Ενα Σύνταγμα πάντοτε μπορεί να γίνει καλύτερο. Σε αυτό ακριβώς αποβλέπει ο θεσμός της αναθεώρησης του Συντάγματος, δηλαδή στην «καλυτέρευση» του ισχύοντος Συντάγματος, με βάση την εμπειρία από την εφαρμογή του και τα αποτελέσματα των προηγούμενων αναθεωρήσεων. Το Σύνταγμα του 1975 συμπληρώνει το 2025 πενήντα χρόνια ζωής και έχει μέχρι σήμερα αναθεωρηθεί τέσσερις φορές (1986, 2001, 2008, 2019). Με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη φαίνεται να ανοίγει συζήτηση και για το ενδεχόμενο της πέμπτης αναθεώρησής του, η οποία μπορεί να ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 2024, όταν θα έχει συμπληρωθεί πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2019. Αλλά με άγνωστο τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων στην επόμενη Βουλή και πολύ περισσότερο στη μεθεπόμενη που θα καθορίσει το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων, αν τελικά κινηθεί η διαδικασία της αναθεώρησης, είναι πρόωρη μια συζήτηση επί της ουσίας, αφού «το συνταγματικά επιθυμητό» είναι κάτι διακριτό από αυτό που θα είναι «πολιτικά δυνατό» με βάση τους πολιτικούς συσχετισμούς στις επόμενες δύο Βουλές.

Ωστόσο η συζήτηση αυτή έχει κάποια χρησιμότητα, έστω μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, γιατί μπορεί να αποσαφηνίσει το πώς εννοεί κάθε πολιτική δύναμη την «καλυτέρευση» του Συντάγματος και τις συγκλίσεις ή τις αποκλίσεις της με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ως προς το θέμα αυτό. Κατά τη γνώμη μου, ελάχιστες είναι οι αναγκαίες προσαρμογές ή συμπληρώσεις στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η αναθεώρηση του 2001 κάλυψε σχεδόν όλα τα κενά στο σύστημα προστασίας τους στο Σύνταγμα του 1975. Εκκρεμεί μόνο η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων υπό τη μορφή μη κερδοσκοπικών φορέων (άρθρο 16 Συντ.) και ίσως μια προσθήκη για τη συνταγματική προστασία του δικαιώματος στο κλίμα (άρθρο 24 Συντ.).

Το πρόβλημα του ελληνικού Συντάγματος βρίσκεται στο οργανωτικό του μέρος και αφορά τον τρόπο λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος, όταν το πρώτο κόμμα κατακτά την πολυπόθητη «αυτοδυναμία». Στην περίπτωση αυτή το κοινοβουλευτικό μας σύστημα λειτουργεί ως οιονεί προεδρικό σύστημα με κοινοβουλευτικό μανδύα, αλλά χωρίς την αυστηρή διάκριση των εξουσιών που χαρακτηρίζει το προεδρικό σύστημα. Ολες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στα χέρια του Πρωθυπουργού, ο οποίος ελέγχει απολύτως το κόμμα του, την κοινοβουλευτική του ομάδα, την κυβέρνηση, το κράτος ολόκληρο. Και ο ίδιος έχει ένα σχεδόν απεριόριστο δικαίωμα πολιτικού αυτοκαθορισμού, αφού δεν υπάρχουν θεσμοί πολιτικού ελέγχου (Πρόεδρος της Δημοκρατίας με κάποια συνταγματική αυτονομία) ή αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου (Συνταγματικό Δικαστήριο), για την ανάσχεση των υπερεξουσιών του. Ετσι έχουμε έναν πανίσχυρο Πρωθυπουργό, αλλά μια αδύναμη συνταγματική δημοκρατία. Αυτό είναι το πρωταρχικό συνταγματικό μας πρόβλημα.

Ο κ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ.