Ηάνευ προηγουμένου επίθεση που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, μπορεί να μην αιφνιδίασε την Αθήνα, που είχε τις πληροφορίες της και την ανέμενε, ωστόσο μας έδωσε ένα καλό παράδειγμα για τη μεγάλη διαφορά που διακρίνει την ελληνική πολιτική τάξη με εκείνη της Τουρκίας.

Αναφέρομαι ακριβώς στο γεγονός ότι σε αυτή τη φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την κορύφωση μιας στρατηγικής που ξεκίνησε ήδη από το 2018 και εντείνεται με συνεχή βήματα, η σύγκριση της στάσης που τηρούν οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Τουρκία είναι τραγικά αποκαλυπτική. Για το πώς αντιμετωπίζει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό την κατάσταση και πώς οι Τούρκοι.

Η Τουρκία, που βρίσκεται στις παραμονές μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, κατά την οποία ο πρόεδρος Ερντογάν, όπως δείχνουν σχεδόν όλες οι μετρήσεις της γειτονικής χώρας, θα ηττηθεί, διαθέτει μια πολιτική τάξη η οποία σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές τάσσεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο πλευρό του. Αναφανδόν, δε. Ολα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όχι μόνο στηρίζουν την επιθετική στρατηγική του έναντι της Ελλάδας, αλλά υπερθεματίζουν κιόλας. Τον εγκαλούν για παράδειγμα γιατί καθυστερεί και δεν… «έρχεται νύχτα», όπως συνεχώς μας προειδοποιεί και απειλεί. Απέναντι στη δική του ρητορική περί στρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου κατά παράβαση της Συμφωνίας της Λωζάννης, η τουρκική αντιπολίτευση, σύσσωμη μάλιστα, τον κατηγορεί ότι έχει… εκχωρήσει 18 νησιά στην Ελλάδα και δεν κάνει τίποτα για να τα ανακτήσει, ως μέρος της «γαλάζιας πατρίδας».

Σε ένα άτυπο χρηματιστήριο εθνικοφροσύνης και διεκδικητικότητας έναντι της Ελλάδας, ο πρόεδρος Ερντογάν μοιάζει να έρχεται ουραγός – τον υποσκελίζει καθημερινά η αντιπολίτευση, χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Τόσο που να μην υπάρχει έδαφος να καλλιεργηθεί οποιαδήποτε αυταπάτη για το τι πολιτική θα ακολουθήσει στα ελληνοτουρκικά ένας διάδοχός του. Από οπουδήποτε και αν προέρχεται…

Απέναντι σε όλο αυτό, τι έχει να αντιπαρατάξει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό; Μια κυβέρνηση η οποία άργησε να αντιδράσει ουσιαστικά στην τουρκική στρατηγική της κλιμάκωσης των προκλήσεων και της επιθετικότητας (για παράδειγμα, το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών απάντησε μετά από 8-9 μήνες από την ημέρα που ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου «ενημέρωσε» τον ΟΗΕ δι’ επιστολής για τις τουρκικές θέσεις στο Αιγαίο). Και μια αντιπολίτευση που κάνει ό,τι μπορεί για να κερδοσκοπήσει πολιτικά για ένα θέμα το οποίο άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Και δεν ομιλώ για κριτική επί πράξεων ή παραλείψεων. Αναφέρομαι σε συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες στέλνουν στους «απέναντι» το μήνυμα ότι ο διχασμός, που έτσι κι αλλιώς συντηρείται χρόνια τώρα στην εσωτερική πολιτική ζωή, διαπερνάει και τα εθνικά θέματα. Η άρνηση υπερψήφισης της συμφωνίας με τις ΗΠΑ, η καταψήφιση της σύμβασης για την αγορά των Rafale και των φρεγατών Belharra, το Προσφυγικό, αλλά και η συστηματική επιχείρηση διαπόμπευσης της χώρας στα ευρωπαϊκά όργανα, είναι μόνο μερικοί σταθμοί στη μακρά αλυσίδα των λάθος επιλογών με τον πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο σε σχέση με την ενότητα που πρέπει να επιδείξουμε, τώρα που η χώρα δέχεται αυτή την έντονη πίεση από την Τουρκία.

Το ότι τον χορό σέρνει μια πολιτική δύναμη όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που κυβέρνησε τη χώρα, άρα ο αρχηγός του γνωρίζει (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει…) σε τι αποβλέπει η τουρκική επιθετικότητα, επιβεβαιώνει απλώς τα όσα προανέφερα.

Δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο για τον τόπο να θυσιάζεται η ομόνοια και η εθνική ενότητα στον βωμό της μικροπολιτικής και του κομματικού συμφέροντος. Ειδικά για τα ελληνοτουρκικά, όταν έχει προηγηθεί το 1922. Αλλά πίστευα, αφελώς, ότι αυτή τη φορά «θα ήταν αλλιώς». Προφανώς το «αλλιώς» ο ΣΥΡΙΖΑ το «υπόσχεται» στους αντιπάλους του. Για τη «δεύτερη φορά»…