Οποια και αν είναι η αφορμή, είναι θετικό να «ζεσταίνεται» η πολιτική κουβέντα. Τα τελευταία χρόνια, σαν συνταξιούχοι σε παγκάκι στον Εθνικό Κήπο, εξαντλούσαμε τη συζήτηση σε ένα «Τι λέει, όλα καλά; – Δεν βαριέσαι, εντάξει, καλά». Κάποιες φορές μπορεί να ζωηρέψεις μόνο με το πέρασμα ενός όμορφου κοριτσιού, άλλες με την ανάμνησή του και μόνο.

Και τότε το μυαλό σου, που κάνει πάντα τα δικά του παιχνίδια, μπορεί να πετάξει σε εκείνο το κινέζικο ρητό που λέει «να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς». Εμείς, με τη δυτική μας σκέψη το έχουμε μεταφράσει ως ευχή, όμως οι Κινέζοι το είχαν περισσότερο ως κατάρα.

Οπως και να ‘χει, ήταν αρκετός ένας μήνας και μόνο για να ζήσει η Αριστερά στην Ελλάδα τους δικούς της «ενδιαφέροντες καιρούς». Οι εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ την έβαλαν ξανά στο κάδρο με διάφορους τρόπους. Κυρίως μετά τις πρόσφατες βουλευτικές που φάνηκε πως αρχίζει να χάνει την επαφή με το σκορ. Οι αναγνώσεις πολλές – όσες και οι αγωνίες αλλά και οι προσωπικές επιδιώξεις. Εχει μπόλικα και από τα δύο η Αριστερά εκ γενετής. Αποκαρδιωτικός για μία ακόμη φορά ο φανατικός, διχαστικός, ρεβανσιστικός λόγος, λες και ζούμε τη διαμάχη Στάλιν – Τρότσκι.

Βλέπω τα αισθήματα υπεραισιοδοξίας αλλά και ορφάνιας να κυριεύουν ξανά έναν χώρο που πάντα τα πήγαινε καλά και με τα δύο

Οταν η συγκυρία είναι στην κόψη, ανακαλύπτεις τι έχει στο μυαλό του ο άλλος. Ακόμη και οι φίλοι που τα λέτε συχνά μπορεί να σε εκπλήξουν. Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν από φίλο συνθέτη και ψηφοφόρο του κόμματος δύο μέρες πριν από τις πρώτες εκλογές την προηγούμενη Κυριακή. Με ρώτησε αν μπορώ να τον διαφωτίσω σχετικά με τον Στέφανο Κασσελάκη.

Δεν βοήθησα καθόλου, «ό,τι ξέρεις ξέρω» του είπα. Παρά την καθημερινή μου προσπάθεια να μένω όσο πιο ενημερωμένος μπορώ για τα κοινά, τις επόμενες μέρες πιάστηκα αδιάβαστος και λιγάκι έκπληκτος από το πόσο γρήγορα οι περισσότεροι είχαν ήδη έτοιμη, εμπεριστατωμένη εκτίμηση και την υπερασπίζονταν με πάθος. Υπέρ ή κατά. Με ακραίες περιπτώσεις δεν προχώρησε πολύ η συζήτηση, δεν έχω πραγματικά τον χρόνο να ανταλλάσσω βεβαιότητες με κανέναν, προτιμώ να κουβεντιάζουμε τις αμφιβολίες μας. Από «φυτευτός της Δεξιάς» μέχρι «Μεσσίας της καινούργιας Αριστεράς», τι να κουβεντιάσεις;

Το πράγμα έγινε πιο χαριτωμένο όταν άρχισαν οι αναλύσεις για τις κατηγορίες ψηφοφόρων που κάνει «γκελ» ο καθένας. Αυθαίρετα φυσικά. Η Αχτσιόγλου σε άντρες, κομματικούς και σε όσους γοητεύονται από την ιδέα μιας νέας γυναίκας, γλυκιάς, στο τιμόνι του κόμματος, μπαρουτοκαπνισμένης μέσα στις πολιτικές διαδικασίες, αξιολογημένης θετικά από την υπουργική της θητεία.

Ο Κασσελάκης σε γυναίκες και νέους, ως νέος, ωραία όψη, ακομπλεξάριστος, έξω από κομματικές νόρμες που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Τα κριτήρια εμφάνισης, ηλικίας και φύλου δεν ξέρω τι σχέση έχουν με τα αριστερά κριτήρια, αλλά μη γίνομαι γκρινιάρης.

