Ισως να θυμάστε ότι πριν από έναν χρόνο παραδόθηκαν από την Εισαγγελία του Μανχάταν στην ελληνική κυβέρνηση 55 αρχαιολογικά ευρήματα υψηλής αξίας, 47 από τα οποία προέρχονται από τη διαβόητη συλλογή του δισεκατομμυριούχου Μάικλ Στάινχαρντ. Συνολικά 180 αντικείμενα που βρίσκονταν στην κατοχή του γνωστού billionaire αποδείχθηκε ότι ήταν προϊόν παράνομης διακίνησης και εξαγωγής από τις χώρες προέλευσής τους. Το έγκριτο περιοδικό «New York» δημοσίευσε πριν από λίγες ημέρες ένα λεπτομερές ρεπορτάζ σχετικά με την υπόθεση όπου πρωταγωνιστεί ο ελληνικής καταγωγής βοηθός εισαγγελέα του Μανχάταν Μάθιου Μπογδάνος, ο οποίος και προΐσταται του αρμοδίου σώματος αντιμετώπισης της αρχαιοκαπηλίας.

Κάποια από τα αρχαία αντικείμενα που επιστράφηκαν το 2022 στην Ελλάδα, όπως παρουσιάστηκαν στον Εισαγγελέα της Νέας Υόρκης πριν από τον επαναπατρισμό τους.

Υπόθεση Στάινχαρντ

Δεν είχε καν ξημερώσει ακόμη το πρωινό της 5ης Ιανουαρίου του 2018 όταν μια ομάδα οπλισμένων πρακτόρων με αρχηγό τον Μπογδάνο χτύπησε την πόρτα ενός πολυτελούς διαμερίσματος που βρίσκεται στην Πέμπτη Λεωφόρο με υπέροχη θέα στο Σέντραλ Παρκ. Το ρετιρέ ανήκε στον Μάικλ Στάινχαρντ, απίστευτα επιτυχημένο hedge-fund manager και έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Νέας Υόρκης. Οταν άνοιξε την πόρτα ο ηλικιωμένος άνδρας φαινόταν περισσότερο θυμωμένος παρά ξαφνιασμένος. «Είσαι πιο κοντός από ό,τι περίμενα» είπε στον Μπογδάνο. Παντού στο σπίτι υπήρχαν αρχαία: μαρμάρινες προτομές πάνω σε κομοδίνα, πήλινοι αμφορείς στα περβάζια των παραθύρων, κύπελλα κρασιού ηλικίας άνω των 2.500 ετών στοιβαγμένα πάνω από τα ντουλάπια της κουζίνας, μικρά γλυπτά της ίδιας περιόδου σε ραφιέρες στο μπάνιο. Μερικά από τα αντικείμενα είχαν αφεθεί εκτεθειμένα στα καιρικά φαινόμενα στη βεράντα. Εκτοτε οι πράκτορες επέστρεψαν άλλες έντεκα φορές στο σπίτι και στο γραφείο του Στάινχαρντ για να κατασχέσουν τοιχογραφίες και τελετουργικά αγγεία πόσης, φυλαχτά, ειδώλια και νεολιθικές μάσκες, καθώς και τιμολόγια, επιστολές και φωτογραφίες που περιγράφουν λεπτομερώς τις πρακτικές με τις οποίες έφτιαξε τη συλλογή του. Υπολογίζεται πως η αξία όλων των αντικειμένων που είχε συγκεντρώσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 υπερβαίνει τα 200 εκατομμύρια δολάρια. Η εμμονή του με τις αρχαιότητες άρχισε το 1987 με το πρώτο του τέτοιο απόκτημα, ένα άγαλμα του θεού Πάνα που χρονολογείται από τον 1ο μετά Χριστόν αιώνα.

Ο Στάινχαρντ έκανε καριέρα στη Γουόλ Στριτ από τα τέλη των 60s, κάπνιζε αρειμανίως και είχε εκρηκτικό ταμπεραμέντο – κανείς δεν ήθελε να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με εκείνον όταν νευρίαζε για κάτι. Οταν αποφάσισε να αρχίσει να αγοράζει αρχαιότητες είχε ήδη κλείσει τα 40 και έψαχνε για νόημα στη ζωή, για μια σύνδεση με κάτι διαχρονικό, μια επαφή με τις απτές αποδείξεις της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας. Ρίχτηκε στο συγκεκριμένο πεδίο με το γνωστό εργασιακό του ήθος, τίποτε δεν τον σταματούσε όταν ήθελε να πετύχει κάτι, έχανε κάθε αίσθηση της πραγματικότητας, ήταν σαν να μην μπορεί να δει τίποτε άλλο παρά το αντικείμενο του πόθου του που έπρεπε βάση θυσία να αποκτήσει. Προκειμένου να εμπλουτίσει τις γνώσεις του αγόρασε και διάβασε αμέτρητα βιβλία σχετικά με την αρχαιολογία και έγινε συνδρομητής σε όλα τα σημαντικά σχετικά περιοδικά. «Καταβρόχθιζε» με μανία τους καταλόγους των οίκων Christie’s και Sotheby’s και απέκτησε καλές σχέσεις με τους πλέον γνωστούς εμπόρους έργων τέχνης. Τότε ακόμη το εμπόριο αρχαιοτήτων λειτουργούσε σε ένα εντελώς αρρύθμιστο πλαίσιο. Τα πλαστά αντικείμενα ήταν συχνό φαινόμενο, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των αρχαιοτήτων που διακινούνταν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αγνώστου προελεύσεως.

Ο Μάικλ Στάνιχαρντ σε επενδυτική σύνοδο το 2008.
© REUTERS/Brendan McDermid

Το 1980 ένα εκπληκτικό αντικείμενο εμφανίστηκε στην αγορά, ένα πλατύ κύπελλο για σπονδές από χρυσό 24 καρατίων. Βρέθηκε στην κατοχή του Βιτσένζο Καμαράτα, ενός συλλέκτη που ισχυριζόταν ότι το πανέμορφο τεχνούργημα ανακαλύφθηκε από εργάτες κατά τη διάρκεια εργασιών έξω από το Παλέρμο, οι οποίο συμφώνησαν να το πουλήσουν χωρίς να ενημερώσουν κανέναν. Το 1991, χάρη στη διαμεσολάβηση ενός δραστήριου αμερικανού dealer το αγόρασε ο Στάινχαρντ αντί 1,2 εκατ. δολαρίων. Ο billionaire το επεδείκνυε υπερήφανος επάνω στο πιάνο με ουρά που είχε στο σπίτι του. Το 1994 οι ιταλικές αρχές άρχισαν να ερευνούν την εξαφάνιση διαφόρων σημαντικών αρχαιοτήτων από ένα μικρό μουσείο της Σικελίας. Προέκυψε λοιπόν πως τις είχε φυγαδεύσει όλες ο διευθυντής του, ο οποίος εμπλεκόταν επίσης στη διακίνηση του κυπέλλου, ευρήματος τυμβωρύχων που είχαν διασυνδέσεις με την τοπική μαφία. Τον Φεβρουάριο του 1995 η ιταλική κυβέρνηση κατέθεσε επίσημο αίτημα για την επιστροφή του αντικειμένου και με την εντολή αμερικανικού δικαστηρίου τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς τελωνειακοί υπάλληλοι των ΗΠΑ μπήκαν σπίτι του Στάινχαρντ και το πήραν την περίοδο που έλειπε με την οικογένειά του σε διακοπές. Ο αμερικανός κροίσος εξοργίστηκε και προσπάθησε ανεπιτυχώς να ασκήσει έφεση στην απόφαση. Η υπόθεση Στάινχαρντ, όπως έγινε γνωστή, έφερε μεγάλη αλλαγή: Τα τεχνουργήματα που περιγράφονταν ψευδώς στα τελωνειακά έντυπα μπορούσαν πλέον να κατασχεθούν.

Χάρη στη δημοσιότητα που δόθηκε στον επαναπατρισμό του πολύτιμου αντικειμένου ξεσκεπάστηκε το μέγεθος της παράνομης διακίνησης και εμπορίας αρχαιοτήτων στις ΗΠΑ. Και για πρώτη φορά τα μουσεία άρχισαν να ελέγχουν στα σοβαρά τις δικές τους συλλογές για κλεμμένο υλικό. Το 2008, το Μουσείο του Κλίβελαντ επέστρεψε 14 κομμάτια στην Ιταλία και λίγο νωρίτερα το Getty συμφώνησε να παραδώσει 40. Οταν αποκαλύφθηκε ότι ο κρατήρας του Ευφρονίου, μία από τις πιο διάσημες αρχαιότητες στον κόσμο, είχε κλαπεί από έναν ετρουσκικό τάφο, το Mητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το επέστρεψε στην Ιταλία το 2008 μαζί με άλλα 20 αντικείμενα από τη συλλογή του. Ο Στάινχαρντ είχε αποσυρθεί από τη Wall Street ήδη από το 1995, αλλά συνέχισε να αποκτά αρχαία έργα τέχνης με σταθερούς ρυθμούς και ήταν κοινός τόπος το ότι δεν δίσταζε να αγοράσει αντικείμενα με θολό καθεστώς προέλευσης και ιδιοκτησίας.

