Ο σικελός σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο ήταν δεν ήταν 10 χρόνων όταν άκουσε για πρώτη φορά τη λέξη «Suspiria». Σήμερα, η ταινία του θρυλικού ιταλού μάστορα του κινηματογραφικού τρόμου Ντάριο Αρτζέντο δεν θεωρείται απλώς cult του είδους της αλλά κεφάλαιο ολόκληρο στον κινηματογραφικό τρόμο. Είναι επίσης η ταινία με την οποία ο Αρτζέντο σύστησε στο φανατικό κοινό του τον «Μύθο των τριών μητέρων», στον οποίο θα επανερχόταν με το «Inferno» το 1980 και με το «Mother of tears» το 2007. Ο Γκουαντανίνο εξακολουθεί να θυμάται με πολύ ζωηρά χρώματα την εμπειρία όχι μόνον της θέασης της ταινίας (την είδε με καθυστέρηση γιατί το 1977 ήταν πολύ μικρός ακόμη για να μπει στην αίθουσα) αλλά και της ίδιας της ύπαρξής της. Από την αφίσα της. «Η ταινία του Ντάριο βγήκε στα σινεμά το 1977 και αυτή η περίοδος άφησε στο μυαλό και την ψυχή μου ένα πολύ ισχυρό αποτύπωμα» είπε στο «Βήμα» κατά τη διάρκεια του τελευταίου φεστιβάλ Βενετίας, όταν η δική του «Suspiria», ένα «όνειρο ζωής» που κατόρθωσε να υλοποιήσει στα 46 του, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.
Τα παιδικά χρόνια του Λούκα Γκουαντανίνο υπήρξαν δύσκολα. Ως παιδί, ο κατοπινός διάσημος σκηνοθέτης παγκόσμιων επιτυχιών, όπως το «Εγώ είμαι ο έρωτας» και – κυρίως – το υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ταινίας «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», ήταν χαρακτήρας ανεκδήλωτος, κλειστός, «κολλημένος με τον κινηματογράφο και την ιδέα του νοσηρού» όπως το έθεσε. Ο μικρός Λούκα ζούσε κυριολεκτικά στον δικό του κόσμο, μακριά από το περιβάλλον των συνομηλίκων του που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τον χλεύαζαν και τον πείραζαν. Για τον Γκουαντανίνο, εκείνη την εποχή, στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1970, ο συνδυασμός σινεμά-νοσηρότητας δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο εκφραστή από τον Ντάριο Αρτζέντο που στη «Suspiria» ενορχηστρώνει έναν κινηματογραφικό εφιάλτη που ξεχειλίζει από χορό, μάγισσες, αίμα και τρόμο ενώ εκτυλίσσεται στον σκοτεινό και μυστηριώδη χώρο σε κάποια πόλη της Γερμανίας, όπου ένας γυναικείος χορευτικός θίασος κάνει πρόβες προκειμένου να ανεβάσει μια ριζοσπαστική παράσταση.
Και όταν τελικά ο Γκουαντανίνο είδε στην τηλεόραση τη «Suspiria», στα 13 του, ένιωσε «τον τρόμο με έναν ενθουσιώδη τρόπο», συνεπαρμένος «από την τρελή αυθάδεια, τη φορμαλιστική τόλμη, τη μουσική, την υποβλητική δύναμη του θέματος με τις μάγισσες». Η «Suspiria» έγινε το απόλυτο φετίχ του, άρχισε να αναζητεί τα πάντα για  τη μυθολογία της, η έρευνά του τον οδήγησε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη όπου σκάλισε βουλιμικά εφημερίδες από την εποχή που η ταινία είχε διανεμηθεί στις αίθουσες. Αρχισε να κρατά σημειώσεις σε ειδικά τετράδια, η «Suspiria» έγινε μια εμμονή σε σημείο που ο Γκουαντανίνο άρχισε να φαντάζεται μια δική του εκδοχή της ταινίας. Αυτής που 35 χρόνια αργότερα τελικά θα γύριζε…
Η Τίλντα Σουίντον φοράει «Κόκκινα παπούτσια»
Επικεφαλής και εμπνεύστρια της χορευτικής ομάδας που βρίσκεται στην καρδιά της «Suspiria» είναι η μαντάμ Μπλαν, μια διάσημη χορογράφος η οποία αντιλαμβάνεται το ταλέντο της Σούζι, της καινούργιας αμερικανίδας χορεύτριας του θιάσου, της οποίας η παρουσία παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία. Σε αντίθεση με την ταινία του Αρτζέντο, όπου ο ρόλος της μαντάμ Μπλαν είναι μάλλον συμπληρωματικός (την υποδύεται η Τζόαν Μπένετ δίπλα στη Σούζι της Τζέσικα Χάρπερ), στην εκδοχή του Γκουαντανίνο η μαντάμ Μπλαν είναι πηγή δύναμης της ιστορίας. Ενισχύεται δε από το γεγονός ότι την υποδύεται αυτό το αέρινο ξωτικό, αυτή η σπουδαία ηθοποιός, η Τίλντα Σουίντον, εδώ και πάρα πολλά χρόνια πιστή συνεργάτις και φίλη του Γκουαντανίνο.