Η Ιστορία έχει αποδείξει πως τα πρόσωπα πολλές φορές έκαναν τη διαφορά. Κάποια χαρισματικά πρόσωπα που κατάφεραν να εμπνεύσουν (μεγάλο σύγχρονο έλλειμμα της Αριστεράς), να κινητοποιήσουν, να ξαναβάλουν στο παιχνίδι απόμαχους, κουρασμένους και παραιτημένους.

Ο Αισχύλος έγραψε πως οι άνθρωποι είμαστε πλοία με ανοιγμένα πανιά, αλλά αν δεν φυσήξει δεν ξεκινάει κανένα ταξίδι. Ας φυσήξει κάποιος λοιπόν. Με τη γνώση βέβαια πως τα πρόσωπα είναι πολύ πιο ευάλωτα από τις ιδέες, εύκολα αποκαθηλώνονται – με μεγάλη χαρά πολλές φορές – και συνήθως τους αποδίδουμε ιδιότητες και ικανότητες που υπερβαίνουν την πραγματικότητα.

Και κάπου εκεί ανάμεσα βρίσκεις τους λιγότερο ενθουσιώδεις με τις μαγικές και γρήγορες λύσεις, που αγωνιούν για εκείνο που θα έπρεπε να είναι η πρωτεύουσα αγωνία όλων των αριστερών. Πώς θα φτιαχτεί ξανά ένας ισχυρός κεντροαριστερός πόλος στην Ελλάδα να σταθεί απέναντι στον διαφημισμένο μονόδρομο της δεξιάς πολιτικής και αλαζονείας. Αυτή είναι η εφικτή διεκδίκηση, η επανάσταση μπορεί μάλλον να περιμένει.

Βλέπω τα αισθήματα υπεραισιοδοξίας αλλά και ορφάνιας να κυριεύουν ξανά έναν χώρο που πάντα τα πήγαινε καλά και με τα δύο. Οποιο και να είναι το σημερινό αποτέλεσμα. Εχω ξυπνήσει την Τετάρτη νικητής και την Πέμπτη τελείως ηττημένος. Μια χαρά είναι αυτό. «Αλήθεια όμως ήταν το πάθος» έγραψε ο Σαββόπουλος. Παθιασμένοι άνθρωποι που κάνουν λάθη και καίγονται, που κάνουν ωραία όνειρα και διασώζονται σε ένα περιβάλλον άκρατου αμοραλισμού. Με τα όνειρα η ζωή μας έγινε άλλη τόση, λίγο το ‘χεις;

Ομως όταν αναλύεις πολύ μια συμπεριφορά τότε η ανάλυση γίνεται συμπεριφορά και σου ξεφεύγει ο άνθρωπος, χάνεις το υποκείμενό σου. Χρήσιμες οι αναλύσεις αλλά να μην ξεχνάμε πως πρώτον μιλάμε για ανθρώπους – που δεν μας λες και υπόδειγμα τάξης στο σύμπαν – και δεύτερον ζούμε σε ένα χάος πιθανοτήτων που όλες διεκδικούν την πραγμάτωσή τους, ακόμη κι οι πιο απίθανες. Ολοι έχουμε ζήσει μια μέρα που δεν έμοιαζε να έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Μία μέρα τυχαία πεταμένη μέσα σε κάποιον μήνα τυχαία πεταμένο μέσα σε κάποιον τυχαία αφημένο χρόνο. Κι όμως αυτή τη μέρα έγιναν όλα.

Αν είναι να κάνουμε συνέχεια τα λάθη για τα οποία είμαστε φτιαγμένοι, ας γίνει έτσι. Ετσι κι αλλιώς οι άνθρωποι δεν αλλάζουμε, αλλάζει η αντοχή και η ανοχή απέναντι σε εκείνα που κάποτε δεν μας πείραζαν στον άλλον αλλά τώρα φαντάζουν αφόρητα. Τον κατηγορούμε ότι άλλαξε αλλά στην ουσία είμαστε και οι δύο ακριβώς ίδιοι με τότε.

Επιστρέφουμε στους παππούδες στο παγκάκι. Σε ένα παλιό ελληνικό διήγημα, έπειτα από ώρα σιωπηλοί, περνάει από μπροστά τους ένα όμορφο κορίτσι. Το κοιτάνε και οι δύο μέχρι που χάνεται. Γυρίζει ο ένας και λέει «Ρε συ, μέχρι πότε;». Και απαντάει ο άλλος: «Μέχρι το τέλος!».