρόνο αργότερα, το 1914, οδήγησε στο ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Πασχίζω να αποδώσω την υφή, τη χροιά και το συναίσθημα μιας ιστορικής περιόδου, να βυθιστώ μέσα της και όχι να την παρατηρώ αποστασιοποιημένα» είπε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. «Η παντοκρατορία του Internet στις μέρες μας έχει οδηγήσει σε μια αυτάρεσκη και ψευδαισθησιακή εποπτική ματιά επί των πραγμάτων, την οποία στις ταινίες μου προσπαθώ να αποφύγω».

Η Αγορά, οι Κινέζοι και ο Φοίβος

Την περασμένη Τρίτη, 6 Νοεμβρίου, τον πρώτο λόγο στις δραστηριότητες του Φεστιβάλ είχε ο τομέας της Αγοράς, ένα από τα λιγότερο φωτεινά τμήματα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και από τα πιο νευραλγικά. Και αυτό διότι πολλές από τις ελληνικές ταινίες του αύριο γεννιούνται μέσα από την Αγορά του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κατ’ αρχάς ήταν η μέρα έναρξης του «Crossroads», του τμήματος που επιλέγει κινηματογραφικά σχέδια με βάση την ποιότητα του σεναρίου, τη δημιουργική ομάδα και την πιθανότητα παραγωγής τους. Στόχος του τμήματος, να υποστηρίξει παραγωγούς ταινιών μεγάλου μήκους που σχετίζονται με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Και δεν ήταν λίγα τα ελληνικά projects που παρουσιάστηκαν: «40 Days»,της Πέννυς Παναγιωτοπούλου (Ελλάδα / Γερμανία / Γαλλία), «Barbarossa» του Σωτήρη Γκορίτσα (Ελλάδα), «Maysoon» της Νάνσυς Μπινιαδάκη (Γερμανία), «Mignon» της Σοφίας Γεωργοβασίλη (Ελλάδα / Ρουμανία), «The voice of an Angel» του Τηλέμαχου Αλεξίου (Γερμανία / Ελλάδα) και «Vortex» του Χρύσανθου Μαργκώνη (Ελλάδα).
Την ίδια ημέρα, κινέζοι παραγωγοί, επισκέπτες του Φεστιβάλ, είχαν ανοιχτή συζήτηση με έλληνες κινηματογραφιστές για την πιθανότητα συνεργασιών των δύο χωρών στον κινηματογράφο. Πολύ σημαντική αυτή η κίνηση του Φεστιβάλ, διότι η κινέζικη βιομηχανία κινηματογράφου εξαπλώνεται πλέον σε όλον τον κόσμο, γιατί εκεί το χρήμα ρέει άφθονο. Γιατί να μη ρέει και στη χώρα μας;
Ενας από τους ανθρώπους-κλειδιά της εφετινής διοργάνωσης ήταν ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο οποίος κρατούσε τον ρόλο του «πρεσβευτή» του Φεστιβάλ σε συνάρτηση πάντα με την Αγορά. Ως φανατικός σινεφίλ, ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός ήταν κάτι σαν μεσάζοντας ανάμεσα στους ξένους και τους Ελληνες, μια δραστηριότητα την οποία συνδύασε με τη δουλειά του. Το βράδυ της Τρίτης, ο Δεληβοριάς στην Αίγλη – Γενί Χαμάμ, στην οδό Αγίου Νικολάου, τραγούδησε τραγούδια που έχουν ακουστεί σε διάφορες ελληνικές ταινίες, από το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» (στη «Στέλλα») ως το «Αυτή η νύχτα μένει» του Σταμάτη Κραουνάκη αλλά και το «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» του Γιάννη Αγγελάκα (από την ομότιτλη ταινία του Νίκου Νικολαΐδη). Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ενθουσιώδης! Σύμφωνα δε με εκπρόσωπο του Φεστιβάλ, η ιδέα του ambassadeur Δεληβοριά έφερε αποτελέσματα. «Για πρώτη φορά απλός κόσμος ρωτούσε «τι είναι η Αγορά;» και έδειχνε ενδιαφέρον για ένα πρόγραμμα που στην ουσία αυτό που κάνει είναι να ανοίγει περισσότερο τον διάλογο για το ίδιο το σινεμά».
Τελικά όλα πήγαν καλά. Ή σχεδόν όλα. Γιατί στη μέση του Φεστιβάλ ένα πέπλο μελαγχολίας κάλυψε όλους όσοι το παρακολουθούν χρόνια. Η δυσάρεστη είδηση θανάτου του σκηνοθέτη-συγγραφέα Κώστα Βρεττάκου, ο οποίος είχε χαράξει μια δική του ιστορία με τον θεσμό, τόσο ως άνθρωπος σε νευραλγικές θέσεις του κινηματογράφου όσο και ως σκηνοθέτης της πολυβραβευμένης στη Θεσσαλονίκη πολιτικής ταινίας «Τα παιδιά της Χελιδόνας».