«Η μαντάμ Μπλαν ήταν μια υπέροχη ευκαιρία για να προσπαθήσουμε να εξερευνήσουμε πράγματα για τα οποία συζητούσαμε πολύ καιρό –  πράγματα που ίσως ξεφεύγουν από τα όρια της «Suspiria«» είπε στο «Βήμα» η ηθοποιός που καθόταν δίπλα στον σκηνοθέτη της κατά τη διάρκεια αυτής της συνέντευξης. Ενώ η εικόνα της Μπλαν είναι μια σαφής παραπομπή στην πασίγνωστη γερμανίδα χορογράφο Πίνα Μπάους (1940 – 2009), η «σημαία» της Σουίντον για αυτόν τον ρόλο ήταν ο Λέρμοντοφ, ο ήρωας που έπλασε ο Αντον Γουόλμπροκ στο κλασικό αριστούργημα των Μάικλ Πάουελ – Εμρικ Πρέσπμπουργκερ «Τα κόκκινα παπούτσια» (1948). Ο Μπόρις Λέρμοντοφ είναι ο αυταρχικός ιμπρεσάριος ενός χορευτικού θιάσου, ο οποίος απαιτεί από τους συνεργάτες του απόλυτη αφοσίωση, όχι μόνον στην τέχνη τους αλλά και στον ίδιο. Υπό την αυστηρή καθοδήγησή του η νεαρή αριστοκράτισσα μπαλαρίνα Βίκυ Πέιτζ (Μόιρα Σέρερ) αναγνωρίζεται αμέσως ως σπουδαία πρωταγωνίστρια. Οπως περίπου συμβαίνει με τη χορεύτρια Σούζι της Ντακότα Τζόνσον στη «Suspiria». «Σαν ένας άλλος Λέρμοντοφ η μαντάμ Μπλαν είναι ένας άνθρωπος που θέλει να πείσει τη νεαρή, ταλαντούχα χορεύτρια να επιλέξει τέχνη και όχι ζωή» είπε η Σουίντον. «Ανέκαθεν με ενδιέφερε να εξερευνήσω αυτή την «περιοχή» και η μαντάμ Μπλαν ήταν για μένα το τέλειο όχημα για να το κάνω».
Συγχρόνως, για την ερμηνεία της Μπλαν η Σουίντον δέχθηκε επιρροές από άλλες, διάσημες και μη χορογράφους και χορεύτριες. Μιλά με πάθος για τη Μαίρη Γουίγκμαν (1886 – 1973), μια όχι και τόσο γνωστή αλλά σπουδαία γερμανίδα χορεύτρια, χορογράφο και παιδαγωγό η οποία υπήρξε πρωτοπόρος του σύγχρονου χορού, με έργο παράλληλο με εκείνο της Μάρθα Γκράχαμ (1894 – 1991), αν και πολύ διαφορετικό. «To έργο της χαράχτηκε στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της Γερμανίας των δύο πολέμων» είπε η ηθοποιός. «Η Γουίγκμαν, κάνοντας ένας Θεός ξέρει τι είδους συμβιβασμούς και θυσίες,  κατάφερε με τον θίασό της να ξεπεράσει την περίοδο του Γ’ Ράιχ και να επιβιώσει». Οσο για την Πίνα Μπάους, είναι απλώς η μορφή της που αποτυπώνεται στη Σουίντον, καθότι τα χορευτικά είναι πέρα για πέρα επηρεασμένα από τη Μαίρη Γουίγκμαν, της οποίας το πιο διάσημο νούμερο, Hexedance (Ο χορός των μαγισσών), η Σουίντον παρακολούθησε επί ώρες στο Youtube.
