Με στόχο την «Oρέστεια»
Ιώ Βουλγαράκη, Λίλλυ Μελεμέ και Γεωργία Μαυραγάνη, σκηνοθέτριες της νεότερης γενιάς, ανέλαβαν να υλοποιήσουν μια ιδέα του Στάθη Λιβαθινού με κοινό στόχο μια ενιαία παράσταση
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η μόνη σωζόμενη τριλογία, 41 ηθοποιοί, 3 σκηνοθέτες, 20, περίπου, συντελεστές και συνεργάτες, συντονίζονται στον ρυθμό της «Ορέστειας» του Αισχύλου, παραγωγής Εθνικού Θεάτρου.
Η Ιώ Βουλγαράκη, η Λίλλυ Μελεμέ και η Γεωργία Μαυραγάνη, σκηνοθέτριες της νεότερης γενιάς, ανέλαβαν να υλοποιήσουν μια ιδέα του Στάθη Λιβαθινού. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Συναντήθηκαν, συζήτησαν, ανέλυσαν, ξεκίνησαν. Βάζοντας στην άκρη το «εγώ» προς όφελος ενός μεγάλου «εμείς», μοίρασαν τη δουλειά και τώρα πάνε για πρεμιέρα. Με κοινό στόχο, μια ενιαία παράσταση.
Ιώ Βουλγαράκη: «Αγαμέμνων»
«Το υλικό δημιουργεί δέος. Εξαιρετική η ιδέα να είμαστε τρεις. Δεν έχει ξανασυμβεί, δεν προτείνεται συνταγή. Υπάρχει πεδίο ανακάλυψης.
Η παράσταση έχει το σκεπτικό μιας εξέλιξης μέσα στην αφήγηση και, φυσικά, μιας συνεννόησης. Με αυτή την έννοια ζητούμενο είναι ένα πνεύμα συνεργασίας, καθόλου αυτονόητο. Κι εμείς οι τρεις, αλήθεια, έχουμε πρόθεση συνάντησης.
Για μένα ο «Αγαμέμνων» είναι το πιο μυθικό κομμάτι της τριλογίας, το πιο παλιό. Από την ηρωική-μυθική εποχή περνάμε, διά της πτώσης και της συντριβής, σε μια εποχή που είναι πιο κοντά στον άνθρωπο. Με ενδιαφέρει η αρχή του πράγματος: Επιστροφή στις ρίζες, στο συγκινησιακό, που φέρει ένα φορτίο μαζί, θέματα γένους και κληρονομικότητας.
Προσπαθώ να επανεπινοήσω έναν τέτοιο μυθικό κόσμο, ζοφερό, παράξενα ερημικό, με συστατικά του μια εθνική-συλλογική ενοχή και την πατριαρχία. Υπό αυτή την έννοια στη δική μου παράσταση δεν υπάρχει γυναίκα. Η Κλυταιμνήστρα είναι ένα ανδρόγυνο, η Κασσάνδρα ένα κορίτσι. Δεν υπάρχει χώρος για γυναίκα-θηλυκό. Ο Χορός έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Με ενδιαφέρει η ανικανότητά του να πάρει θέση.
Η Κλυταιμνήστρα είναι το κέντρο της τραγωδίας. Την παραδίδω στο επόμενο. Μέχρι να κάνει την πράξη στον «Αγαμέμνονα» είναι ένα ον που έχει υποστεί μια μετάλλαξη – έχει αφήσει τη μήτρα της στην Αυλίδα. Κρύβει το εύθραυστο. Αφού κάνει την πράξη, δεν την ενδιαφέρει τίποτα πια. Επρεπε να εκδικηθεί τον φόνο της Ιφιγένειας. Μετά αλλάζει. Είμαστε σε ένα εθνικό σύμπαν: Εχει θυσιαστεί ένα παιδί για έναν πόλεμο, και κανείς δεν ασχολείται με τη μάνα. Πρωτοακούμε για τη μητρότητα στον στίχο 1.417 – «Τον πιο γλυκό της γέννας». Δύσκολο να υπάρξει η Κλυταιμνήστρα σε αυτόν τον σκληρά πατριαρχικό κόσμο, όπως και ο δικός μας.
