Από την ατολμίαέως τη συντριβή
Το πρώτο μυθιστόρημα του γαλλοεβραίου συγγραφέα Ζαν Μπλοχ-Μισέλ, με φόντο το καθεστώς του Βισύ και την Αντίσταση, αφηγείται τη λαίλαπα της φιλήσυχης κτηνωδίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Εκείνο το καλοκαίρι, πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε κάποιο ήσυχο θέρετρο της Γαλλίας, το σκηνικό φάνταζε ειδυλλιακό. Τέσσερις νέοι, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, περνούσαν ανέμελα τις διακοπές τους δίπλα στη θάλασσα. Τα αγόρια ήταν αδέλφια και μάλιστα αρκετά δεμένα μεταξύ τους, ασχέτως αν διέθεταν αντίθετους χαρακτήρες. Ο ένας, ο Μισέλ, ήταν πληθωρικός, εξωστρεφής, γοητευτικός. Ο άλλος, ο βασικός πρωταγωνιστής ετούτης της ιστορίας, ήταν απόμακρος, εσωστρεφής, παράξενος, εν τέλει δυσοίωνος – το όνομά του δεν το μαθαίνουμε ποτέ και, από ένα σημείο και μετά, ούτε καν μας ενδιαφέρει κιόλας. «Δεν ήμουν ούτε αλαζόνας ούτε επιτηδευμένος, αλλά πολύ πιο βαθιά επίπλαστος: όλη μου η συμπεριφορά δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια εσκεμμένα επιλεγμένη πόζα, υπομονετικά κατασκευασμένη και συντηρούμενη σε καθημερινή βάση» αναφέρει κάπου. «Παρόλο που επιδείκνυα υπερβολική περιφρόνηση προς κάθε ενασχόληση που δεν είχε να κάνει με το πνεύμα, δεν ήμουν ούτε θλιμμένος ούτε μελαγχολικός∙ δεν ήμουν δυστυχισμένος, πρέπει όμως να πω ότι δεν έπλεα και σε πελάγη ευτυχίας» συμπληρώνει λίγο πιο κάτω. Αυτή η φωνή, η μονίμως ταλαντευόμενη και απαρεγκλίτως αμφίθυμη, αυτή η φωνή μεταξύ σπουδής και απάθειας, ανήκει στον ήρωα του σύντομου μυθιστορήματος Ο μάρτυρας (Le témoin, 1948) του Γαλλοεβραίου Ζαν Μπλοχ-Μισέλ (1912-1987).
Πατρονάρισμα και δίλημμα
Ηδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, εξαιτίας ακριβώς αυτής της φωνής η οποία επιδιώκει (ανεξαρτήτως αν το επιχειρεί με αξιοσημείωτη λεπτότητα) σχεδόν να πατρονάρει τους αναγνώστες, δηλαδή τους κριτές της, κάτι που ενίοτε την καθιστά (ελκυστικά, λειτουργικά) εκνευριστική, αντιλαμβανόμαστε ότι ο συγκεκριμένος αφηγητής όχι μόνο θα μας αποκαλύψει τη συντριβή του, την απόλυτη συντριβή του, αλλά και θα μας εμπλέξει, κι αυτό είναι το ουσιώδες, σε μια πολύ σοβαρή, ηθικής τάξεως διελκυστίνδα ανάμεσα στη δικαίωση και στην καταδίκη του. Στις διακοπές εκείνες, λοιπόν, τα δύο αδέλφια είχαν μαζί τους μια φίλη, την Εριέττα, και μια φίλη της εν λόγω φίλης, την Κλωντ. Ο Μισέλ και η Κλωντ έρχονται τότε πιο κοντά, κάνουν πιο στενή παρέα, κολυμπούν γυμνοί, χαριεντίζονται, και τα λοιπά. Ο άλλος, ο ακατονόμαστος, δεν αργεί να παθιαστεί με την Κλωντ, να τρέφει την ιδιοτελή ελπίδα ότι αργά ή γρήγορα θα την κάνει δική του ερωμένη.
