Η ομπρέλα της τελικής πτώσης
Το μυθιστόρημα «Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια» είναι το πρώτο έργο του Νταγκ Σούλστα που μεταφράζεται στα ελληνικά. Γνωριμία με μία από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης σκανδιναβικής λογοτεχνίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ηταν μια συνηθισμένη και μουντή Δευτέρα στο Οσλο, την πρωτεύουσα της Νορβηγίας. Τίποτα απρόβλεπτο, τίποτα κακό δεν προμηνυόταν για τον Ελίας Ρούκλα, έναν καθηγητή της φιλολογίας γύρω στα πενήντα, ελαφρώς αλκοολικό, ο οποίος ετοιμαζόταν, όπως κάθε μέρα, να διανύσει με τα πόδια μια απόσταση μερικών λεπτών για να φτάσει στο Λύκειο Φάγκερμποργκ, όπου δίδασκε στην τελευταία τάξη.
Πριν ξεπορτίσει, κι έχοντας δει απ’ το παράθυρο του διαμερίσματός του ότι ο καιρός το πήγαινε μάλλον για βροχή, άρπαξε τη σπαστή ομπρέλα του και την έριξε στην τσάντα, μαζί με τα χάπια για τον πονοκέφαλο και μερικά βιβλία. Οταν πια, καθισμένος πίσω από την έδρα, δίπλα ακριβώς στον μαυροπίνακα που έπεφτε σαν σκιά στον τοίχο, ζήτησε από τους απρόθυμους μαθητές να ανοίξουν τη σχολική έκδοση της Αγριόπαπιας του Ερρίκου Ιψεν, ένιωσε ακαριαία από πλευράς τους εκείνο το μείγμα οργής και βαρεμάρας με το οποίο σταθερά τον περιέλουζαν.
Ωστόσο, ο Ελίας Ρούκλα δεν επρόκειτο να κάνει πίσω, μια δουλειά που είχε να κάνει θα την ολοκλήρωνε με κάθε κόστος. Και όχι μόνο επειδή θεωρούσε τον εαυτό του έναν ευσυνείδητο δάσκαλο. Στην πραγματικότητα, δεν τον ενοχλούσε και τόσο πολύ το κλίμα που αντιμετώπιζε, είχε εξοικειωθεί απολύτως με την επιθετική αδιαφορία της νεολαίας και, κυρίως – εδώ είναι το θέμα – απολάμβανε συνειδητά το γεγονός ότι τους προκαλούσε αφόρητη πλήξη. Τι να γίνει όμως! Σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία υπάρχουν ρόλοι! Ο Ελίας Ρούκλα πάντως ήταν παθιασμένος με τον εθνικό δραματουργό και, αν η κατάσταση ήταν διαφορετική στη δημόσια εκπαίδευση, θα επιχειρούσε να εξηγήσει στους μαθητές του ότι ο Ερρίκος Ιψεν «δεν ήταν ντεμοντέ σε βαθμό απελπισίας», όπως υποστήριζαν ορισμένοι, ότι «δεν ήταν κάποιος παλιός κλασικός συγγραφέας που βγήκε απ’ τη ναφθαλίνη», αλλά ότι, αντιθέτως, «είναι συναρπαστικός σαν αστυνομικό μυθιστόρημα». Την Αγριόπαπια, τούτο «το αλλόκοτο θεατρικό», ο Ιψεν το είχε γράψει το 1884, όταν ο ίδιος ήταν 56 ετών. Ο τίτλος προέρχεται από το πληγωμένο πουλί που φρόντιζαν στο σκοτεινό τους πατάρι οι Εκνταλ. Ο,τι στοιχειώνει το συγκεκριμένο έργο είναι η αυτοκτονία της κόρης του σπιτιού, της 12χρονης Χέντβιγκ. Ο Ελίας Ρούκλα, ωστόσο, έχει στρέψει αλλού την προσήλωσή του, έχει αναπτύξει μια ιδιότυπη εμμονή με έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα της Αγριόπαπιας, τον δρα Ρέλινγκ, και εξακολουθεί να παρασύρεται από τις ίδιες του τις θεωρίες σχετικά με τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει ο συγκεκριμένος ήρωας, καθώς αυτός «ρίχνει όλο το έργο στη λάσπη», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Νταγκ Σούλστα στην αρχή του σύντομου μυθιστορήματός του Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια. Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του κορυφαίου και βραβευμένου νορβηγού συγγραφέα (από τις επιφανέστερες μορφές των σκανδιναβικών γραμμάτων) που κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα.
