Το βασικό ερώτημα είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε καλή ή κακή διπλωματία στο Λονδίνο ή αν πήγε στη βρετανική πρωτεύουσα για να φέρει ακόμα πιο κοντά στην υλοποίησή της τη συμφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

Αν είναι το πρώτο, τότε πράγματι έθεσε το θέμα της επιστροφής με έναν τρόπο που το έφερε για μια ακόμα φορά στο διεθνές προσκήνιο, αυτή τη φορά με αρνητικό αντίκτυπο για τον βρετανό ομόλογό του.

Αν είναι το δεύτερο, τότε αυτό που πέτυχε ο Πρωθυπουργός είναι μια εφήμερη δημοσιότητα και ένα πισωγύρισμα στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες θεωρούνται «νεκρές», τουλάχιστον για το 2024 και βλέπουμε.

Εκρηκτικό περιβάλλον

Η χρονιά που έρχεται είναι εκλογική για τη Βρετανία, με άγνωστη την ημερομηνία των εκλογών, οι οποίες ενδέχεται να προκηρυχθούν πρόωρα, ακόμα και μέσα στην άνοιξη, με τον Ρίσι Σούνακ σε κάθοδο, να στηρίζεται σε υπερσυντηρητικές συμμαχίες και τον επικεφαλής των Εργατικών Κιρ Στάρμερ να διεκδικεί την Πρωθυπουργία. Σε αυτό το εκρηκτικό πολιτικά περιβάλλον πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού και είναι περισσότερο από φανερό ότι οι ισορροπίες ήταν αραχνοΰφαντες.

Η συνέντευξή του στο BBC απείχε από τη διπλωματική ψιλοβελονιά, ασχέτως αν στη συνέχεια ο Σούνακ έκανε τα πράγματα χειρότερα. Τα Γλυπτά εκλάπησαν, είπε ο Μητσοτάκης στην πιο δημοφιλή παρουσιάστρια του BBC Λόρα Κούνσμπεργκ, κάτι που είναι ιστορικά σωστό, αλλά θα μπορούσε και να μην ειπωθεί τη δεδομένη στιγμή. Αρκούσε το επιχείρημα της διχοτομημένης Μόνα Λίζα, χωρίς το «καρφί» «μόλις εκλέχθηκα, έχω μια πλήρη θητεία μπροστά μου».

Η στιγμή της ακύρωσης

Ο Σούνακ είτε εκνευρίστηκε προσωπικά είτε είδε μια πολιτική ευκαιρία να αντιπαρατεθεί με τους Εργατικούς, ακύρωσε τη συνάντηση με τον επισκέπτη από την Αθήνα με έναν πρωτοφανή τρόπο. Την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη η συνάντηση Μητσοτάκη – Στάρμερ στην κατοικία του έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο, χτύπησε το τηλέφωνο της διπλωματικής συμβούλου του Πρωθυπουργού, η οποία αποσύρθηκε σε μια γωνία του δωματίου για να μιλήσει με τον βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Μάθιου Λοτζ. Ο Σούνακ ακύρωνε τη συνάντηση με τον ομόλογό του και πρότεινε ως εναλλακτική λύση να γίνει με τον αναπληρωτή του Ολιβερ Ντάουντεν.

Οταν αποχώρησε ο ηγέτης των Εργατικών από το κτίριο, ο Μητσοτάκης άκουσε τα νέα αιφνιδιασμένος. Η συνάντηση με τον Ντάουντεν απορρίφθηκε αμέσως ως ακατάλληλη και προσβλητική και εξεδόθη επίσημη ανακοίνωση για τη σφοδρή ενόχληση του έλληνα Πρωθυπουργού από τις εξελίξεις.

