«Είναι τεράστια ζημία για τους Τούρκους ότι έχασαν τους Ελληνες από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τον Πόντο, την Καππαδοκία. Ηταν πηγή πολιτισμού, κοσμοπολιτισμού και προόδου για τη χώρα τους». H δημοσιογράφος Αννα Παναγιωταρέα μιλάει με συγκίνηση για τους Ελληνες της Μικράς Ασίας. Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι το βιβλίο της «Οταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες – Κυδωνιάτες και Αϊβαλιώτες», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα, από τις εκδόσεις Μίλητος. Ουσιαστικά, το βιβλίο αντλεί υλικό από τη διδακτορική διατριβή της, την οποία ολοκλήρωσε το 1994. Σήμερα κυκλοφορεί με νέα επιμέλεια, σε έναν καλαίσθητο τόμο, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αφηγήσεις και σπάνια έγγραφα-ντοκουμέντα.

Η Αννα Παναγιωταρέα στο βιβλίο της εναρμονίζει την προφορική Ιστορία με την επίσημη, όπως αυτή καταγράφεται στα αρχεία του ελληνικού κράτους και όχι μόνο. Μεταξύ 1982-1985 πραγματοποίησε συνεντεύξεις με περισσότερους από 800 Κυδωνιάτες που ανήκαν στην πρώτη, δεύτερη, αλλά και τρίτη γενιά εκείνων που ξεριζώθηκαν βίαια από την πατρίδα τους. Οι αφηγήσεις τους συνιστούν ένα πολύτιμο corpus προφορικών μαρτυριών που διαφορετικά θα είχε χαθεί στον χρόνο. Την ίδια στιγμή, με ενδελεχή έρευνα, φέρνει στο φως αδημοσίευτα έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών, μεταξύ άλλων τους φακέλους του ελληνικού υποπροξενείου Κυδωνιών, που δημιουργήθηκε το 1834, μαζί με έγγραφα-ντοκουμέντα από την Κοινωνία των Εθνών, τα οποία φυλάσσονται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, καθώς και δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής. Ουσιαστικά, αυτός ο τόμος ανατέμνει το τραύμα του ξεριζωμού, αποτελώντας ζωντανή μαρτυρία ενός δραματικού κεφαλαίου της εθνικής μας Ιστορίας. Μελετώντας το μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα.

Κυρία Παναγιωταρέα, πώς ξεκίνησε η συγγραφή του βιβλίου σας «Οταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες – Κυδωνιάτες και Αϊβαλιώτες»;

«Με την παρότρυνση της Αλκης Κυριακίδου-Νέστορος, της περίφημης ανθρωπολόγου. Είχαμε συνεργαστεί στην παραγωγή ενός σημαντικού ντοκιμαντέρ για τη Βελβεντό, το οποίο τιμήθηκε στο εξωτερικό. Εκείνη πρότεινε, ως διατριβή, την έρευνα για τους αστούς Μικρασιάτες. Ενθουσιάστηκα. Ομως ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη και μία-μία τις μικρασιατικές πόλεις με ελληνικό πληθυσμό συνειδητοποίησα ότι η έρευνα, η συλλογή και η μελέτη του υλικού ήταν αδύνατον να συντελεστούν από ένα άτομο. Ετσι, όταν συναντήθηκα με τον σπουδαίο κεραμίστα Πάνο Βαλσαμάκη, τότε πρόεδρο του Συλλόγου Κυδωνιωτών, αντιλήφθηκα ότι η κοινωνική και διοικητική δομή στο Αϊβαλί ήταν μοναδική: Επρόκειτο για μια ελληνική πόλη-κράτος, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που απολάμβανε ειδικά προνόμια. Της πρότεινα να περιοριστούμε στις Κυδωνίες και το δέχθηκε».

