Η υπόθεση είναι γνωστή. Δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης «βαφτίζει» τον αρχηγό της αντιπολίτευσης «θεωρητικό του φασισμού». Δίνει εξετάσεις εκείνη την ώρα σε κάποιο αόρατο κυβερνητικό ιερατείο που δουλεύει εργωδώς πάνω στη συγκεκριμένη στρατηγική; Είναι μια «έμπνευση» της στιγμής, του «αναλυτή»; Είναι η έκφραση κάποιου μένους που έχει επί προσωπικού με τον πρόεδρο της ΝΔ; Αγνωστο. Η ουσία είναι ότι το λέει. Για μένα, δεν υπάρχει το παραμικρό ζήτημα. Ο δημοσιογράφος μπορεί να διατυπώνει «όποια άποψη επιθυμεί, ακόμη και από το πάνελ μιας κρατικοδίαιτης εκπομπής προπαγάνδας.
Αλλωστε δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που το επιχειρεί, και για να μην κάνει την «παρθένα» η ΝΔ, τα ίδια συνέβαιναν και επί των ημερών της στην ΕΡΤ, όπως φυσικά και επί ΠαΣοΚ.
Διότι αυτή είναι η μοίρα της κρατικής ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα: κάθε κυβέρνηση, υπό το πρόσχημα ότι την αντιπαλεύονται και την υπονομεύουν όλα τα ιδιωτικά κανάλια σε συστοιχία, χρησιμοποιεί την ΕΡΤ σαν το δικό της κανάλι. Υπαγορεύει, κατευθύνει, «εμπνέει», επισημαίνει, υπενθυμίζει τα στρατηγικά λάθη της αντιπολίτευσης και, αντιθέτως, υποδεικνύει (πάντα σε υπερθετικό βαθμό, εννοείται) τα δικά της, πραγματικά ή φανταστικά, «επιτεύγματα». Οι βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, όπως η αντικειμενικότητα, η δεοντολογία, η ενημέρωση πάνω απ’ όλα, βρίσκονται σταθερά σε αγρανάπαυση.
Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε καινούργιο σε όλο αυτό. Το νέο, αυτό που μας υπενθυμίζει ποια κυβέρνηση είναι αυτή που τώρα διαχειρίζεται την ΕΡΤ, είναι η καθεστωτική αντίληψη με την οποία αντιμετωπίστηκε το ζήτημα που δημιουργήθηκε με τον δημοσιογράφο. Η υιοθέτηση και κυρίως η επικρότηση της ακραίας φραστικής επίθεσης στον αρχηγό της ΝΔ, από κυβερνητικά στελέχη πολύ κοντά στον Πρωθυπουργό, βάζουν φωτιά στον πολιτικό διάλογο και προοιωνίζονται πολύ κακή συνέχεια εν όψει και της προεκλογικής χρονιάς που έρχεται.
Αυτό με κάθε τρόπο πρέπει να αλλάξει άμεσα. Η πολιτική ζωή και κυρίως τα προβλήματα της χώρας δεν αντέχουν ούτε τον διχασμό ούτε την πόλωση ούτε την τυφλή φραστική βία. Δηλαδή όταν φτάσουμε στην καθ’ εαυτό προεκλογική περίοδο, τι θα δούμε; Τα πολιτικά στελέχη να κυλιούνται στη λάσπη;
Υποτίθεται ότι αυτά τελείωσαν το ’89, και τα όσα συνέβησαν τότε είχαν αποτελέσει ένα σοβαρό μάθημα για τα κόμματα – και ειδικά την Αριστερά. Δυστυχώς σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ο διχασμός και η πόλωση παραμένουν ελκυστικά, ως το εργαλείο για την πολιτική της επιβίωση…