Η ανατροπή των δεδομένων
Υστερα από καμιά σαρανταριά σελίδες ο αναγνώστης αναρωτιέται πού το πάει ο λογοτέχνης. Εν πάση περιπτώσει, τι έπεται; Ενα δοκίμιο για τον Ερρίκο Ιψεν μασκαρεμένο σε μυθοπλασία; Τότε όμως συμβαίνει κάτι που ανατρέπει τα δεδομένα και δίνει στα εξιστορούμενα μια νέα τροπή. Ο Ελίας Ρούκλα, λοιπόν, έχει τελειώσει το δίωρο μάθημά του και ετοιμάζεται να φύγει. Στην έξοδο, βλέποντας ψιχάλες να πέφτουν από τον μολυβένιο ουρανό, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την ομπρέλα του. Και μια και δυο και τρεις φορές προσπάθησε να την ανοίξει, αλλά εκείνη τίποτα, αντιστεκόταν πεισματικά! Αποτέλεσμα; Ο Ελίας Ρούκλα τα πήρε στο κρανίο, όπως θα έλεγαν και οι νεαροί μαθητές του. Αρχισε να κοπανάει την ομπρέλα στις βρύσες του σχολείου, έξαλλος από θυμό, έφτασε μάλιστα να χοροπηδάει πάνω της, θέλοντας να τη διαλύσει με τα παπούτσια του. Εν τω μεταξύ οι σπασμένες ακτίνες της ομπρέλας τον είχαν τραυματίσει. Οπως είναι αναμενόμενο, ειδικά την ώρα του μεγάλου διαλείμματος, ένα τέτοιο περίεργο θέαμα τράβηξε τα περίεργα βλέμματα των μαθητών. Μεταξύ αυτών υπήρχε κι ένα χοντρό κορίτσι με το κολατσιό του στα χέρια που τον κοιτούσε σαστισμένο, έτσι φάνηκε στον Ελίας Ρούκλα. Η αντίδρασή του, η αστόχαστη αντίδρασή του, θα επέφερε ίσως τρομερές συνέπειες. Η συνειδητοποίηση της απαράδεκτης πράξης του (την οποία προφανώς δεν αποκαλύπτουμε) προκαλεί στον Ελίας Ρούκλα μια ανεξέλεγκτη υπαρξιακή ταραχή, διότι ένα πράγμα καταλάβαινε πλέον καθαρά, «ότι αυτό ήταν το τέλος της εικοσιπεντάχρονης σταδιοδρομίας του στο νορβηγικό σχολείο», ότι ένα ατυχές περιστατικό θα γινόταν αναπόδραστα η «τελική πτώση» του. Ο πρωταγωνιστής, σταματημένος σε μια κυκλική διάβαση του δρόμου, πληγωμένος στο χέρι, συγκλονισμένος και περίλυπος, ανησυχεί για τη γυναίκα του και το μέλλον τους. «Ναι, πώς θα ζήσουμε; αναρωτήθηκε μέσα στην απελπισία. Εκείνη τι θα γινόταν; Φοβάμαι ότι δεν θα αντέξει την ταπείνωση».
Οι αγωνίες ενός χαρακτήρα
Ο αναγνώστης, στο σημείο αυτό, προετοιμάζεται όντως να παρακολουθήσει το χρονικό ενός προαναγγελθέντος κατήφορου. Αλλά ο συγγραφέας δίνει και πάλι μια νέα τροπή στην ιστορία του, ξεδιπλώνοντας μια μακρά αναδρομική αφήγηση, επιστρέφοντας στο παρελθόν, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Και κάπως έτσι μαθαίνουμε πώς γνώρισε τη σύζυγό του, την «απερίγραπτα όμορφη» Εύα Λίντεν. Την είχε γνωρίσει στα φοιτητικά του χρόνια, αρχικά ως σύντροφο και μετέπειτα σύζυγο του κολλητού του φίλου Γιόχαν Κορνέλιουσεν, επίδοξου φιλοσόφου, λάτρη τόσο του Καντ όσο και του Μαρξ. Τέτοια ήταν η φιλία τους ώστε, όταν ο Γιόχαν Κορνέλιουσεν αποφάσισε να τα βροντήξει και να μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη, χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση, εγκαταλείποντας ουσιαστικά γυναίκα και παιδί, την εξάχρονη θυγατέρα τους Καμίλα, είπε στον Ελίας Ρούκλα ότι τις άφηνε στη δική του φροντίδα. Και πράγματι, ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Είναι εντυπωσιακή η ισορροπία με την οποία ο Νταγκ Σούλστα αποτυπώνει τις προσωπικές και κοινωνικές αγωνίες του Ελίας Ρούκλα, αυτού του συμπαθέστατου κι ανασφαλούς ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται αβυσσαλέα ευάλωτος κι ανίκανος να παρακολουθήσει όχι μόνο την ίδια του τη ζωή αλλά και την εποχή του. Το Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια είναι, εκτός των άλλων, και μια ειρωνική σπουδή πάνω στην πολιτισμικό μαρασμό. Ο Σωτήρης Σουλιώτης έχει μεταφράσει απευθείας από τα νορβηγικά, με προσοχή και κέφι, αυτή την απολαυστική, πολύτροπη, προοδευτική φωνή του λογοτεχνικού Βορρά.

