Πάνω από τρεις δεκαετίες στον πολιτικό, και γενικά τον δημόσιο διάλογο, κατά καιρούς, επανέρχεται μετ’ επιτάσεως το μείζονος σπουδαιότητας θέμα της ποινικής ευθύνης των πολιτικών, ενώ δεν υπήρξε συνταγματική αναθεώρηση μετά το 2000 στην οποία να μη συζητήθηκε το συγκεκριμένο θέμα. Πολιτικοί, νομικοί, δικαστικοί έχουν διατυπώσει σειρά απόψεων για το πώς τελικά οφείλει η συνταγματική μας τάξη να ορίσει πώς θα γίνονται οι έρευνες για τις ποινικές ευθύνες των πολιτικών, πώς θα δικάζονται, από ποιους και λοιπά.
Η αλήθεια είναι πως μετά το 2000 έχουν γίνει αρκετές αλλαγές στον πολυσυζητημένο νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλαγές σημαντικές στο Σύνταγμα του 2002, αλλά και μετέπειτα με νόμους, ενώ τελευταία αλλαγές έγιναν και στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγα χρόνια. Το θέμα όμως έχει επανέλθει με μεγαλύτερη ένταση στο πολιτικό πεδίο, προκαλώντας και ηχηρές πολιτικές αντιπαραθέσεις, με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη και τα όσα ακολούθησαν για την παραπομπή πρώην κυβερνητικών στελεχών στη Δικαιοσύνη, αλλά και με τις παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Η ποινική ευθύνη των υπουργών, έτσι κι αλλιώς είναι θέμα μείζονος σημασίας, αντανακλά το επίπεδο της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας, είναι δηλωτικό της ανάγκης για διαφάνεια, λογοδοσία και ευθύνη όσων αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις και πολλά ακόμα που δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, ο λεγόμενος νόμος περί ευθύνης υπουργών (άρθρο 86 του Συντάγματος) όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο αποτελεί αντικείμενο ακραίων και λαϊκίστικων προσεγγίσεων, ένα ιδιότυπο μείγμα δικαστικού και συνταγματικού λαϊκισμού. Και για να εξηγούμαι. Ο νόμος αυτός έχει προβλήματα και οφείλει να αλλάξει, άλλωστε έχει εξαγγελθεί η τροποποίησή του στην επικείμενη αναθεώρηση.
Το σημαντικό αυτό θέμα που απασχολεί από χρόνια, μεταξύ άλλων, τον νομικό κόσμο, τις δικαστικές αρχές, το έθεσε και η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Λάουρα Κοβέσι, και εστιάζεται στο να μπορούν οι εισαγγελείς να ερευνήσουν ποινικά αδικήματα για πολιτικούς.
Ωστόσο οι απόψεις που διατυπώνονται, ενδεχομένως με ελλιπή γνώση της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ότι οι πολιτικοί πρέπει να ερευνώνται και να δικάζονται όπως και οι απλοί πολίτες, δεν βρίσκουν σοβαρά ερείσματα στη συνταγματική τάξη των δημοκρατιών δυτικού τύπου.
Ο πολιτικός πρέπει να ερευνάται και να δικάζεται με προστασία της ελεύθερης άσκησης των καθηκόντων του, χωρίς να παραδίδεται έρμαιο σε πολιτικές αντιπαλότητες ή σκοπιμότητες εξουδετέρωσής του. Η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για διαφάνεια στη δράση των πολιτικών και την προστασία της ελεύθερης άσκησης των καθηκόντων τους είναι θέματα που οφείλουν να αντιμετωπιστούν στα σοβαρά, και όχι ως συνήθως υπό την επήρεια της συγκυρίας, στην επικείμενη αναθεώρηση.
Τώρα σε ό,τι αφορά τις αιτιάσεις της κυρίας Λάουρα Κοβέσι περί αλλαγής του ελληνικού Συντάγματος στο πεδίο της ποινικής ευθύνης των υπουργών, καλά κάνει και το θέτει – εκπροσωπεί έναν νεότευκτο και σημαντικό δικαστικό ευρωπαϊκό θεσμό –, αλλά το κάθε κράτος-μέλος είναι εκείνο που αποφασίζει επί συνταγματικών θεμάτων, τουλάχιστον στο επίπεδο που σήμερα βρίσκεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ολα τα άλλα είναι κουβέντα να γίνεται, και μάλιστα με όρους καφενείου…