Διαρροές και αντιπαράθεση

Κατόπιν, ξεκίνησε μια διελκυστίνδα διαρροών ανάμεσα στην Ντάουνινγκ Στριτ και στο Μέγαρο Μαξίμου. Πρώτον, για το αν υπήρχε προσυνεννόηση για την ατζέντα της συζήτησης – η ελληνική πλευρά λέει ότι δεν υπήρχε και ότι το θέμα των Γλυπτών θα ετίθετο ανυπερθέτως. Δεύτερον, για το αν το γραφείο του βρετανού πρωθυπουργού γνώριζε το πρόγραμμα του ομολόγου του και τη συνάντηση με τον Στάρμερ – το γνώριζε, σύμφωνα με το Μέγαρο Μαξίμου.

Η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στα μέσα ενημέρωσης, στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, στην ομάδα των διανοουμένων που ασχολείται με το θέμα των Γλυπτών. Τα πρωτοσέλιδα και οι προτροπές να μας δώσουν πίσω τα Γλυπτά ικανοποιούν το θυμικό μας, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι ο διχασμός και η πόλωση στην πολιτική σκηνή της Αγγλίας δεν θα λειτουργήσουν μακροπρόθεσμα προς όφελός μας.

Η βρετανική κοινή γνώμη μπορεί τώρα να είναι ευνοϊκά διακείμενη για μια συμφωνία και μάλιστα σε ποσοστό 66%, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί το ζήτημα ήταν κάτω από τα ραντάρ και επειδή αυτό τον καιρό είναι απασχολημένη με την ακρίβεια, τα υψηλά επιτόκια και το Μεταναστευτικό και όχι με τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Σε μια άλλη συγκυρία, αν πολιτικοποιηθεί το θέμα, κανένας δεν ξέρει τι γνώμη θα διαμορφώσει ο βρετανικός λαός.

Η σημασία της ιδέας που πρωτοδιατύπωσε το 1997 ο Ευάγγελος Βενιζέλος για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα με τη μορφή «μόνιμου δανεισμού»

Οι προσδοκίες για συμφωνία

Μια πιο αθόρυβη διπλωματία, όπως αυτή που εξελισσόταν μέχρι τώρα, μολονότι δεν έλειπαν τα φάλτσα και από την πλευρά του Βρετανικού Μουσείου, ίσως να κρατούσε σε τροχιά τη διαπραγμάτευση. Στην ελληνική πλευρά, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η συμφωνία είναι επικείμενη και ότι είχαν αυξηθεί οι πιθανότητες να έρθουν τα Γλυπτά στην Αθήνα, μέσω της υβριδικής συμφωνίας που συζητείται με το Βρετανικό Μουσείο, προς το τέλος του 2024. Αν συνέβαινε αυτό θα ήταν μια ιστορική επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία θα διαμόρφωνε σε σημαντικό βαθμό και το πολιτικό σκηνικό.

Πέρυσι, ο Πρωθυπουργός στη συνάντησή του με τον βασιλιά Κάρολο και αργότερα στις δημόσιες δηλώσεις του ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στις διατυπώσεις του. Μιλούσε για «αμοιβαία επωφελή λύση», για «θετικό μομέντουμ». «Συνειδητά μιλώ για επανένωση των Γλυπτών και όχι για επιστροφή» έλεγε. Το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι πολύ σύνθετο νομικά και πολιτικά.

Ολες οι συζητήσεις γυρίζουν γύρω από την ιδέα που πρωτοδιατύπωσε το 1997 ο Ευάγγελος Βενιζέλος για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα με τη μορφή «μόνιμου δανεισμού». Ετσι, τα Γλυπτά θα ενώνονταν οριστικά στο Μουσείο της Ακρόπολης σε μια έκθεση με συνδιοργανωτή το Βρετανικό Μουσείο και με αντάλλαγμα τη διοργάνωση σειράς σημαντικών περιοδικών εκθέσεων αρχαιοτήτων που δεν έχουν βγει ή δεν βγαίνουν συχνά από τη χώρα μας στο Βρετανικό Μουσείο.

Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν, πάντως, επέμεινε ότι θα συνεχίσει να αναζητεί με την ελληνική κυβέρνηση μια ρύθμιση που θα επέτρεπε στα Γλυπτά να έρθουν στην Αθήνα και έστειλε ένα σπάνιο ελληνικό αγγείο, ως δάνειο, στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Αν πράγματι είχε κυλήσει ήσυχα τόσο νερό στο αυλάκι της συμφωνίας τι ώθησε τον Πρωθυπουργό στο BBC να ανεβάσει τόσο τους τόνους; Σύμφωνα με συνεργάτες του, υπήρξε η εκτίμηση ότι επειδή οι συζητήσεις είχαν βαλτώσει πολιτικά και λόγω των επικείμενων εκλογών στη Βρετανία, θα έπρεπε να αυξηθεί η πίεση για τα Γλυπτά από την ομογένεια, τις διεθνείς οργανώσεις κ.ά., στη λογική «αν όχι τώρα, πότε;». Ο Πρωθυπουργός προέτρεξε. Τα Γλυπτά μπήκαν για τα καλά στην προεκλογική ατζέντα της Βρετανίας και είναι άγνωστο τι θα σημάνει αυτό για τη συμφωνία επιστροφής τους.

Επιθυμία να πέσουν οι τόνοι

Μήπως τελικά δεν έχει σημασία τι είπε ο Μητσοτάκης αφού ο Σούνακ μετράει μέρες στην πρωθυπουργία και τα μέσα ενημέρωσης της πατρίδας του τον έχουν κατακρεουργήσει για την απρέπειά του, όχι μόνο απέναντι στον επισκέπτη του αλλά κυρίως στο φάντασμα της ανωτερότητας της βρετανικής αυτοκρατορίας; Και σε ποιο σημείο βρίσκονται τώρα οι ελληνοβρετανικές σχέσεις; Από ό,τι φαίνεται και οι δύο πλευρές επιθυμούν να πέσουν οι τόνοι.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον έσπευσε να συναντήσει τον Γιώργο Γεραπετρίτη και ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι πρόκειται για ένα «ατυχές συμβάν» που δεν θα επηρεάσει τις σχέσεις των δύο χωρών. Στο φόντο της έντασης για τα Γλυπτά ξεδιπλώνεται ένα δεύτερο σκηνικό, με την Ελλάδα να μη θέλει να χαρίσει τη Βρετανία στην Τουρκία και την επόμενη βρετανική κυβέρνηση να χρειάζεται όσους περισσότερους συμμάχους μπορεί να συγκεντρώσει στην ΕΕ για την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για το Brexit.

Αν όλα εξελιχθούν σύμφωνα με τις προβλέψεις, η κυβέρνηση αυτή θα είναι του Στάρμερ, ο οποίος τήρησε κατά γράμμα την εθιμοτυπία με τον Μητσοτάκη. Μόνο που οι Εργατικοί έχουν διαχρονικά διαφορετική θέση για τα Γλυπτά στα λόγια και ως αντιπολίτευση. Στην πράξη και ως κυβέρνηση κάνουν ακριβώς τα ίδια με τους Συντηρητικούς. Αλλά ίσως οι συνθήκες αυτή τη φορά να εξοπλίσουν με ισχυρότερο μοχλό πίεσης την Ελλάδα.

«Ρωτήστε το Μουσείο»

«Το Βήμα» απευθύνθηκε στον Τσαρλς Μπρους, απευθείας απόγονο του 7ου Κόμη του Ελγιν που θα κληρονομήσει και τον τίτλο, για να λάβει την εξής απάντηση: «Ευχαριστώ για την επικοινωνία. Η οικογένεια Μπρους δεν επιθυμεί να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο για το θέμα που προέκυψε κατά την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο σχετικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Με τον οφειλόμενο σεβασμό συνιστά να απευθυνθείτε στον επικεφαλής και στις υπηρεσίες του Βρετανικού Μουσείου».