Ξεκινάμε με φως. Σχεδόν η μισή παράσταση θα παιχθεί στην Επίδαυρο με φως. Το πώς θα συγκεντρώσουμε τον θεατή ενώ υπάρχει αυτό το υπέροχο σούρουπο είναι μια πρόσθετη δυσκολία. Θα νυχτώσει μέσα στην παράσταση – αυτό και μόνο είναι δραματουργία. Μάλλον δέος είναι η λέξη που με εκφράζει για την Επίδαυρο, φόβος και θαυμασμός.
Πιο μεγάλη δυσκολία, η σύνδεση των έργων, το πέρασμα από το ένα στο άλλο, με τρόπο απλό αλλά πυκνό. Ο θεατής να μην έχει την αίσθηση μιας υπερπληροφορίας, αλλά μιας συνέπειας».
Λίλλυ Μελεμέ: «Χοηφόροι»
«Ημουν η τρίτη της παρέας – είχε ήδη γίνει η μοιρασιά. Αλλά ο Στάθης Λιβαθινός με ρώτησε ποιο θα ήθελα και του απάντησα, τις «Χοηφόρους». «Αυτό θα κάνεις» μου είπε.
Ψάχνουμε να βρούμε μια κοινή αφήγηση, τους συνδετικούς κρίκους. Το θέμα για μένα είναι να μην αποποιηθεί καμιά μας την ταυτότητά της, αλλά να αφηγηθούμε μαζί την ιστορία. Ολο αυτό είναι μια γιορτή, ένα μεγάλο ρίσκο.
Δέχομαι την επίδραση του «Αγαμέμνονα». Δίνω τη σκυτάλη στις «Ευμενίδες». Δεν αισθάνθηκα κανέναν περιορισμό. Αναλύσαμε το κείμενο, τη διαδρομή των ηρώων από το σκοτάδι στο φως, από έναν παλαιό κόσμο σε έναν καινούργιο, διαφορετικό – μια επώδυνη διαδικασία. Υπάρχει ένα κοινό πρόσωπο, η Κλυταιμνήστρα. Είναι ενδιαφέρον πόσο διαφορετική εμφανίζεται σε κάθε έργο, από κάθε σκηνοθέτη. Μας απασχόλησε η διαχείρισή της.
Η σκέψη μας ήταν να υπάρχει ένας σκηνικός χώρος που να εξελίσσεται, όπως η ιστορία. Στα κοστούμια χρειάστηκε συνεργασία ώστε να υπάρχει συνάφεια, όπως και στη μουσική.
Ξεκινώντας από έναν παλιό κόσμο, τον κόσμο του ενός, του βασιλιά, του Αγαμέμνονα, να οδηγηθούμε στον κόσμο των πολλών, της πόλης, των πολιτών. Μια χρονική διαδρομή προς το σήμερα.
Πιστεύω ότι οι «Χοηφόροι» είναι η καρδιά της τριλογίας, κείμενο συναισθηματικό, γεμάτο δράση, χωρίς φλυαρίες. Είναι ίσως η μοναδική τραγωδία όπου ο Χορός – νέες κοπέλες – συμμετέχει ενεργά. Αλλάζει τη ροή, παράλληλα με τη διαδρομή του Ορέστη, που είναι επιφορτισμένος από το καθήκον της εκδίκησης για να πάει την ανθρωπότητα παρακάτω. Με συγκινεί ο στίχος «Ηρθε ο καιρός να ξεπλύνει το μίασμα των αρχαίων αιμάτων ένα παιδί». Και όταν ο Ορέστης λέει: «Πονώ για τα έργα μας, τα πάθη μας, τη γενιά μας», απευθύνεται σε νέους ανθρώπους.
Η Επίδαυρος είναι όμορφος, τρυφερός χώρος, μια αγκαλιά, μια γλυκιά ενέργεια. Είναι μαγική η στιγμή της συνάντησης με το κοινό. Αν σταθείς με εντιμότητα και ειλικρίνεια απέναντι σε αυτό που προσπάθησες να φτιάξεις, η συνάντηση θα είναι όντως μαγική.
