Πέφτουμε. Είναι αλήθεια, κάθε φορά και πιο χαμηλά πέφτουμε στις επιδόσεις που σημειώνουν οι μαθητές της χώρας μας στον διαγωνισμό PISA. Τουλάχιστον όμως, ας μας παρηγορεί ότι κινούμεθα με σταθερότητα και ότι έχουμε ορατό στόχο: τον πάτο. Αστειεύομαι ή το προσπαθώ εν πάση περιπτώσει, διότι η κατάσταση δεν σώζεται και ο καθένας μας μέσα του το ξέρει αυτό – άλλο αν δεν είναι σκόπιμο ή φρόνιμο να το κοινολογούμε.

Η πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχει η Δημόσια Παιδεία, όπως καταγράφεται και φέτος στα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA, είναι κάτι που δεν αναστρέφεται.

Τους λόγους τούς ζούμε επί σαράντα χρόνια και βάλε. Η επικράτηση της λογικής της εξομοίωσης, που πάντα ευνοεί τους χειρότερους, είτε πρόκειται για μαθητές είτε για καθηγητές· από κοντά η αδιαφορία, την οποία φέρνει πάντα η ισοπέδωση προς τα κάτω· τέλος, η ενοχοποίηση κάθε μορφής πειθαρχίας, συχνά ακόμη και της απαραίτητης για τη στοιχειώδη λειτουργία του σχολείου.

Οτι αυτή την πολιτική ακολούθησαν αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις (με ελάχιστες εξαιρέσεις) μας το δείχνει η πλήρης ταύτιση των δεξιών συνδικαλιστών στην εκπαίδευση με τους αριστερούς συναδέλφους τους. Είναι καθαρά θέμα διαφορετικών φατριών και των αντιστοίχων συμφερόντων αυτό που διαφοροποιεί τις συνδικαλιστικές παρατάξεις μεταξύ τους και όχι θέματα πολιτικής. Στα αιτήματα, στην αντίδραση, στις διαφωνίες, στις απεργίες και στα συναφή πάντα ομοφωνούν.

Αυτή η νοοτροπία διέπει, δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού, παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις, που πάντα υπάρχουν αλλά ποτέ δεν αρκούν για να σώσουν τη γενική κατάσταση. Οι ρίζες της νοοτροπίας αυτής εκτείνονται σε βάθος δεκαετιών.

Ευκολότερο μου φαίνεται να λυθεί το Κυπριακό ή, για να πω κάτι ακόμη πιο κουλό, ευκολότερο βλέπω να γίνεται πρωθυπουργός ο Στέφανος Κασσελάκης, παρά να αναστραφεί η παρακμή της Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι όμως ποτέ δυνατόν να συμφιλιωθούμε με αυτή την παραδοχή;

Θα ήταν σαν να παραδεχόμασταν ότι, μακροπρόθεσμα, το παιχνίδι της δημοκρατίας είναι χαμένο για τη χώρα μας. Γιατί, χωρίς Δημόσια Παιδεία που θα προάγει το πνευματικό επίπεδο του λαού (ξεκινώντας από τα βασικά: την κατανόηση κειμένου), χαίρετε! Επομένως, οι πολιτικοί οφείλουν πάντα να προσπαθούν (ή να δείχνουν ότι προσπαθούν), εμείς οι πολίτες πρέπει πάντα να ελπίζουμε, για κάτι που όλοι μας ξέρουμε ότι είναι ανέφικτο. Στο μεταξύ, ο καθένας μας ας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για τους δικούς του με ίδια μέσα.