Εγκλειστος σε μια ψευδαίσθηση
Μια μέρα, ύστερα από μια μάλλον παιγνιώδη σύγκρουση μεταξύ των δύο αγοριών, ο Μισέλ τραυματίζεται. Και μια άλλη μέρα, ο Μισέλ, παρά το πρόβλημά του, δεν αρνείται να πάει για ψάρεμα με τον αδελφό του. Ωσπου συμβαίνει το μοιραίο. Η βάρκα τους, απρόβλεπτα, αιφνιδιαστικά, αρχίζει να βουλιάζει. Οι δυο τους πέφτουν στο νερό. Τελικά, ο Μισέλ πνίγεται. Ο άλλος σώζεται. Για την ακρίβεια, σώζει τον εαυτό του. Η εικόνα του αδελφού του, να κλαίει και να πεθαίνει, να πεθαίνει και να κλαίει, και κραυγάζοντας να χάνεται αβοήθητος στον βυθό, θα τον σημαδέψει, θα στοιχειώσει τις μέρες και τις νύχτες του. Καταφέρνει ωστόσο να διαχειριστεί τις τύψεις του από εκείνο το τραγικό περιστατικό, να τις απωθήσει, τρόπον τινά. Πλην όμως, δεν το καταφέρνει μόνος του αυτό. Κομβικής σημασίας ρόλο σε αυτή τη διαδικασία θα διαδραματίσει η Κλωντ, η κοινή του ζωή με την Κλωντ στην πόλη της Λυών, όπου ο ίδιος, καθηγητής λυκείου πλέον, φιλοδοξεί να δημιουργήσει, πολύ συνειδητά, έναν αποστασιοποιημένο, ήρεμο και περίκλειστο βίο, εντελώς αποκομμένο από τα δράματα του υπόλοιπου κόσμου. Ο στόχος είναι η απόσυρση σε μια αδιατάρακτη μοναξιά, με κάθε κόστος. Ούτε η εμπειρία του πολέμου, όπως αποδεικνύεται, δεν τον κλονίζει. Πώς, επομένως, ραγίζει ένας τέτοιος ακραίος σολιψισμός σε μια χώρα που έχει πια εδραιωθεί το καθεστώς του Βισύ; Ο ήρωας, ευρισκόμενος στον δρόμο, θα δει μια φοβερά βίαιη σκηνή, τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις να συλλαμβάνουν δύο τρομοκρατημένους άντρες. Εκτοτε τον ζώνει η αγωνία. Γιατί; Επειδή ψυχανεμίζεται ότι το συμβάν αποτελεί προανάκρουσμα της κατάρρευσης του δικού του κόσμου. Επειδή προαισθάνεται ότι η ψευδαίσθηση μέσα στην οποία έχει κρυφτεί δεν μπορεί παρά να έχει ημερομηνία λήξεως. Εκείνος θέλησε, όντως, να αποτραβηχτεί από τον κόσμο, πίστεψε ότι ήταν υπεράνω όλων, ίσως και λόγω μιας δομικής υπαρξιακής ανημπόριας, αλλά ο κόσμος, ο κόσμος που δεν καταλαβαίνει από κάτι τέτοια, τον έσυρε πίσω, στη μεγάλη δίνη του, στην αναπόδραστη δίνη του.
Ανατομία της ατολμίας
Ο ήρωας, αυτός ο άνθρωπος που μας προκαλεί την οργή και τον οίκτο συγχρόνως, θα γίνει μάρτυρας ενός περιστατικού που θα ανατρέψει τις σαθρές βεβαιότητές του και θα τον φτύσει στην άβυσσο. Επιστρέφει μια μέρα στο σπίτι του και, από μακριά, κρυμμένος επί της ουσίας, αντικρίζει με τα ίδια του τα μάτια τα όργανα της Γκεστάπο να εξαφανίζουν την Κλωντ, να παίρνουν μακριά τον έρωτά του, το αναγκαίο στήριγμά του. Διότι η Κλωντ βίωνε την Αντίσταση ενώ ο άλλος, προφανώς, δεν είχε ιδέα. Ηταν πλήρως απορροφημένος στον εαυτό του – όχι, ας το πούμε ξεκάθαρα, στον εαυτούλη του. Πού καταλήγουμε; Ο ήρωας αυτός, στις κρισιμότερες στιγμές της ζωής του, επέδειξε ατολμία. Είναι άραγε η ατολμία πάντοτε ανήθικη και ποταπή; Είναι ολέθρια; Είναι σωτήρια; Και ποια είναι, σε τελική ανάλυση, η σχέση της ατολμίας με την ενοχή αλλά και τη συνείδηση; Αυτά, μεταξύ άλλων, καλούμαστε να σκεφτούμε διαβάζοντας αυτό το ανησυχαστικό κείμενο, ένα μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται τη λαίλαπα της φιλήσυχης κτηνωδίας, των καθημερινών μαρτύρων που ενώ βλέπουν το Κακό, ούτε μιλούν ούτε πράττουν.
Η Κλωντ, προτού χαθεί, φρόντισε να αφήσει στον σύντροφό της ένα γράμμα, ένα γράμμα- προτροπή προς τη δική του αυτογνωσία. Εκεί του λέει, αφού πρώτα τον ακτινογραφήσει με αγάπη και σκληρότητα, ότι «η οδύνη δεν σημαίνει τίποτε χωρίς την εξέγερση». Ο άλλος, ο ακατονόμαστος, στο τέλος, αποφαίνεται: «Εχτισα τη ζωή μου πάνω στον φόβο και την άρνηση […] Θέλησα να βρω καταφύγιο σε μια απάνθρωπη μοναξιά […] Η μοναξιά μου όμως δεν είναι παρά κενό και το μηδέν της μου προκαλεί ναυτία». Η μετάφραση της Ευγενίας Γραμματικοπούλου είναι θαυμάσια, έχει υπηρετήσει το κείμενο με προσοχή, σε όλη του την ένταση. Οφείλουμε, βεβαίως, να σταθούμε και στο επίμετρό της, πολλαπλώς διαφωτιστικό και χρήσιμο, καθότι εγγράφει τον Μάρτυρα στην εποχή του αλλά και αναδεικνύει και τη διακειμενική επικοινωνία έργου και συγγραφέα με τον Αλμπέρ Καμύ.