Γιατί συνέβη αυτό;

«Είναι μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Είτε τη δούμε ως μυθιστορία, είτε ως ιστορική πραγματικότητα. Θα σας μιλήσω, λοιπόν, για τον ιδρυτικό μύθο των Κυδωνιών. Πηγαίνει πίσω, στη ναυμαχία του Τσεσμέ, Ιούλιο του 1770, όταν ο ρωσικός στόλος βύθισε τον τουρκικό. Ο τούρκος ναύαρχος, διοικητής της μοίρας του Αιγαίου, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, σώθηκε και βγήκε κολυμπώντας στην ακτή των Κυδωνιών, μαζί με δύο υπασπιστές του. Ο παπα-Οικονόμος, στον κήπο του, είδε τρεις ξένους, φοβισμένους και ρακένδυτους. Τους κάλεσε στο σπιτικό του. Ο ναύαρχος στο τραπέζι αφηγήθηκε την καταστροφή που έπαθε και πως είχε πέσει στη δυσμένεια της Πύλης. Ο σουλτάνος ήθελε το κεφάλι του. Θα κρυβόταν ώσπου να περάσει η οργή του. Αν, όμως, ανακτούσε ποτέ ξανά τη δύναμή του, δεν θα ξεχνούσε το καλό που του έκανε. Μετά από μερικά χρόνια ο φιλοξενούμενος του παπα-Οικονόμου έγινε βεζίρης. Κι εκείνος κίνησε για την  Πόλη. Δεν τον άφηναν οι φρουροί να περάσει, αλλά από τη μεγάλη φασαρία βγήκε ο ίδιος ο βεζίρης να δει τι συμβαίνει. Είδε τον ευεργέτη του, τον αγκάλιασε και τον ρώτησε τι θέλει για τη φιλοξενία που του πρόσφερε. Ο παπα-Οικονόμος ζήτησε να του παραχωρήσει φιρμάνι απαλλαγής από τους Τούρκους. Να μη διανυκτερεύει Τούρκος στο χωριό. Ούτε στρατός να στρατοπεδεύει. Μόνον ο κατής και ο διοικητής και τον μισθό τους να πληρώνει η δημογεροντία, που εξέλεγαν οι Κυδωνιάτες, χωρίς να χρειάζεται έγκριση της τουρκικής διοίκησης. Ομως, θα πλήρωναν ένα ποσό στο ταμείο του σουλτάνου. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά μέχρι να ξεκινήσω την έρευνα, το 1982, δεν υπήρχαν πολλά για αυτή την ελληνική πόλη-κράτος, στην οθωμανική αυτοκρατορία. Υπήρχε το τραγούδι του Μαρκόπουλου «Χίλια μύρια κύματα, μακριά τ’ Αϊβαλί»».

Πραγµατοποιήσατε, λοιπόν, περισσότερες από 800 συνεντεύξεις µε Αϊβαλιώτες, καταγράφοντας την προφορική Ιστορία του τόπου τους.

«Ναι, δύσκολη εποχή, επειδή δούλευα παράλληλα στην εφημερίδα, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Απομαγνητοφωνούσα τις συνεντεύξεις μέχρι τα ξημερώματα. Για να μη με πάρει ο ύπνος, μου κρατούσε συντροφιά η μητέρα μου. Ακόμη και σήμερα, πολλές φορές, όταν δουλεύω νύχτα, στο γραφείο μου, έχω την αίσθηση ότι είναι δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τις παντόφλες της».

Μου έκανε εντύπωση όταν διάβασα στο βιβλίο σας ότι οι Αϊβαλιώτες δεν µιλούσαν την τουρκική γλώσσα.

«Είναι αλήθεια. Επειδή η διδασκαλία της αποτελούσε υποχρεωτικό μάθημα, τα παιδιά μάθαιναν παπαγαλία ορισμένες σελίδες από το βιβλίο, ώστε σε περίπτωση που ερχόταν τούρκος επιθεωρητής να μπορούν να εξεταστούν. Αντίθετα, οι Τούρκοι που τους βοηθούσαν στις δουλειές τους μιλούσαν όλοι ελληνικά. Οι Κυδωνιάτες ήταν δαιμόνιοι έμποροι. Το λάδι τους ήταν ξακουστό. Το εμπορεύονταν στο χρηματιστήριο της Μασσαλίας. Το αγόραζε η Ρωσική Αυτοκρατορία για τα καντήλια, στις εκκλησιές της Αγίας Πετρούπολης. Οταν τακτοποίησαν τα οικονομικά τους, τότε στράφηκαν στην παιδεία. Με σύμβουλό τους τον Αδαμάντιο Κοραή, ίδρυσαν την Ακαδημία Κυδωνιών, όπου δίδαξαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Θεόφιλος Καΐρης. Εκεί φοίτησε και ο γιος του Ντιντό, του γνωστού γάλλου εκδότη, που τους βοήθησε να στήσουν το πρώτο τυπογραφείο».

Και όµως, µολονότι είχαν αυτά τα προνόµια, το Αϊβαλί είναι η µόνη πόλη της Μικράς Ασίας που κήρυξε επανάσταση εναντίον της Πύλης, στις 3 Ιουνίου του 1821.

«Φαινομενικά δεν είχαν κανέναν λόγο. Ωστόσο, η εκπαίδευσή τους και ο θαυμασμός τους για την αρχαία γραμματεία τος γέννησε την εθνική συνείδηση. Βάφτιζαν τα παιδιά τους Ομηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Ασπασία, Αχιλλέα. Στις Κυδωνίες ζούσαν πολλοί Φιλικοί, ενώ οι κυνηγημένοι από τη μητροπολιτική Ελλάδα έβρισκαν εκεί καταφύγιο. Σχεδόν δύο μήνες μετά την κήρυξη της επανάστασης στην Ελλάδα, ακολούθησαν οι Κυδωνίες. Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη και κυριολεκτικά την κατεδάφισαν. Αυτός ήταν ο πρώτος διωγμός τους».

 

Μετά τι συνέβη;

«Οσοι Κυδωνιάτες σώθηκαν, ήρθαν στην Ελλάδα. Εμειναν περίπου οκτώ χρόνια. Ωστόσο, ο διορατικός Καποδίστριας πίστευε ότι οι Κυδωνιάτες έπρεπε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ηταν σωστή η πολιτική του, γιατί η Ελλάδα θα είχε το ένα πόδι της στη Μικρά Ασία. Εμειναν εδώ περίπου 4.000 άτομα που στελέχωσαν τις δημόσιες υπηρεσίες του νεοσύστατου κράτους. Στις Κυδωνίες επέστρεψαν περίπου 12.000 Ελληνες, με τη σιωπηρή συγκατάθεση του σουλτάνου. Τα βάσανά τους, βέβαια, δεν τέλειωσαν. Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 δεν ήταν αυτό που ήλπιζαν. Από το 1915 ξεκίνησε η ταραγμένη περίοδος. Είχε προηγηθεί η περίφημη συμβουλή προς την Πύλη, του γερμανού στρατηγού Λίμαν φον Σάντερς, ότι αν θέλουν να ελέγξουν τη χώρα τους πρέπει να απομακρύνουν τους Ελληνες από τα παράλια. Το 1915, πριν από το Πάσχα, ξεκίνησε η πρώτη εξορία, στα βάθη της Ανατολίας. Εφυγαν κλειδώνοντας τα σπίτια τους. Γυρίζοντας το 1917, η πόλη τους ήταν ένας απέραντος σκουπιδότοπος. Μου αφηγούνται ότι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πούπουλα: οι Τούρκοι ξέσκιζαν τα στρώματα για να βρουν λίρες. Οι Κυδωνιάτες σήκωσαν τα μανίκια και τα έκτισαν όλα από την αρχή. Ηταν αισιόδοξοι, βλέποντας τις νίκες της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους. Πίστευαν ότι η ένωση πλησιάζει. Οταν ο ελληνικός στρατός, το 1919, μπήκε στη Σμύρνη, έστρωσαν στους δρόμους χαλιά, από τις προίκες των κοριτσιών τους, για να περάσει».

Και ύστερα έρχεται η προσφυγιά του 1922…

«Οταν μπήκαν οι Τούρκοι στις Κυδωνίες έγιναν φρικαλεότητες. Οσοι επέζησαν ήρθαν στην Ελλάδα και έμειναν κοντά στη θάλασσα. Τους θύμιζε την πατρίδα τους. Στην αρχή δεν ήθελαν περιουσίες. Πίστευαν ότι θα γυρίσουν στα σπίτια τους, όπως τις δύο προηγούμενες φορές. Σταδιακά, αντιλήφθηκαν ότι αυτό ήταν ανέφικτο. Στις συνεντεύξεις τους οι περισσότεροι τονίζουν πόσο τους ενοχλούσε η λέξη «πρόσφυγγες» και «τουρκόσποροι» των ντόπιων. Εχουν δίκιο. Είναι, πραγματικά, να απορείς με το επίσημο ελληνικό κράτος! Οι Μικρασιάτες δεν ήταν πρόσφυγες! Ηταν Ελληνες που γύριζαν στο μητροπολιτικό κέντρο. Πρόσφυγες ήταν οι Αρμένηδες, οι Εβραίοι που κατέφυγαν εδώ».

