Αν η «Ωραία κοιμωμένη» της δημοφιλούς ταινίας κινουμένων σχεδίων (που βασίζεται στο ομώνυμο παραμύθι του Σαρλ Περό) είναι πλάσμα της φαντασίας, η υπέρκομψη κατοικία της υπάρχει και βρίσκεται στη Γερμανία. Ο λόγος για το παραμυθένιο Κάστρο Νοϊσβανστάιν, στη Νοτιοδυτική Βαυαρία, το οποίο λέγεται πως ενέπνευσε στον Γουόλτ Ντίσνεϊ και στους συνεργάτες του το παλατάκι όπου ζούσε (δηλαδή όπου κοιμόταν, γιατί γι’ αυτό έγινε κυρίως διάσημη) η πριγκίπισσα Αυγή.Ρέπλικές του μπορεί κανείς να δει και στις Ντίσνεϊλαντ που λειτουργούν σε διάφορα μέρη της Γης – για την ιστορία, λίγο προτού ξεκινήσει την κατασκευή της πρώτης Ντίσνεϊλαντ, στην Καλιφόρνια το 1955, ο Ντίσνεϊ είχε επισκεφθεί μαζί με τη σύζυγό του το Νοϊσβανστάιν. Αν όμως η Καλιφόρνια μάς πέφτει μακριά, η Γερμανία του πρωτοτύπου, που έχει και μεγαλύτερη αξία από όλα τα αντίγραφά του μαζί, είναι πολύ πιο κοντινός προορισμός. Ετσι, όποιος θέλει να επισκεφθεί το αληθινό κάστρο, θα πρέπει να πετάξει ως το Μόναχο. Από εκεί οδικώς το Νοϊσβανστάιν (Schloss Neuschwanstein στη γερμανική γλώσσα) απέχει λιγότερο από δύο ώρες. Ιδια πάνω-κάτω η απόστασή του και από το Ινσμπρουκ της Αυστρίας. Και ναι, το ταξίδι αξίζει με το παραπάνω. Γιατί όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο επισκέπτης, το κάστρο που έχτισε ο Λουδοβίκος Β’ δικαίως θεωρείται ένα από τα ομορφότερα, αν όχι το ομορφότερο, του κόσμου.

Άποψη εσωτερικής αυλής του κάστρου που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί σκηνικό για την αναβίωση παραμυθιού με την αισθητική των στούντιο της Disney.

Το ταξίδι μας ξεκινάει πολλές δεκαετίες πίσω, το 1832, οπότε ο βασιλιάς Μαξιμιλιανός Β’ της Βαυαρίας αγόρασε τα ερείπια ενός παλιού κάστρου, του Σβάνσταϊν, για να χτίσει επάνω τους το κάστρο Χοχενσβανγκάου σε μια δασώδη περιοχή πολύ κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Το πολυτελές πυργόσπιτο χρησιμοποιήθηκε ως θερινή κατοικία του βασιλέα, της συζύγου του, Μαρίας της Πρωσίας, και των γιων τους, Λουδοβίκου και Οθωνα, δηλαδή του μετέπειτα βασιλέα Λουδοβίκου B’ της Βαυαρίας και του βασιλέα Οθωνα της Βαυαρίας. Τα δύο αγόρια έπαιζαν και πεζοπορούσαν στα δάση της περιοχής, με τον Λουδοβίκο με την ευαίσθητη ψυχοσύνθεση να γοητεύεται ιδιαίτερα από τα ερείπια των παλαιότερων κάστρων που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από το βασιλικό εξοχικό. Πάνω σε κάτι τέτοια ερείπια, απομεινάρια από ένα ακόμα παμπάλαιο κάστρο, αποφάσισε όταν έγινε και ο ίδιος βασιλιάς να χτίσει το λαμπρότερο κάστρο από όλα, εμπνευσμένος κυρίως από τον μεταφυσικό κόσμο που είχε δημιουργήσει ο συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ, φίλος του και είδωλό του, στις όπερές του «Τανχόιζερ» και «Λόενγκριν». Τα σχέδια (μια σύνθεση διαφόρων αρχιτεκτονικών ρυθμών, όπως την ήθελε ο εντολέας του) εκπόνησε ο Κρίστιαν Γιανκ, διάσημος σκηνογράφος της εποχής, ο οποίος είχε φτιάξει σκηνικά και για όπερες του Βάγκνερ, ενώ τα έργα ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Εντουαρντ Ρίντελ και ακολούθως ο ομότεχνός του Γκέοργκ φον Ντόλμαν. Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1869. Ο Λουδοβίκος ονόμασε και αυτό το κάστρο Χοχενσβανγκάου, όπως και το κάστρο των παιδικών του χρόνων, όμως δεν πρόφτασε να το χαρεί ιδιαίτερα (πέρασε εκεί περί τις 172 ημέρες), καθώς έφυγε από τη ζωή στις 13 Ιουνίου 1886, μόλις στα 42 του χρόνια, προτού το δει τελείως ολοκληρωμένο.