Μια συνεργασία με οδηγό τη φιλία
Ο Λούκα Γκουαντανίνο γνωρίστηκε με την Τίλντα Σουίντον το 1994, μια συνάντηση που και οι δύο θυμούνται πολύ καλά. «Ηταν στο Παλάτσο Ντελ Εσποζιτσιόνι» λέει ο σκηνοθέτης «και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχε μόλις εκλεγεί πρωθυπουργός».
«Και ο Ντέρεκ Τζάρμαν είχε μόλις πεθάνει» συμπληρώνει αμέσως η Σουίντον αναφερόμενη στον διάσημο βρετανό σκηνοθέτη, δάσκαλο και μέντορά της που πέθανε από AIDS. Ο Γκουαντανίνο λέει ότι της συστήθηκε «σαν καμικάζι». Η Σουίντον συζητούσε με κάποιον, «όχι ότι δεν ήταν ενδιαφέρουσα η συζήτηση, αλλά είχε πάει πολύ μακριά και ήθελα να τελειώσει». Ξαφνικά ένιωσε μια άλλη παρουσία δίπλα της.  Ηταν ο Γκουαντανίνο. «Σκέφτηκα ότι κάποια στιγμή θα βαριόταν και θα έφευγε» συνέχισε η ηθοποιός «αλλά όχι, εκεί αυτός. Για καμιά 15αριά λεπτά απλώς με κοιτούσε». Οταν ο βαρετός συνομιλητής της κάποια στιγμή έφυγε – «επιτέλους!» κάνει η Σουίντον -, ο Λούκα Γκουαντανίνο της απηύθυνε τον λόγο. «Είμαι ο Λούκα, σας έχω γράψει για να συνεργαστούμε σε μια ταινία μικρού μήκους και δεν μου απαντήσατε ποτέ». Η Σουίντον παραδέχεται ότι τρομοκρατήθηκε «γιατί ήταν αλήθεια, το γράμμα του πιθανόν βρισκόταν στον πάτο μιας τεράστιας στοίβας από γράμματα σπίτι μου». Ο Γκουαντανίνο της είπε ότι τελικά δεν γύρισε ποτέ αυτή τη μικρού μήκους ταινία διότι η Σουίντον δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του. «Αυτό ήταν ένας πραγματικά πολύ μεγάλος συναισθηματικός εκβιασμός» είπε η Σουίντον και οι δύο γέλασαν. «Οσο για το γράμμα, είναι πολύ πιθανόν να βρίσκεται ακόμα σε εκείνη τη στοίβα…». Ωστόσο, η γνωριμία είχε γίνει και όπως σύντομα φάνηκε, τα θεμέλιά της θα ήταν πανίσχυρα με βασικό μοχλό τη φιλία. «Διασκεδάζεις με την παρέα των φίλων σου και κάνεις πράγματα μαζί τους, ξεφεύγεις, ανακαλύπτεις μαζί τους» λέει ο σκηνοθέτης. «Και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό στη διαδικασία που λέγεται filmmaking. Είναι μια παιδική χαρά, πρέπει να είναι μια παιδική χαρά, λιγάκι σαν να κάνεις διακοπές. Μια ακούραστη, διαρκής συνεργασία ψυχαγωγίας».