Η υποδοχή ήταν πολύ εχθρική από τον ντόπιο πληθυσµό;

«Για να το αξιολογήσουμε, ας αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα ήταν ρημαγμένη χώρα. Οι εξαθλιωμένοι ντόπιοι, μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, περίμεναν ότι θα πάρουν τις περιουσίες των Τούρκων. Αλλά αυτές δόθηκαν στους «ξένους». Ετσι, δημιουργήθηκε η εχθρότητα. Καταλυτικό ρόλο στην ενσωμάτωση και αποδοχή τους διαδραμάτισε ο πόλεμος του ’40, όταν στρατεύθηκαν όλοι μαζί. Ο πόλεμος λειτούργησε ως μεγάλο χωνευτήρι. Σε κάθε περίπτωση, οι επαναπατρισθέντες ήταν μεγάλο κέρδος για την Ελλάδα. Πρόκοψαν, έγιναν επώνυμοι επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, δημιουργοί. Κουβαλούσαν έναν πολιτισμό. Οι αφηγήσεις τους είναι συγκινητικές: Πάνω στα κασόνια, στο υπόγειο, έστρωναν λευκά τραπεζομάντιλα. Ξέρετε τι με συγκινεί σ’ αυτό το βιβλίο; Οτι στην προφορική Ιστορία, οι ζωντανές μαρτυρίες που συνέλεξα ακουμπούν ακριβώς πάνω στην Ιστορία που προκύπτει μέσα από τις προξενικές αναφορές και τα επίσημα έγγραφα που ανακάλυψα στο υπουργείο Εξωτερικών, στη Νέα Υόρκη και στη Γενεύη. Αποδεικνύεται ότι η Ιστορία πέρασε ατόφια από στόμα σε στόμα ως εμάς. Κι εδώ αποκαλύπτεται η σημασία της προφορικής Ιστορίας. Στην Ελλάδα, προτού εγώ ξεκινήσω την έρευνά μου, κανείς ερευνητής δεν είχε χρησιμοποιήσει την προφορική Ιστορία στη δουλειά του».

Κυρία Παναγιωταρέα, πώς υποδέχθηκαν το βιβλίο σας στην Τουρκία;

«Γράφτηκαν και γράφονται άρθρα και κριτικές. Ολα ισορροπημένα. Κοιτάξτε, το βιβλίο δεν είναι ούτε επιθετικό, ούτε εχθρικό. Είναι βιβλίο επιστημονικό που λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Αυτή τη στιγμή πωλείται στην Αμερική, στην ομογένεια, η οποία αποτελεί ακόμη ένα αναξιοποίητο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Μου έλεγαν οι ομογενείς ότι βλέπουν στους Αϊβαλιώτες κομμάτι από τον εαυτό τους».

Μπορεί η τουρκική εξωτερική πολιτική να έχει ρίξει τους τόνους της αυτό το διάστηµα µετά τον φονικό σεισµό των 7,8 βαθµών της κλίµακας Ρίχτερ, όµως η επιθετικότητα των γειτόνων µας είναι σταθερή τα τελευταία χρόνια.

«Κοιτάξτε, δεν έχει αλλάξει η τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια. Μάλλον εμείς δεν διαβάζουμε Ιστορία. Αν διαβάζαμε, τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν θα μας εξέπληττε».

Μιλώντας µε αυτούς τους ανθρώπους που σας αφηγήθηκαν τις προσωπικές τους ιστορίες ξεριζωµού, οι οποίες περιλάµβαναν εξορίες, φόνους, βιασµούς, φρικαλεότητες, πώς µπορέσατε να βάλετε το συναίσθηµά σας στην άκρη;

«Επρεπε να κρατήσω αντικειμενικό το βλέμμα μου. Δεν σας κρύβω, όμως, πως όταν τα βράδια απομαγνητοφωνούσα τις μαρτυρίες, πολλές φορές έγραφα και έτρεχαν τα μάτια μου. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει: «Τώρα ή θα κλαίμε ή θα δουλεύουμε». Αυτό το βιβλίο αποτέλεσε τη διδακτορική μου διατριβή. Την υποστήριξα στο ΑΠΘ και βαθμολογήθηκε με «άριστα». Μετά τη συγγραφή του αισθάνομαι ότι και εγώ κατάγομαι από το Αϊβαλί. Εχω γράψει αρκετά βιβλία. Αυτό, ελπίζω, ότι θα μείνει εσαεί».