Βασική μου ιδέα είναι ότι βρισκόμαστε σε μια διαδικασία μετάβασης, κυοφορείται μια αλλαγή. Ολοι την περιμένουν, αλλά κανείς δεν τολμάει. Κι έρχεται ο Ορέστης, νέος, με συνείδηση και, γνωρίζοντας τις συνέπειες, παίρνει το ρίσκο να φέρει την πολυπόθητη αλλαγή. Το έργο τελειώνει με ερώτηση. Το πρώτο βήμα έγινε…».
Γεωργία Μαυραγάνη: «Ευμενίδες»
«Eπέλεξα τις «Ευμενίδες», διαφορετικό, με αρκετές καινοτομίες. Αναφέρεται με ξεκάθαρο τρόπο στους νεκρούς, πώς τους διαχειρίζεται κανείς, πώς διαχειρίζεται τη μνήμη τους στο παρόν και στο μέλλον. Εμπεριέχει μεταφυσικό και θεολογικό στοιχείο. Κι όλο αυτό έρχεται και δένει με την πραγματικότητα, καθώς έχει ταυτόχρονα στοιχεία ιστορικού ντοκουμέντου.
Παρακολουθούμε την πρώτη δίκη των ανθρώπων. Αισθάνομαι βαθιά συγκίνηση γι’ αυτό το έργο. Δεν είναι τυχαία η παρέμβαση της θεότητας στη δίκη. Ο Αισχύλος λέει ότι χρειάζεται ένας συνδυασμός θεού και ανθρώπου για να μπορέσει κάποιος να καθαρθεί – είναι αλήθεια. Είναι σημαντικό ότι η Αθηνά, μια θεϊκή δύναμη, συμβολίζει ταυτόχρονα και την πόλη. Το πιο πολιτικό έργο από τα τρία είναι παράλληλα υπαρξιακό και μεταφυσικό.
Το αντιμετωπίζω. Ολοι οι ηθοποιοί είναι ένα σύνολο, από την Κλυταιμνήστρα ως τον Χορό. Γιατί; Οταν ξεκίνησα να το μελετώ, με την πολύτιμη βοήθεια του Δημοσθένη Παπαμάρκου, φτάσαμε στο σημείο που αθωώνεται ο Ορέστης. Στον λόγο του προς θεούς και πολίτες, δίνει όρκο συμμαχίας Αργους και Αθήνας. Μέσα σε αυτόν τον όρκο ξαφνικά συναντάμε, στο αρχαίο κείμενο, έναν συγκλονιστικό πληθυντικό. Επίσης συναντάμε τον Ορέστη να σκέφτεται ότι ακόμα και από τον τάφο θα υπερασπιζόμαστε τη συμμαχία, θα τηρούμε τον όρκο. Σαν να κυκλώνει εκεί όλη τη γενιά των ανθρώπων. Αυτό για μένα σήμαινε μια απλή εικόνα: Πίσω από τον άνθρωπο μια τεράστια ουρά νεκρών, μπροστά του μια τεράστια ουρά απογόνων. Κι αυτό επηρέασε τη φόρμα της παράστασης.
Πρώτα απ’ όλα μας ενοποιεί ο ποιητής. Ενδιαφέρουσα πρόκληση. Είμαι αυτή που πρέπει να δώσει το τέλος. Βέβαια όλα τα έχει κάνει ο Αισχύλος, μόνο να ψάξεις χρειάζεται.
Η Κλυταιμνήστρα επιστρέφει ως φάντασμα και συνεχίζει μετά την εξιλέωσή της, καθώς είναι σε μια κατάσταση ενδιάμεση. Δεν είναι αποδεκτή ούτε στους ζωντανούς ούτε στους νεκρούς. Ο Ορέστης είναι ένα ζωντανό πλάσμα. Ακόμα κι όταν σκέφτεται τον εαυτό του στον Κάτω Κόσμο, το βλέμμα να είναι προς τα πάνω, προς τη ζωή. «Ορέστεια» λέγεται το έργο.
Στην αρχή ένιωσα αγωνία, πανικό. Μετά άρχισα να το ξεχνάω. Το βάρος της Επιδαύρου δημιουργείται απ’ έξω, όχι από μέσα. Ο ίδιος ο χώρος είναι πιο φιλικός από ό,τι θεωρείται. Αισθάνομαι πιο καλά με την ασφάλεια του «μαζί». Μόνος εχθρός, ο χρόνος».