Γι’ αυτό μου φαίνεται ότι σωστά είπα, στην αρχή, ότι δεν είναι φρόνιμο να κοινολογούμε τέτοια θέματα. Κλονίζουν την αυτοπεποίθησή μας ως εξυπνότερου λαού του κόσμου…

ΔΙΑΒΑΖΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ;

«6 Δεκεμβρίου. Θα είναι πάντα η μέρα του Αλέξη Γρηγορόπουλου», γράφει στο μήνυμά του για τη θλιβερή επέτειο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, «που η αυθαιρεσία της βίας του στέρησε το μεγάλωμά του». Καταπίνω την ανατριχίλα της φρίκης που μου προκαλεί η κομψότητα με την οποία χειρίζεται τη γλώσσα ο Στέφανος και μένω έκθαμβος με την αστοχία της απόπειράς του στον ποιητικό λυρισμό. Η συνεκδοχή ότι ο καημένος ο Γρηγορόπουλος στερήθηκε το μεγάλωμά του είναι ατυχής και μειωτική για την τραγικότητα του θέματος. Τη ζωή του στερήθηκε ο Γρηγορόπουλος. Ποιο μεγάλωμά του; Δεν υπάρχει κάποιος που να ξέρει ελληνικά, για να ελέγχει γλωσσικά τις αναρτήσεις του προέδρου; Εκτός από τον Τάιλερ και τη Φάρλι, εννοώ.

Η ουσία του μηνύματός του, ωστόσο, είναι η δοξολογία των εξεγερθέντων του 2008. Ο πρόεδρος διαπιστώνει ότι ζούμε σε μια κοινωνία μισαλλοδοξίας και ανοχής στον εκφασισμό, ένα μέρος της οποίας παραμένει καθηλωμένο στο έγκλημα αυτό, επειδή ποτέ δεν ακολούθησε κάθαρση.

Λες και δεν έμαθε ποτέ του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ότι, μετά τη δολοφονία, η Αθήνα κάηκε και μάλιστα με την άτυπη  συναίνεση των επισήμων Αρχών του τόπου.

Μήπως διάβαζε και αυτός όταν συνέβαιναν αυτά τα τρομερά πράγματα; Μάλλον όμως επιλέγει να αποσιωπήσει τις ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία, επειδή νομίζει ότι έτσι κολακεύει τους νέους ψηφοφόρους, τους μόνους στους οποίους μπορεί να ελπίζει. Το μήνυμά του, όμως, είναι και μια χρήσιμη υπενθύμιση σε όλους εμάς που διασκεδάζουμε με τις περιπέτειες του Στέφανου στην Ελλάδα.

Είναι άσχετος, είναι αστείος (ιδίως όταν νομίζει ότι γίνεται σοβαρός), όμως μπορεί να γίνει και επικίνδυνος. Ελπίζω το γέλιο να μη μας βγει ξινό…

ΟΛΑ, ΟΛΟΙ, ΟΛΕΣ

Στη Νέα Αριστερά καλωσορίζουν «όλα, όλους και όλες», όπως ακούσαμε από την προσφώνηση της παρουσιάστριας στη σεμνή τελετή με την οποία η νέα Κοινοβουλευτική Ομάδα έκανε το ντεμπούτο της.

Ολα, όμως, γιατί; Να πεις ότι ήταν το μέγα πλήθος, ίσως το καταλάβαινα, αλλά μεταξύ τους ήταν η γιορτή. Μερικές δεκάδες είχαν μαζευτεί, όλοι γνωστοί ο ένας με τον άλλον, ευτυχώς υπήρχαν οι δημοσιογράφοι και έδιναν έναν παλμό στο κοινό. Δεν θα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, όταν άκουσαν το καλωσόρισμα στα ουδέτερα; «Ποιον εννοεί, εσένα μήπως;».

Ηταν περιττή επίδειξη κακώς νοουμένης συμπεριληπτικότητας. Μια προσπάθεια, ίσως, να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι το απέναντι μαγαζί, από το οποίο έφυγαν για να ανοίξουν το δικό τους, έχει τον πρώτο ανοικτά gay πρόεδρο στην πολιτική ιστορία της χώρας. Ενδεχομένως, αυτό δίνει ένα προβάδισμα στην απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου εκπέμπει τουλάχιστον έναν θυμό από τη φυσιογνωμία της. Η Κιμ Γιο-τζονγκ της Νέας Αριστεράς, αντιθέτως, αποπνέει ένα αίσθημα παραίτησης και μια απέραντη θλίψη, του είδους που όταν σε πιάνει θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στο κρεβάτι κάτω από τα σκεπάσματα…