Το τραγούδι «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, που προορίζεται για τη Eurovision, και, κυρίως, το βιντεοκλίπ του, έχουν διχάσει το κοινό λόγω του ηθελημένου κιτς του, αλλά και της αινιγματικής του διάθεσης ως προς τη νεοελληνική ταυτότητα. Το ζάρι είναι το σύμβολο της τυχαιότητας, δηλαδή της απόλυτης ρηχότητας, όπου τίποτα δεν προϋποτίθεται ως ουσιώδες έρεισμα, αλλά υπάρχει μόνο η επιφάνεια μιας πλευράς, ποθητής ή αποκρουστικής, που μας επιφυλάσσει η τύχη.

Οι στίχοι του τραγουδιού, όμως, ερωτικοποιούν την τύχη, καθώς το ζάρι που κυλάει παρομοιάζεται με ένα γυναικείο ενσώματο υποκείμενο, που είναι διαθέσιμο όχι μόνο προς την επιθυμία, αλλά και προς το οποιοδήποτε μέλλον. Και κάπου εδώ ο ερωτισμός της τύχης αλλά και της επιτηδευμένης ρηχότητας έρχεται να βρει μια μεταμοντέρνα επιτέλεση της ελληνικής ταυτότητας, που διατίθεται σε έναν θεσμό, όπως η Eurovision.

Απασχόλησε πολύ τον διάλογο για το βιντεοκλίπ του τραγουδιού το αν το κιτς του συνιστά μια αποτυχία ή μια συνειδητή παρωδία και άρα μια κριτική αιχμή για το πώς είναι η σύγχρονη Ελλάδα ή για το πώς τη βλέπουν οι Ευρωπαίοι με ανανεωμένη οριενταλιστική ματιά. Θα ήταν ακριβέστερο να πούμε ότι δεν πρόκειται τόσο για μια παρωδία με κριτική λειτουργία όσο για μια θελκτική αυτοπαρωδία επενδυμένη συναισθηματικά με τρόπο που η όποια αυτοκριτική αμβλύνεται εντέλει έναντι μιας ενήδονης εντρύφησης στην ευτέλεια.

Είμαστε πιο κοντά στο είδος του «pastiche», δηλαδή ενός καλλιτεχνικού έργου, που μιμείται διακειμενικά ένα άλλο, προσφέροντας ευχαρίστηση από τις αναγνωρίσεις και από τις ειρωνικές αποστασιοποιήσεις, δίχως όμως τη σκληρή καταγγελία μιας κατ’ ευθείαν σάτιρας. Πολλοί θεώρησαν ότι η Μαρίνα Σάττι έρχεται να ειρωνευτεί εκ των ένδον τον θεσμό της Eurovision, ο οποίος βασίζεται σε εύπεπτα εθνικά στερεότυπα, που παρουσιάζονται συχνά με κατανοητό αγγλικό στίχο. Θα ήταν μάλλον ορθότερο να πούμε ότι το τραγούδι και το βιντεοκλίπ αναπαράγουν μια διπλή επιφανειακότητα, αυτή της Eurovision, αλλά και αυτή της Ελλάδας ως εύληπτου τουριστικού προορισμού, με τρόπο που επιτελεί διττά τον σαρκασμό και την αισθησιακή σαγήνη, χωρίς το ένα στοιχείο να υπερτερεί τελεσίδικα έναντι του άλλου.

Η ελληνο-σουδανικής καταγωγής Μαρίνα Σάττι δεν στέλνει στην Ευρώπη το είδωλο μιας ανόθευτης ελληνικότητας, όπως μπορεί να συνέβαινε σε εκδηλώσεις της Eurovision προηγούμενων δεκαετιών, στον απόηχο της γενιάς του 1930, αλλά αντιθέτως την πολυπολιτισμική Ελλάδα των μεταναστών και των ποικίλων μουσικών ερεθισμάτων. Παρελαύνουν από το βιντεοκλίπ το συρτάκι, το κλαρίνο, αλλά και η τραπ, η ηλεκτρονική μουσική, το ινδικό Μπόλιγουντ, η βίντατζ αισθητική των τουριστικών διαφημίσεων προηγούμενων δεκαετιών, καθώς τα κλασικά στερεότυπα (Ακρόπολη, Ηρώδειο, Καρυάτιδες, κέφι, τζατζίκι, γύρος, χωριάτικη σαλάτα) συναντούν μοτίβα της τραπ, όπως το «ντριφτάρισμα» (εκ του drifting), δηλαδή η πλαγιολίσθηση των αυτοκινήτων.

Το τελευταίο, αντλούμενο από τη σχετική συνήθεια «κάγκουρων» στον Λυκαβηττό, δεσπόζει στο βιντεοκλίπ, καθώς πρόκειται για μια μεταφορά τόσο του ζαριού όσο και του γυναικείου σώματος, σύμφωνα με τους κώδικες της τραπ. Το «ντριφτάρισμα» σημαίνει το παιχνίδι με τα όρια, την ηθελημένη απώλεια ελέγχου του οχήματος ως ύψιστη τόλμη και για αυτό και την απρόβλεπτη διαθεσιμότητα στην τύχη και στην ερωτική επιθυμία.

Οι εικόνες από παππούδες και γιαγιάδες εντάσσονται σχεδόν αρμονικά σε μια τρέχουσα Ελλάδα της τυχαιότητας του «πάμε κι όπου βγει», που ευμενώς μετατρέπεται σε «πόνος μη μας εύρει μακάρι», αλλά και μιας Ελλάδας που έχει καταστεί πεδίο φτηνό για ψηφιακούς νομάδες της Δύσης, όντας παράλληλα ο μόνιμα προσωρινός τόπος των προσφύγων και των μεταναστών της Ανατολής. Η γρήγορη εναλλαγή των ετερόκλητων μοτίβων παραπέμπει σε μεταμοντερνισμό προηγούμενων δεκαετιών, αλλά θυμίζει και το ρηχό σερφάρισμα του διαδικτύου ή το έλλειμμα προσοχής της γενιάς του TikTok.

Το σημαντικό είναι ότι όπως ένα «ντριφτάρισμα» παίζει στα όρια με την επιθυμία, τον θάνατο, αλλά και τον έλεγχο, το τραγούδι, αποφεύγοντας τον καταγγελτικό ηθικισμό, κινείται ανάμεσα σε μια διακωμώδηση της κατάντιας, σε έναν υπαινιγμό για μελλοντικές απότομες εναλλαγές, αλλά και σε μια ευφρόσυνη διαθεσιμότητα στο βλέμμα του ξένου.

Ο κ. Διονύσιος Σκλήρης είναι διδάκτωρ Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.