Πολυτέλεια και πλούτος και στο εσωτερικό του Κάστρου Νοϊσβανστάιν, στους διαδρόμους και τα δεκάδες σαλόνια και υπνοδωμάτιά του.

Μια πολυδάπανη υπερπαραγωγή

Για την κατασκευή του Schloss Neuschwanstein χρησιμοποιήθηκαν ασβεστόλιθος από γειτονικά ορυχεία, μάρμαρα που ήρθαν από την περιοχή του Ζάλτσμπουργκ και τούβλα ψαμμίτη που ήρθαν από την περιοχή της Βυρτεμβέργης. Εκατοντάδες τεχνίτες και εργάτες απασχολούνταν σχεδόν σε καθημερινή βάση για περισσότερα από 20 χρόνια, συχνά δουλεύοντας και τα βράδια με τη χρήση ειδικών λαμπτήρων που λειτουργούσαν με πετρέλαιο και που πρόσφεραν το απαραίτητο φως. Ο Λουδοβίκος επισκεπτόταν συχνά το παλάτι και επέβλεπε τις εργασίες, μερικά μάλιστα βράδια κοιμόταν στα διαμερίσματα που είχαν ήδη ολοκληρωθεί. Η κατασκευή στοίχισε τελικά σχεδόν τα διπλάσια από όσο υπολογιζόταν, ποσό αστρονομικό για την οικονομία της εποχής, το οποίο ξεπερνά τα σημερινά 45 εκατ. ευρώ. Για να αντεπεξέλθει ο Λουδοβίκος όταν είδε πως το προσωπικό του κεφάλαιο δεν επαρκούσε, κατέφυγε ακόμα και στον δανεισμό, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κινδυνεύει να χάσει το υπό κατασκευή κτίριο από τους πιστωτές του που ήθελαν πίσω τα χρήματά τους (με τους εξοντωτικούς τόκους που είχαν συμφωνήσει). Τότε, απελπισμένος, αλλά και αντιμετωπίζοντας ως φαίνεται μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα, είχε απειλήσει πως θα αυτοκτονούσε. Επειτα από μερικούς μήνες (και ενώ νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική) βρέθηκε νεκρός, μαζί με τον ψυχίατρο Μπέρναρντ φον Γκούντεν που τον παρακολουθούσε, μέσα στα νερά της λίμνης Στάρνμπεργκ, στη Βαυαρία, 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Μονάχου. Ο θάνατος του εκκεντρικού, ακραία ρομαντικού και ευαίσθητου (τον είπαν και παρανοϊκό) εστεμμένου παραμένει άλυτο μυστήριο.

Λεπτομέρεια από τους χώρους της άνετης και λιτής κουζίνας του κάστρου.

