Κάθε άνθρωπος έχει τα ευαίσθητα σημεία του, αλλά κάποιες ευαισθησίες μοιάζουν να αφορούν σχεδόν όλη την ανθρωπότητα. Ξανασκεφτόμουν αυτή την ιστορία με τον πολωνό CEO, που άρπαξε ένα αναμνηστικό από ένα αγοράκι σε ένα αθλητικό γεγονός, προκαλώντας ένα διαδικτυακό τσουνάμι επιθέσεων κατά του ίδιου και της εταιρείας του. Συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν σκότωσε κανέναν, πολλοί δικηγόροι ενδεχομένως θα σας διαβεβαιώσουν ότι τεχνικά δεν έκλεψε κάτι. Γιατί λοιπόν η «τιμωρία» του στο λαϊκό δικαστήριο του Ίντερνετ ήταν τόσο βαριά σε σχέση με το «έγκλημά» του; Η απάντηση είναι εύλογη: Διότι αδίκησε ένα μικρό παιδί.
Ο συντελεστής
Η παιδικότητα προσθέτει έναν έξτρα συντελεστή σε κάθε είδους αδίκημα. Ξεκινώντας από τη μυθολογική/θεατρική απεικόνιση της Μήδειας ή το έγκλημα στα Τέμπη και φτάνοντας στις εικόνες των λιμοκτονούντων από τη Γάζα και στο πταίσμα – εν τέλει – του Πολωνού, διαπιστώνουμε ότι κάθε αδικοπραξία – όσο ειδεχθής κι αν είναι από μόνη της – αποκτά μια επιπλέον διάσταση όταν περάσει μέσα από το πρίσμα της ηλικίας των θυμάτων της.
Και είναι κάτι τελείως αναμενόμενο, και μεταξύ μας ορθώς, γιατί τα παιδιά, πέρα από το ότι θα κληρονομήσουν τον πλανήτη και ως εκ τούτου εκφράζουν την ελπίδα μας για ένα καλύτερο μέλλον του, αποτελούν την προσωποποίηση της ευαλωτότητας και αναπόφευκτα ενεργοποιούνται πιο έντονα τα αντανακλαστικά μας όταν πιστεύουμε ότι αδικούνται.
Η αυθόρμητη ανάγκη μας να υπερασπιστούμε τα παιδιά είναι βέβαια κι αυτή μια κατάκτηση (κυρίως του δεύτερου μισού) του 20ού αιώνα. Νωρίτερα, ήταν τελείως φυσιολογικό να τα βγάζουμε στο χωράφι, να τα στέλνουμε στα εργοστάσια ή σε στενές στοές ορυχείων – ανάλογα με το σύστημα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης στο οποίο μεγάλωσαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. Ναι, η παιδική ηλικία είναι μια πρόσφατη «ανακάλυψη».
Η μεταπολεμική ευμάρεια, η διαρκής πρόοδος της ιατρικής ενίσχυσε τους δεσμούς της κοινωνίας με τα νεαρότερα μέλη της. Δεν ήταν πια άτομα που οι γονείς τους απέφευγαν την υπερβολική συναισθηματική δέσμευση γιατί μπορεί να μην έβγαζαν την εφηβεία. Δεν ήταν πια έξτρα χέρια για πολύωρη και υποαμειβόμενη εργασία. Δεν ήταν πια «κτήματα» των ενηλίκων, στα οποία μπορούσε να ασκηθεί κάθε μορφής βία (εκτός ίσως από αυτή της καλλιέργειας υψηλών προσδοκιών). Είναι άνθρωποι με δικαιώματα στην ασφάλεια, στην εκπαίδευση, στην ευτυχία – με τον μόνιμο αστερίσκο ότι όλα αυτά κατά κανόνα αφορούν τον δυτικό κόσμο.
Σε όλες αυτές τις αλλαγές οφείλεται, υποθέτω, και η ευαισθησία μας στις επιθέσεις εις βάρος παιδιών. Γονείς γαρ η πλειονότητα ημών των ενηλίκων, έχουμε μάθει να τα αγαπάμε χωρίς όρους. Να μην μπορούμε να δεχθούμε ότι μπορεί να υποσιτίζονται, ότι μπορεί να «μην έχουν οξυγόνο», ούτε καν ότι θα τους βουτήξει μέσα από τα χέρια ένας θρασύς ενήλικος το καπέλο ενός τενίστα.
Η ταύτισή μας
Σε ένα άλλο – ίσως πιο βαθύ – επίπεδο, νομίζω ότι μέρος αυτής της τάσης προκύπτει από την ταύτισή μας με αυτά. Από το γεγονός ότι όλες και όλοι υπήρξαμε παιδιά. Δεν είμαστε όλοι γυναίκες, δεν είμαστε όλοι μετανάστες, δεν είμαστε όλοι μη αρτιμελείς, ώστε να αντιδρούμε αυτόματα σε μια σεξιστική, ρατσιστική ή μισαναπηρική συμπεριφορά. Ωστόσο, όλοι περάσαμε εκείνη την περίοδο που ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε, που αισθανόμασταν ότι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν ερήμην μας, που θέλαμε «άλλα πέντε λεπτά ύπνο», όταν κάποιος γονέας μάς ξυπνούσε για να προλάβει να φτάσει εγκαίρως στη δουλειά ώστε να μη μας λείψει τίποτα. Λόγω αυτής της ταύτισης, ίσως και μιας κάποιας εξιδανίκευσης της παιδικής ηλικίας και αθωότητας, γινόμαστε και λιγότερο ανεκτικοί απέναντι στην αδικία.
Ίσως έτσι προσπαθούμε να διασώσουμε και το όποιο ψήγμα παιδικότητας μας έχει απομείνει…..