Ένας κορμός κούρου και μια χάλκινη προτομή γρύπα από τη Σάμο ήταν δύο από τα ελληνικής προελεύσεως τεχνουργήματα στη συλλογή Στάινχαρντ.

Κυνηγός (αρχαίων) κεφαλών

Ο Μάθιου Μπογδάνος είχε αδυναμία στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό από τα 12 του χρόνια, όταν η γαλλίδα μητέρα του τού χάρισε ένα αντίτυπο της «Ιλιάδας». Εκανε κλασικές σπουδές, πήρε πτυχίο Νομικής και ακόμη και σήμερα μιλάει παραπέμποντας σε ρήσεις του Ιουλίου Καίσαρα ή σε ιστορίες ηρώων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Είχε καταταγεί σε νεαρή ηλικία στο Σώμα των Πεζοναυτών και μετά την 11η Σεπτεμβρίου στάλθηκε στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, όπου έπεισε τους ανώτερούς του να τον αφήσουν να εντοπίσει αρχαιότητες που είχαν λεηλατηθεί από το Εθνικό Μουσείο της Βαγδάτης. Το όνομά του έγινε γνωστό και επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 2006 και στην Εισαγγελία της Νέας Υόρκης άρχισε να προσπαθεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας ειδικής μονάδας που θα ασχολείται με τα δίκτυα αρχαιοκαπηλίας. Παρόλο που δεν συστάθηκε τότε επισήμως αυτή η ομάδα, ο Μπογδάνος ανέλαβε όλες τις σχετικές υποθέσεις. Το όνομα Στάινχαρντ εμφανιζόταν συχνά μπροστά του, όμως δεν μπορούσε να βρει τρόπο να τον ερευνήσει επισήμως μέχρι που ένα γλυπτό σε σχήμα κεφαλής ταύρου το οποίο αναζητούσε η κυβέρνηση του Λιβάνου εντοπίστηκε σε κάποιες φωτογραφίες από το σπίτι του συλλέκτη. Ετσι βγήκε το ένταλμα που του επέτρεψε να ερευνήσουν την οικία του. Η πρώτη τέτοια επίσκεψη έγινε το 2017. Ο πράκτορας που διενήργησε την έρευνα έβγαλε φωτογραφίες από όλα τα αντικείμενα, οι οποίες στάλθηκαν στη συνέχεια σε ειδικούς σε όλον τον κόσμο με σκοπό την ταυτοποίηση αρχαιοτήτων που είχαν βρεθεί στις ΗΠΑ με παράνομο τρόπο. Ενας από αυτούς τους ειδικούς ήταν ο Χρήστος Τσιρόγιαννης, αναπληρωτής καθηγητής στο Aarhus Institute of Advanced Studies και επικεφαλής της ομάδας εργασίας Illicit Antiquities Trafficking της έδρας της UNESCO για τις απειλές κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς και τις σχετικές με την πολιτιστική κληρονομιά δραστηριότητες, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν που βρήκε τελικά τα πρώτα 50 αντικείμενα που είχαν κλαπεί και πωληθεί με πλαστά χαρτιά. Με αυτά τα στοιχεία ο Μπογδάνος μπόρεσε να πείσει τις Αρχές να κάνουν μια ενδελεχή έρευνα σε όλη τη συλλογή του Στάινχαρντ.

Κάποιες από τις αρχαιότητες της συλλογής Στάινχαρντ που επιστράφηκαν πέρυσι στην Τουρκία.
©Tayfun Coskun / ANADOLU AGENCY / Anadolu Agency via AFP

Εννοείται πως στην πορεία υπήρξαν πιέσεις να μην προχωρήσουν οι έρευνες. Ο Στάινχαρντ είχε προστατευτεί από διάφορα σκάνδαλα και στο παρελθόν, είτε επρόκειτο για insider trading είτε για καταγγελίες που σχετίζονταν με σεξουαλική παρενόχληση. Ο Μπογδάνος, ωστόσο, είχε αδιάσειστα στοιχεία, σχεδόν 70 μαρτυρίες από 11 διαφορετικές χώρες, και ήταν πια σίγουρος ότι μπορούσε να αποδείξει μετά βεβαιότητος πως τουλάχιστον 180 αντικείμενα από τη συλλογή του Στάινχαρντ ήταν προϊόντα κλοπής. Η συνολική τους αξία θα υπερέβαινε τα 70 εκατομμύρια δολάρια. Υπήρξαν ωστόσο πολλά εμπόδια στη νομική διαδικασία και οι δικηγόροι του γηραιού δισεκατομμυριούχου πίεζαν να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση. Τον Δεκέμβριο του 2021 η Εισαγγελία της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε πως επετεύχθη μια συμφωνία. Ο Στάινχαρντ δεν θα διωκόταν με την προϋπόθεση ότι θα παρέδιδε οικειοθελώς αυτές τις 180 αρχαιότητες για επαναπατρισμό. Θα ήταν επίσης υποχρεωμένος να απέχει από κάθε σχετική δραστηριότητα μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα μπορούσε ωστόσο να συνεχίσει να κατέχει το υπόλοιπο της συλλογής του, για το 90% του οποίου δεν μπορεί να αποδείξει πώς ακριβώς βρέθηκε στα χέρια του.

Οι επαναπατρισμοί πάντως ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2022, με 14 αντικείμενα της συγκεκριμένης συλλογής να έχουν επιστραφεί στην Τουρκία και 47 στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτά που αποδόθηκαν στη χώρα μας ξεχωρίζουν μία μινωική λάρνακα, ένας κορμός κούρου, μία χάλκινη προτομή γρύπα, κυκλαδικά αγγεία, ειδώλια και χάλκινα ξίφη. Μεταξύ αυτών είναι ένα αρχαιοελληνικό ρυτό με κεφαλή ελαφιού που χρονολογείται από το 400 π.Χ., αξίας 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων, και μια λάρνακα που ανάγεται στα 1400-1200 π.Χ. αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων.

Ο Μάθιου Μπογδάνος το 2003, την περίοδο που αναζητούσε κλεμμένους θησαυρούς του Μουσείου της Βαγδάτης.
© AFP PHOTO/Behrouz MEHRI (Photo by BEHROUZ MEHRI / AFP)

Τους μήνες που ακολούθησαν δεκάδες ακόμη στάλθηκαν στη Βουλγαρία, στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο. Τον Ιανουάριο του 2023, περίπου 60 αντικείμενα αξίας σχεδόν 20 εκατομμυρίων δολαρίων, μερικά από τα οποία προέρχονταν από τη συλλογή του Στάινχαρντ, επιστράφηκαν στη Ρώμη. Οι επαναπατρισμοί στην Ιταλία είναι τόσο συχνοί που η κυβέρνηση εκεί άνοιξε ένα Μουσείο Διασωθείσας Τέχνης, όπου τα κομμάτια που είχαν λεηλατηθεί στο παρελθόν θα εκτεθούν προτού μεταφερθούν στο δίκτυο μουσείων της χώρας για τη μόνιμη έκθεσή τους.

Ο επόμενος στόχος του Μπογδάνου είναι η πάμπλουτη Αμερικανίδα Σέλμπι Γουάιτ, της οποίας η συλλογή αρχαιοτήτων που διατηρούσε με τον σύζυγό της, τον επενδυτή της Wall Street Λίον Λέβι (1925-2003), ήταν ίσως η μόνη στον κόσμο που μπορούσε να συγκριθεί με αυτή του Στάινχαρντ. Δεν γνωρίζουμε ακόμη λεπτομέρειες, όμως η Γουάιτ έχει ήδη παραδώσει οικειοθελώς δώδεκα αντικείμενα αξίας τουλάχιστον 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, οι προσπάθειες του Μπογδάνου δεν έχουν επιλύσει πλήρως τη νομική πολυπλοκότητα του εμπορίου αρχαιοτήτων. Το 2017, η τουρκική κυβέρνηση μήνυσε τόσο τον Στάινχαρντ όσο και τον οίκο Christie’s επιδιώκοντας τον επαναπατρισμό ενός πανέμορφου ειδωλίου της Ανατολίας, γνωστού ως Guennol Stargazer. Ο δικαστής έκρινε ότι η Τουρκία «καθυστέρησε ασυγχώρητα» να διεκδικήσει τα δικαιώματά της περιμένοντας τόσο πολύ για να μηνύσει και ότι ο Στάινχαρντ ήταν απλώς ένας ιδιώτης συλλέκτης που «δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει την προέλευση» της αγοράς του. Ο Στάινχαρντ έχει κρατήσει αυτή την αρχαία ανθρώπινη μορφή που μοιάζει να χαζεύει τον έναστρο ουρανό. Μπορεί να παρηγορείται κοιτάζοντάς την, ίσως βαθιά μέσα του να θεωρεί ότι δεν διαφέρουν και πολύ.