Πρώην και νυν αστυνομικοί κέρδιζαν τεράστια χρηματικά ποσά πουλώντας παράνομα όπλα σε υπόπτους ακόμα και για εγκληματικές ενέργειες, με τη «βιτρίνα» σκοπευτικών συλλόγων στους οποίους οι ίδιοι εμφανίζονταν ως διαχειριστές ή εκπαιδευτές. Επιπλέον φέρονταν να διοργανώνουν… εικονικούς σκοπευτικούς αγώνες προκειμένου να παρακρατούν τις σφαίρες που υποτίθεται ότι έριχναν οι «μυημένοι» πελάτες τους, ενώ προχωρούσαν και σε σχετικές επιδεικτικές αναρτήσεις στο Διαδίκτυο στις οποίες έδειχναν ότι κατέχουν μεγάλα χρηματικά ποσά ή όπλα.

«Με τις δουλειές αυτές βγάζω και δύο χιλιάρικα»

Οι ίδιοι φρόντιζαν να εκδίδονται ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις για τους «σκοπευτές» χρήστες των παράνομων όπλων, πολλά από τα οποία φαίνεται να κατέληγαν στο οργανωμένο έγκλημα. Ενας εκ των βασικών εμπλεκομένων στην υπόθεση αυτή, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες του «Βήματος», ήταν φρουρός πρώην βουλευτή της «Χρυσής Αυγής», ο οποίος και δεν έκρυβε τις ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις του.

Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να δηλώνει χαρακτηριστικά σε τηλεφωνική επαφή του με μέλη παράνομων κυκλωμάτων: «Τι να την κάνω την Αστυνομία; Εχει εξευτελιστεί εντελώς. Να είμαι εκεί με μισθό 1.400 ευρώ, ενώ με τις δουλειές αυτές έχει φτάσει μέρα που βγάζω και δύο χιλιάρικα; Είναι ασύμφορη!». Οπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία δε, ουδείς εντός της Αστυνομίας δεν είχε αντιληφθεί τις παράνομες «λαθρεμπορικές» δραστηριότητες του συγκεκριμένου κυκλώματος επί σειρά ετών. Αντιθέτως, οι υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. αναζητούσαν ανεπιτυχώς το πώς ακριβώς έφταναν τα παράνομα αυτά όπλα στα χέρια υπόπτων για συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες.

Τελικά, η έρευνα που ξεκίνησε οδήγησε στο αναπάντεχο συμπέρασμα ότι σε αρκετές περιπτώσεις «προμηθευτές» των όπλων προς τα παράνομα κυκλώματα ήταν… συνάδελφοί τους αστυνομικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο των ψεύτικων σκοπευτηρίων.

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή υπόθεση διαφθοράς στην ΕΛ.ΑΣ., την οποία διερεύνησε τις τελευταίες εβδομάδες με απόλυτη μυστικότητα η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του αρχηγείου της Αστυνομίας και την οποία αποκαλύπτει «Το Βήμα». Η δικογραφία για την υπόθεση αυτή σχηματίστηκε στις αρχές Ιουλίου υπό την εποπτεία του προϊσταμένου των «Αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ. κ. Παναγιώτη Πούπουζα ύστερα από παραγγελία της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών που έλαβε στις 17 του Μαρτίου που πέρασε.

Η έρευνα ξεκίνησε από ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχε σταλεί στην εν λόγω υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. στις αρχές Μαρτίου από ανώνυμο πληροφοριοδότη, ο οποίος ωστόσο δήλωνε «άνθρωπος της νύχτας». Στο συγκεκριμένο mail ο ανώνυμος συντάκτης του ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «ξέρω έναν αστυνομικό που μόνο αστυνομικός δεν είναι με αυτά που κάνει». Για να συνεχίσει χαρακτηριστικά με τις φράσεις: «Βάλατε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Ο συγκεκριμένος αστυνομικός είμαι σε θέση να ξέρω ότι από το 2021 κάνει τον άρρωστο και παίρνει άδειες από την Αστυνομία, ενώ δεν έχει δουλέψει μέχρι σήμερα. Πουλάει «μαύρα» όπλα σε ανθρώπους της νύχτας. Αυτό το λέω γιατί είμαι κι εγώ άνθρωπος της νύχτας κι έχουν ακούσει τα αφτιά μου πολλά για πολλούς. Ο ίδιος προσποιείται τον εκπαιδευτή σε σκοπευτήριο της Δυτικής Αθήνας. Το ίδιο σκοπευτήριο επισκέπτονται και πυροβολούν μαζί του και άλλοι φίλοι του οι οποίοι είναι ακριβώς σαν κι αυτόν. Ολοι ξέρουν τι κάνουν και πώς βγάζουν τα λεφτά τους. Ο ίδιος λέει σε όλους ότι βρισκόταν σε κρίσιμες υπηρεσίες της Ασφάλειας Αττικής, εκεί έκανε κουμάντο και κανόνιζε τα πάντα. Επίσης ότι δεν τον ακουμπάει κανείς…».

Οι συγκεκριμένες αναφορές, όπως κι άλλες που ακολούθησαν, οδήγησαν τελικά τα στελέχη της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. στο να ξεσκεπάσουν το κύκλωμα στο οποίο φέρεται να ήταν μέλος και αστυνομικός που είχε αποχωρήσει από την ΕΛ.ΑΣ. προ 16ετίας ύστερα από υπόθεση άγριου ξυλοδαρμού αλλοδαπού σε αστυνομικό τμήμα στο κέντρο της Αθήνας.

Το διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ.

Οπως σημειώνεται μεταξύ άλλων στο διαβιβαστικό έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ., έκτασης περίπου 50 σελίδων, «τα μέλη του κυκλώματος – πρώην και νυν αστυνομικοί – μαζί με έναν ιδιώτη γιατρό στα νότια προάστια της Αθήνας δραστηριοποιούνται στις εικονικές δηλώσεις συμμετοχών φερόμενων αθλητών σκοποβολής σε αγώνες» κάνοντας χρήση ψευδών βεβαιώσεων συμμετοχών αθλητών σε αγώνες και εξαπατώντας τις αρμόδιες αστυνομικές διευθύνσεις ανά τη χώρα. Στις σχετικές γνωματεύσεις αναφερόταν ψευδώς ότι εξετάστηκαν από κοινού οι αθλητές σκοπευτικών συλλόγων, παρότι ουδέποτε είχαν εμφανιστεί σε αυτούς.

Στη δικογραφία της υπόθεσης καταγράφεται σειρά διαλόγων με τους δεκάδες παραλήπτες παράνομων όπλων με την επίκληση των σκοπευτικών αγώνων, στους οποίους οι πελάτες του κυκλώματος δεν εμφανίζονταν σχεδόν ποτέ. Ακόμα, είναι καταγεγραμμένες στιχομυθίες για «μαύρα όπλα» που καταλήγουν πιθανόν στην ελληνική μαφία, ενώ υπάρχουν και συνομιλίες για αστυνομικούς σε υπηρεσίες έκδοσης αδειών οπλοφορίας που θέλουν «να σπρώξουν και να πουλήσουν όπλα». Τέλος, ενδεικτικές είναι αναρτήσεις αστυνομικών όπου φιγουράρουν με πολυτελή αυτοκίνητα και κρατούν μεγάλα χρηματικά ποσά.