Η τουριστική αξιοποίηση

Το παραμυθένιο γιαπί απέμεινε να θυμίζει τους ονειρικούς, θεατρικούς κόσμους μέσα στους οποίους ο Λουδοβίκος επέλεξε να ζήσει δραπετεύοντας από τις υποχρεώσεις του και από την πλήξη και την αυστηρότητα της αυτοκρατορικής αυλής, ακούγοντας πάντα τη μουσική του αγαπημένου του Βάγκνερ. Οταν μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του το Νοϊσβανστάιν ολοκληρώθηκε, οι πρώτοι επισκέπτες έμειναν έκπληκτοι μπροστά στην ομορφιά και στη μεγαλοπρέπειά του. Η βασιλική οικογένεια άρχισε να το εκμεταλλεύεται επιτρέποντας τις επί πληρωμή επισκέψεις ώστε να καταφέρει κάποια στιγμή να αποπληρώσει και τα χρέη που είχε δημιουργήσει ο Λουδοβίκος. Στα χρόνια που ήρθαν το κάστρο Νοϊσβανστάιν πέρασε στο γερμανικό κράτος και έγινε ένα από τα διασημότερα αξιοθέατα της περιοχής. Σήμερα, για να προστατευθεί από τις φθορές, δέχεται επισκέπτες αποκλειστικά και μόνο για οργανωμένες ξεναγήσεις που πραγματοποιούνται καθημερινά από το πρωί ως αργά το μεσημέρι – το ωράριο αλλάζει από εποχή σε εποχή. Το εισιτήριο κοστίζει 17,50 ευρώ (2,5 ευρώ για τα παιδιά έως 17 ετών) και καλό θα είναι για όποιον προγραμματίζει επίσκεψη εκεί να το προμηθευτεί εγκαίρως, γιατί υπάρχει πιθανότητα (ειδικά κατά τους μήνες της υψηλής επισκεψιμότητας) να μην καταφέρει να μπει μέσα αλλά να θαυμάσει το κάστρο μόνο εξωτερικά. Θα είναι κρίμα, γιατί όσο λαμπρή είναι η εξωτερική όψη του, τόσο εντυπωσιακό είναι και το εσωτερικό του με τα χρυσοποίκιλτα σαλόνια, τις πολυτελείς τραπεζαρίες και τις βαριά διακοσμημένες κρεβατοκάμαρες.

Πληροφοριακά, τους επόμενους μήνες και ως το 2024, μερικές αίθουσες θα είναι κλειστές καθώς εκτελούνται έργα αναπαλαίωσης. Οι επισκέπτες θα μπορούν να περιηγηθούν στο εσωτερικό τους μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, παρακολουθώντας, μετά από την ολοκλήρωση της ξενάγησής τους στο υπόλοιπο κτίριο, ένα μικρό φιλμ διάρκειας 11 λεπτών.
Η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση κατά τη διάρκεια της επίσκεψης δυστυχώς απαγορεύονται. Επισκέψιμο είναι και το γειτονικό Κάστρο Χοχενσβανγκάου, και πάλι μέσω ξεναγήσεων που διαρκούν 45 λεπτά, με το εκεί εισιτήριο να κοστίζει 18 ευρώ.

Σημειωτέον, η Marienbrücke, δηλαδή η Γέφυρα της Μαρίας (μητέρας του Λουδοβίκου), χτισμένη πάνω από έναν γκρεμό, είναι το ιδανικό σημείο από όπου το Νοϊσβανστάιν φαίνεται σε όλο του το μεγαλείο. Κατασκευάστηκε για πρώτη φορά από ξύλο, από τον Μαξιμιλιανό Β’ της Βαυαρίας, ο οποίος της έδωσε το όνομα της γυναίκας του. Ο Λουδοβίκος Β’ την ανοικοδόμησε, αυτή τη φορά από χάλυβα, την ίδια πάνω-κάτω εποχή που ξεκινούσε την ανέγερση του δικού του κάστρου.