Ο Ρόμπερτ Κάρσεν βρίσκεται στη Ζυρίχη αυτόν τον καιρό για λόγους επαγγελματικούς. Το βαρύ του πρόγραμμα δεν θα του επιτρέψει, δυστυχώς, να έρθει στην Αθήνα για τις δύο παραστάσεις της εμβληματικής «Οπερας του ζητιάνου» των Γιόχαν-Κρίστοφ Πέπους και Τζον Γκέι στο Μέγαρο Μουσικής, στην οποία εκτός από τη σκηνοθεσία υπογράφει και τη νέα προσαρμογή του κειμένου από κοινού με τον Ιαν Μπάρτον, ενώ το κορυφαίο μπαρόκ μουσικό σύνολο Les Arts Florissants διευθύνει ο βετεράνος, ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό Γουίλιαμ Κρίστι.
Πρόκειται για μια φιλόδοξη, διεθνή συμπαραγωγή με τη συμμετοχή της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας από ελληνικής πλευράς, η οποία έκανε πρεμιέρα τον Απρίλιο του 2018 στο ιστορικό Theatre des Bouffes du Nord στο Παρίσι με μεγάλη επιτυχία. Εκτοτε, όπου έχει παρουσιαστεί (Φεστιβάλ του Σπολέτο, Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, Μεγάλο Θέατρο της Γενεύης κ.α.) προκαλεί ενθουσιασμό σε κοινό και κριτικούς. «Ο Κάρσεν αφήνει το κοινό έκθαμβο όταν, με το μαγικό του άγγιγμα, μετατρέπει μια προκλασική φάρσα σε χολιγουντιανή κωμωδία του 1930» έγραψε χαρακτηριστικά η γαλλική «Liberation», ενώ ο βρετανικός «Guardian» επισημαίνει ότι ο καναδός σκηνοθέτης, γνωστός διεθνώς για την καινοτόμα ματιά του τόσο στην όπερα όσο και στο θέατρο, καταφέρνει με την παράσταση αυτή «να βγάλει το κοινό από τη βολή του».
Τελικά το έργο είναι μια πραγματική όπερα; «Οχι, καθόλου» απαντά ο Κάρσεν. «Η «Οπερα του ζητιάνου» γράφτηκε πριν από 300 χρόνια αφενός για να σατιρίσει τις συμβάσεις της όπερας και ταυτόχρονα να ασκήσει κριτική στο πολιτικό σκηνικό της εποχής. Την περίοδο εκείνη στο Λονδίνο κυριαρχούσαν βασικά τα έργα του Χέντελ και κάποιος κόσμος τα έβρισκε ακατανόητα. Ο Πέπους και ο Γκέι λοιπόν θέλησαν να φτιάξουν μια κωμική απάντηση. Οι χαρακτήρες του έργου – ένας σκληρός υπόκοσμος με πρωταγωνιστές κλεφτρόνια, ζητιάνους, πόρνες και προαγωγούς του Λονδίνου – είναι πολύ διαφορετικοί από τους συνήθεις πρωταγωνιστές της λεγόμενης σοβαρής όπερας (opera seria). Αντίστοιχη διαφορά έχουν και οι χώροι εξέλιξης της «Οπερας του ζητιάνου». Το μισό έργο διαδραματίζεται σε μια φυλακή και το επόμενο σε εξίσου απρόσμενα για μια όπερα της εποχής μέρη».
Πού κατατάσσεται λοιπόν το έργο; «Θα έλεγα πως είναι περισσότερο ένα θεατρικό με μουσική. Για την ακρίβεια, είναι το πρώτο μιούζικαλ στην ιστορία του είδους. Πιο συγκεκριμένα, είναι ένα «jukebox» μιούζικαλ, πολύ προτού αυτή η κατηγορία γίνει μόδα με παραδείγματα όπως το «Μamma Μia».  Χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχουσες μελωδίες, κλασικές ή λαϊκές, εν προκειμένω επιτυχίες της εποχής, του 18ου αιώνα δηλαδή, ορισμένες εκ των οποίων ήταν έργα φημισμένων συνθετών όπως ο Πέρσελ και ο Χέντελ, με παραλλαγμένους τους στίχους έτσι ώστε να εξυπηρετείται η πλοκή».

Εργο-ορόσημο

Η «Οπερα του ζητιάνου», έργο-ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου μουσικού θεάτρου, σημείωσε τεράστια επιτυχία όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στις 29 Ιανουαρίου 1728, ενώ τον 18ο αιώνα επαναλαμβανόταν διαρκώς στο Λονδίνο, αναβιώνοντας παράλληλα σε πολλές χώρες. Η επιστροφή του έργου στη βρετανική μουσικοθεατρική σκηνή στα 1920 ήταν μάλιστα τόσο θριαμβευτική ώστε να εμπνεύσει κορυφαίους συγγραφείς και συνθέτες εκείνης της περιόδου, όπως το δίδυμο Μπρεχτ – Βάιλ οι οποίοι βασίστηκαν στην «Οπερα του ζητιάνου» για να γράψουν τη γνωστή σε όλους μας «Οπερα της πεντάρας» (1928).