Πολιτική, φεμινισμός, τρομοκρατία, Μητέρα
Η «Suspiria» του Ντάριο Αρτζέντο διανεμήθηκε στα σινεμά το 1977, σε μια περίοδο αναταραχών στην Ευρώπη που τότε ζούσε στη σκιά ενός άλλου τύπου τρομοκρατίας. Ακόμα και ο πολιτικός απόηχος εκείνης της εποχής έχει αφήσει αποτυπώματα στο υποσυνείδητο του Γκουαντανίνο. Μπάαντερ Μάινχοφ, Ερυθρές Ταξιαρχίες, Φράξια Κόκκινος Στρατός, στοιχεία όλα που διαπερνούν κάπως τη νέα «Suspiria». «Στο πέρασμα του χρόνου μαθαίνεις για τα πράγματα που σε εντυπωσιάζουν περισσότερο» είπε. «Οταν αργότερα εξέταζα το παρελθόν μου, κατά κάποιον τρόπο άρχισα να ενώνω τις βούλες για να ερμηνεύσω το άγχος που με περιέλουζε τόσο πολύ όταν ήμουν πάρα πολύ νέος. Γίνονταν πράγματα γύρω μου που δεν μπορούσα να τα ονομάσω, δεν μπορούσα να τα ερμηνεύσω. Οπως για παράδειγμα η απαγωγή του Αλντο Μόρο το 1978. Η  αυτοκτονία των Μπάαντερ Μάινχοφ στη φυλακή του Στάνχαϊμ και η δολοφονία του Μόρο είναι στοιχεία που σηματοδοτούν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής στην Ιταλία. Και με έχουν στοιχειώσει για πάντα».
Ομως εκείνη η περίοδος, 1977 – 1978, δεν μετέφερε μόνον εικόνες πολιτικής και τρομοκρατίας που έκαναν εντύπωση στον Γκουαντανίνο. Ηταν επίσης η εποχή των φεμινιστικών κινημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. «Σε κάθε χώρα, κάθε κίνημα είχε μια συγκεκριμένη στρατηγική» είπε ο σκηνοθέτης «αλλά το φεμινιστικό κίνημα στην Ιταλία διαπραγματευόταν πιο έντονα από κάθε άλλο την ιδέα του φεμινισμού της διαφορετικότητας και όχι της ισότητας, που είναι περισσότερο της αγγλοσαξονικής σχολής». Ο σκηνοθέτης μνημονεύει τη Λουίζα Μουράρο, «μια σπουδαία φιλόσοφο που μιλούσε πολύ για τον ρόλο της μητέρας σε αυτό το πλαίσιο. Η έννοια της μητέρας αποκτά μια πατριαρχική σημασία που υπερβαίνει τον ρόλο της». Συνεπώς μια μείξη όλων αυτών των πραγμάτων σε μια ιστορία όπως της «Suspiria», ήταν τελικά μια πρόκληση στην οποία ο Γκουαντανίνο δεν μπορούσε να αντισταθεί.
Κλείνοντας, ρωτώ τους δυο καλλιτέχνες αν κατά τη γνώμη τους η ιστορία όφειλε να είναι εποχής, τοποθετημένη στη δεκαετία του 1970, ειδάλλως ίσως να μην μπορούσε να λειτουργήσει αν είχε φόντο το σήμερα. «Νομίζω ότι σε 40 χρόνια από σήμερα πολύ πιθανότατα να υπάρξει μια νέα «Suspiria» τοποθετημένη στη σημερινή εποχή μας και πολύ πιθανόν να είναι πολύ επίκαιρη» είπε η Σουίντον. Ο Γκουαντανίνο πάντως δεν θεωρεί ότι «η σύγχρονη εποχή είναι αναγκαστικά ο πιο οξύς τρόπος για να μιλήσεις για τη σύγχρονη εποχή. Εξάλλου είμαστε άνθρωποι της σόουμπιζ, δημιουργούμε κατ’ αρχάς ψυχαγωγία. Αλλά πραγματικά πιστεύω ότι τοποθετώντας αυτή την ιστορία στο παρελθόν, το νεότερο κοινό θα έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει έναν καινούργιο κόσμο και μαζί του τα όσα πρέσβευε ή εξακολουθεί να πρεσβεύει αυτός ο κόσμος».