Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Παρά τη δυσθεώρητη φήμη του έργου του, που είναι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του Παρθενώνα, η Ιστορία έχει επιφυλάξει μόνο μερικές λιτές αράδες για το πρόσωπο του Ικτίνου: έζησε κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. και επί ηγεμονίας του Περικλή, συνεργάστηκε με τον Καλλικράτη για την οικοδόμηση του ιερού ναού της Αθηνάς και ενδεχομένως ήταν υπεύθυνος για δύο ακόμα σημαντικές κατασκευές του καιρού του: τον Επικούρειο Απόλλωνα στις Βάσσες της Πελοποννήσου και την αίθουσα του Τελεστηρίου στην Ελευσίνα. Την πενιχρή, σκιώδη αυτή βιογραφία έρχεται να συμπληρώσει και να εκτείνει μυθοπλαστικά ο Τάκης Θεοδωρόπουλος με το καινούργιο του βιβλίο, γράφοντας εκ παραλλήλου ένα μυθιστόρημα όχι μόνο για τον Παρθενώνα αλλά και για την αθηναϊκή δημοκρατία της κλασικής εποχής.
Η λοξή, μεταμοντέρνα σχέση του Θεοδωρόπουλου με την ελληνική αρχαιότητα έρχεται από παλιά. Με το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα (2004), ο συγγραφέας θα πλέξει την αφήγησή του γύρω από τη μορφή του ομώνυμου ιστορικού, ξεκαθαρίζοντας ευθύς εξαρχής πως η επινοημένη του αφήγηση δεν μπορεί επ’ ουδενί να μπει στο πνεύμα και στις αξίες ενός τόσο θαμπού και σβησμένου ιστορικού χρόνου. Στο Ξυπόλητο σύννεφο. Η ιστορία μιας κωμωδίας (2010), ο συγγραφέας αναθέτει τον κεντρικό ρόλο στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, με απαρέγκλιτο στόχο (χωρίς να εγκαταλείπονται ο Πλάτων και ο Ξενοφών του προηγούμενου βιβλίου) την ανάδειξη του εμπαικτικού πάθους της κωμωδίας, που εγκαταλείπει τον πατροπαράδοτο συντηρητισμό της για να βάλει φωτιά στο σύμπαν. Τέλος, στη νουβέλα Η επιδημία: οι θεοί ανάμεσά μας (2011), ο Θεοδωρόπουλος θα διαρρήξει το ιστορικό του πλαίσιο, βάζοντας έναν δευτεροκλασάτο θεό των κλασικών χρόνων να σατιρίσει τη ρημαγμένη κοινωνικοπολιτική καθημερινότητα της Αθήνας της κρίσης.
Λοξή είναι η ματιά και στη Σελάνα, όπου ο Ικτίνος δεν αποτελεί μόνο έναν άνθρωπο-σκιά λόγω του λυμφατικού βιογραφικού του: είναι και ο αρχιτέκτονας που παλεύει συνεχώς να αποσπάσει από τη σκιά το κτιστό μεγαλείο του Παρθενώνα ενόσω ο ίδιος βυθίζεται σταδιακά στο σκοτάδι της τύφλωσης. Και ιδού αίφνης η εξιστόρηση του άγχους της καλλιτεχνικής αναζήτησης με τη συνοδοιπορία του δαίμονα Μώμου, θεού της ειρωνείας και της χλεύης, παρόντος σε κάπως διαφορετικό ρόλο και στο Ξυπόλητο σύννεφο. Δαίμων όμως είναι και η Σελάνα, η γυναίκα του Ικτίνου, η οποία παραπέμπει με τον ερωτισμό και τη θανάσιμη γοητεία της στην αθηναϊκή θεά της Σελήνης, που συμβολίζει τόσο τη θηλυκή βάση του κόσμου όσο και το άρρητο ή το άφατο: ό,τι με άλλα λόγια χάνεται με μυστικό τρόπο πίσω από τα φυσικά φαινόμενα, σαν την άπλαστη ύλη που πρέπει να μορφοποιήσει εκ του μηδενός ο καλλιτέχνης.
Κι έτσι, άνθρωποι, θεοί και δαίμονες γίνονται κοινωνοί του ίδιου σύμπαντος, εμποτίζοντας τη ρεαλιστική ύλη του ιστορικού μυθιστορήματος με μια υπερβατική σύμπλεξη που αποκτά (με την αιώρηση της Σελάνας ανάμεσα στην αθανασία και τη θνητότητα) και μια εμφανώς υπαρξιακή διάσταση. Και μαζί με όλα αυτά, μαζί με την περιπλάνηση του ζευγαριού από την Αίγυπτο μέχρι τη Σικελία, με τις κοινές ή ξεχωριστές ερωτικές τους περιπέτειες και με το οικογενειακό ιστορικό του Ικτίνου, παίρνουν σάρκα και οστά και όλες οι φιγούρες της δημοκρατικής Αθήνας (Θεμιστοκλής, Περικλής. Μιλτιάδης, Φειδίας, Καλλικράτης), με τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τις φιλοδοξίες τους, που είναι και οι αντινομίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μια ιστορική μεταμυθοπλασία που ξέρει πώς να τιμήσει το όνομά της όχι μόνο με την ειρωνεία και τη σοφή απόσταση από το τεκμηριωτικό μέρος του υλικού της αλλά και με την αισθαντικότητα και τον φαντασιακό λόγο της μυθοποιίας της.