Οταν, τον περασμένο Μάρτιο, η Τάρα Βάρμα έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Συμμαχία των ρεβιζιονιστών: μια νέα εποχή για τη διατλαντική σχέση», έτυχε θερμής υποδοχής, αν μη τι άλλο επειδή εφηύρε τον όρο «αναθεωρητικός διατλαντισμός» για να περιγράψει τη σύμπνοια ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ της δεύτερης θητείας και την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά.

Την περασμένη εβδομάδα, η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) του Λευκού Οίκου ήταν σαν να επιβεβαίωσε όσα είχε υποστηρίξει λίγους μήνες νωρίτερα η κυρία Βάρμα, συνεργάτιδα του Κέντρου για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στο Brookings Institution στην Ουάσιγκτον.

Παρ’ όλα αυτά, η ίδια δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» ότι εξεπλάγη από «το πόσο επικεντρωμένη στην Ευρώπη» ήταν η ΣΕΑ που δείχνει ότι «ουσιαστικά τα θεμέλια της διατλαντικής σχέσης δεν υπάρχουν πλέον. Η διατλαντική σχέση ισχύει μόνο για χώρες και εταίρους που είναι πρόθυμοι να ευθυγραμμιστούν πλήρως με την κυβέρνηση Τραμπ στο αντι-μεταναστευτικό, αντι-κλιματικό, αντι-έμφυλο (anti-gender) πρόγραμμα. Και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο».

Η ΣΕΑ «λέει επίσης πολύ καθαρά ότι η Ουάσιγκτον θέλει να παρέμβει στις πολιτικές διαδικασίες στην Ευρώπη. Το να βλέπουμε τις ΗΠΑ να παρεμβαίνουν πολιτικά σε ευρωπαϊκές διαδικασίες, με τρόπο παρόμοιο με της Ρωσίας, ήταν κάτι απρόσμενο για εμένα» μας λέει.

Πιστεύει ότι η ΣΕΑ αποτελεί τόσο ένα πραγματικό σχέδιο προς εφαρμογή, με στόχο την αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όσο και ένα ιδεολογικό κείμενο. «Πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη. Πρόκειται πραγματικά για την ιδεολογική αποτύπωση όσων βλέπουμε τους τελευταίους έντεκα μήνες» προσθέτει φέρνοντας ως παραδείγματα την ομιλία του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον περασμένο Φεβρουάριο, την παρέμβαση του Ιλον Μασκ υπέρ της ακροδεξιάς AfD στις γερμανικές εκλογές τον ίδιο μήνα, τη συνάντηση της αμερικανίδας υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νόεμ με τον ακροδεξιό υποψήφιο για την προεδρία της Πολωνίας μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές του περασμένο Μαΐου. «Η ΣΕΑ τα κωδικοποίησε όλα αυτά».

Προσπαθώντας να εντοπίσει τις βαθύτερες αιτίες της ρεβιζιονιστικής διατλαντικής στάσης και τους λόγους που οι ρεβιζιονιστές στις δυο πλευρές του Ατλαντικού μοιάζουν να κυριαρχούν σήμερα στο προσκήνιο λέει ότι «έχουμε δει αυτού του είδους τις πολιτικές στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ να υποστηρίζονται ήδη από τη δεκαετία του 1920 και του 1930, εδώ και 100 χρόνια. Οπως γνωρίζουμε, το Δόγμα Μονρόε επικεντρωνόταν στο Δυτικό Ημισφαίριο και στην προσπάθεια να αποκλείσει την Ευρώπη. Υπήρχαν πάντα διανοητικές και πολιτικές ανταλλαγές μεταξύ των ακροδεξιών στις δύο πλευρές. Η Ακροδεξιά στις ΗΠΑ και η Ακροδεξιά στην Ευρώπη έχουν ως βασικό τους παράπονο ότι το φιλελεύθερο πρόγραμμα προωθήθηκε υπερβολικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρούν ότι δεν είχαν την “πρέπουσα θέση” στη δημόσια συζήτηση και διεκδικούν αυτή τη θέση τώρα. Εμφανίζονται με πολλή οργή, αγανάκτηση και παράπονα, τα οποία μερικές φορές βρίσκουν ανταπόκριση στην κοινωνία. Πολλοί άνθρωποι, σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, αγροτικές αλλά και αστικές, αισθάνονται ότι δεν ωφελήθηκαν όσο θα έπρεπε από την οικονομική παγκοσμιοποίηση, και έτσι είναι πιο δεκτικοί σε αυτού του είδους τη ρητορική μίσους».

Η κυρία Βάρμα θεωρεί ευτύχημα το ότι ο Βίκτορ Ορμπαν είναι ο μοναδικός ακροδεξιός που έχει πραγματική εξουσία και ότι «μέχρι στιγμής, τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν καταφέρει να κρατήσουν την Ακροδεξιά μακριά από την εξουσία. Το ερώτημα είναι: θα τα καταφέρουμε ξανά;» αναρωτιέται εκφράζοντας την ανησυχία ότι η Μαρίν Λεπέν μπορεί να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2027 στη Γαλλία αν της επιτραπεί να είναι υποψήφια – θα το μάθουμε όταν εκδικαστεί η έφεσή της τον ερχόμενο Φεβρουάριο.

«Υπάρχει η αίσθηση ότι η διεθνής φιλελεύθερη “παρένθεση” ήταν απλώς αυτό – μια παρένθεση στις διεθνείς σχέσεις – και ότι επιστρέφουμε σε πολύ πιο σκληρές σχέσεις μεταξύ κρατών και μεταξύ ηγετών, και ο Τραμπ δείχνει τον δρόμο» λέει.

Πραγματικός κίνδυνος

Ο αμερικανός πρόεδρος σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα μπορούν πραγματικά να αποδομήσουν την ΕΕ; «Νομίζω πως ναι, μπορούν πραγματικά. Το Brexit λειτούργησε ως προειδοποιητικό παράδειγμα και τα κόμματα αυτά, που αρχικά ήθελαν να βγουν από την ΕΕ, πλέον θέλουν να παραμείνουν εντός ΕΕ αλλά να τη μεταμορφώσουν εκ των έσω, να αλλάξουν τον ρόλο και τον θεμελιώδη σκοπό της. Δεν θέλουν η ΕΕ να υπερασπίζεται τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, τις ανοικτές κοινωνίες και τη συλλογική ασφάλεια. Προωθούν αυτό που ονομάζουν “Ευρώπη των Eθνών”, ουσιαστικά ένα συγκρότημα κρατών, καθόλου προσανατολισμένο στην προάσπιση μιας κοινής πολιτικής ατζέντας αλλά με μια πολύ πιο συγκεκριμένη ατζέντα με στόχο την υπονόμευση των θεσμών της ΕΕ». Στα μάτια τους και στα μάτια του Τραμπ οι Βρυξέλλες υιοθετούν «υπερβολικές ρυθμίσεις», λειτουργούν «ενάντια στα κράτη-μέλη», αποτελούν μια «ευρωπαϊκή δικτατορία».

Η κυρία Βάρμα καταλήγει όμως πιο αισιόδοξα: «Δεν πρέπει να είμαστε μοιρολατρικοί. Δεν πιστεύω ότι θα κρατήσει για πάντα. Αλλά είναι επίσης και μια ευκαιρία για την Ευρώπη».