Με τη συμμετοχή 16 ηθοποιών-τραγουδιστών και ερμηνεύοντας μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα την απληστία του καπιταλισμού και την κοινωνική αδικία έτσι όπως προβάλλονται μέσα από μια ιστορία που μπορεί να συγκριθεί με τους «Αθλίους» του Ουγκό, αυτή η παραγωγή, εμπλουτισμένη και με χορογραφίες, δίνει στο κοινό την ευκαιρία να ανακαλύψει εκ νέου το σατιρικό κείμενο του Γκέι αλλά και τις αυτοσχεδιαστικές ικανότητες των μουσικών του συνόλου Les Arts Florissants, οι οποίοι, σε κάθε παράσταση, αντιμετωπίζουν την παρτιτούρα με εντελώς… τζαζ διάθεση!
Ο Κάρσεν τονίζει πως ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα τη διαδικασία της νέας προσαρμογής του κειμένου. «Αυτό που μας ενδιέφερε ιδιαίτερα ήταν να μείνουμε πιστοί στο πνεύμα του έργου, το οποίο, επαναλαμβάνω, ήταν μια σάτιρα της εποχής» λέει και συνεχίζει: «Θελήσαμε λοιπόν να το προσαρμόσουμε στη δική μας εποχή ώστε να μιλήσει, αντίστοιχα, στον σύγχρονο θεατή. Ετσι, υπάρχουν αναφορές στο Brexit, στη σημερινή βρετανική κυβέρνηση, σε άλλα πολιτικά γεγονότα που μας απασχολούν. Με αυτόν τον τρόπο δεν θέλουμε να αυθαιρετήσουμε αλλά, αντιθέτως, να μην προδώσουμε το έργο. Είμαστε αφηγητές μιας ιστορίας, δεν είμαστε οι δημιουργοί της. Οφείλουμε λοιπόν να προσφέρουμε στον θεατή το «σοκ του καινούργιου». Ας μην ξεχνάμε πως εμβληματικά έργα του λυρικού ρεπερτορίου όπως η «Τραβιάτα» ή η «Μαντάμα Μπατερφλάι» γνώρισαν παταγώδη αποτυχία στην πρεμιέρα τους, πέρασε καιρός ώσπου να αναγνωριστούν ως επιτυχίες. Αυτό έχει να κάνει με την πρώτη αντίδραση, με το γεγονός ότι το κοινό μερικές φορές δεν είναι έτοιμο να δεχθεί κάποια πράγματα. Η ευθύνη μας είναι να διατηρήσουμε τα έργα ζωντανά. Να ωθήσουμε τον θεατή να σκεφθεί το σήμερα. Πολύ περισσότερο στην εποχή μας που τα πράγματα αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς».
Τον ίδιον άραγε τον φοβίζει το ενδεχόμενο της αποτυχίας μιας παράστασής του; «Οχι, πάντα έχω μια ομάδα συνεργατών την οποία εμπιστεύομαι και όλοι μας πιστεύουμε πολύ σε αυτό που κάνουμε» απαντά ο  Κάρσεν. «Κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλο λάθος να στοχεύεις στο να γίνεις αρεστός στο κοινό, να χαϊδέψεις τ’ αφτιά του. Ο στόχος είναι πάντα να αφηγηθείς μια ιστορία με τον πλέον δυνατό και αποτελεσματικό τρόπο. Αυτό που επιθυμώ είναι να παρασύρω τον θεατή, να τον πείσω να μπει ο ίδιος στην ιστορία, να τη ζήσει». Λέει πως ορισμένοι σκηνοθέτες αποσκοπούν σε αυτήν καθαυτή την πρόκληση, την οποία ο ίδιος θεωρεί λανθασμένο προσανατολισμό. «Το να προκαλέσεις είναι πολύ εύκολο» ισχυρίζεται. «Το δύσκολο είναι να επικοινωνήσεις πραγματικά».
Ο σκηνοθέτης μιλάει με θερμά λόγια για τον φίλο και συνεργάτη του Γουίλιαμ Κρίστι, ο οποίος «καταλαβαίνει καλύτερα από τον καθένα πόσο μοντέρνο μπορεί να είναι κάθε έργο. Συνθέτες όπως ο Μότσαρτ αλλά και άλλοι, σημαντικοί δημιουργοί, άλλαζαν κατά περίπτωση τα έργα τους. Η σχολή της ευλαβικής αναπαραγωγής του μουσικού κειμένου όπως είναι γραμμένο στο χαρτί είναι μεταγενέστερη, μεταρομαντική. Ο Μάλερ έλεγε πως η μουσική είναι κρυμμένη ανάμεσα στις νότες. Αυτό που έχει σημασία είναι το πνεύμα, όχι το γράμμα. Τα έργα είναι μια μεταφορά της ζωής που είναι τόσο σύντομη. Οφείλουμε να αδράξουμε τη στιγμή».