Η δραστηριοποίηση στο παρόν και η έλλειψη της απαραίτητης απόστασης από τα καλλιτεχνικά πράγματα όπως συμβαίνουν σήμερα, τη στιγμή δηλαδή κατά την οποία αξίες, τάσεις ή στάσεις τίθενται υπό διαρκή ανακατανομή και κρίση, οδηγεί στη σταθερή αναβολή της απόπειρας διαύγασης κάποιων επίμονων σχετικών κατευθύνσεων. Ωστόσο, τα ερωτήματα διατηρούν την αυτονομία τους, πέρα και έξω από την πιθανότητα μιας σαφούς απόκρισης. Και τούτο διότι μας αναγκάζουν να προστρέξουμε σε συγκεκριμένα μεθοδολογικά εργαλεία, να αναζητήσουμε τα κριτήρια εκείνα που δείχνουν πιο επαρκή στο να μας οδηγήσουν σε ευρύτερα συμπεράσματα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των τεχνών. Κι αυτά, βέβαια, ποικίλλουν τόσο ώστε να δυσκολευόμαστε στην επιλογή του πλέον κατάλληλου.

Ενδεχομένως ένα πρώτο τέτοιο ικανό «κριτήριο» θα έστρεφε την προσοχή στη συγκρότηση των σύγχρονων καλλιτεχνικών ταυτοτήτων, στον τρόπο που διαμορφώνονται τα δρώντα υποκείμενα των σχετικών «πεδίων», στο πώς οριοθετούν τον ρόλο και την πρακτική τους. Αναφερόμαστε, φυσικά, σε μια αυτοεικόνα σχηματισμένη κοινωνικά και ιστορικά. Το ζήτημα, άλλωστε, των κάθε είδους ταυτοτήτων όχι μόνο διατηρεί την επικαιρότητά του, αλλά επανέρχεται επαναλαμβανόμενα για να εμπλουτίσει ορισμένες καλλιτεχνικές διαθέσεις. Είναι φανερό, για παράδειγμα, πως οι πρόσφατες διεκδικήσεις γύρω από τα σεξουαλικά φύλα και τα πολλαπλά αιτήματα συμπερίληψης ήρθαν να νομιμοποιήσουν κάποιες επιπλέον εικαστικές διατυπώσεις και ερμηνείες. Κι όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία τα καλλιτεχνικά υποκείμενα μοιράζονται περισσότερα κοινά με άλλα σε παγκόσμιο επίπεδο από τις ή τους κατοίκους του διπλανού τους διαμερίσματος. Κάτι που αναδιατάσσει συνεχώς τους όρους αντίληψης της καταγωγής ή της εντοπιότητας, του άλλοτε «εθνικού» και του παγκόσμιου. Αρκετές από τις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις της τελευταίας εικοσιπενταετίας το επιβεβαιώνουν.

Ας πάμε όμως να διακρίνουμε επιγραμματικά ορισμένες ξεχωριστές προοπτικές των τελευταίων ετών. Κατά πρώτον, παρατηρείται η πυκνή χρήση ενός αμφιλεγόμενου ακόμα όρου, της «καλλιτεχνικής έρευνας». Αν και βρίσκει ποικίλες εφαρμογές, σε γενικές γραμμές περιγράφει πρακτικές που απομακρύνονται από ό,τι, μάλλον απλουστευτικά, θα ονομάζαμε παλαιότερα «έκφραση», οδηγώντας σε – συχνά εικονοκλαστικά – έργα που προηγούμενό τους έχουν τη μελέτη και την πληρέστερη πληροφόρηση. Σε πολλές ακόμα περιπτώσεις η χρήση του όρου «καλλιτεχνική έρευνα» συσχετίζεται με μια διαδικασία τεχνικής αρτίωσης. Και εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο προσεκτικότερα. Ο πολλαπλασιασμός των καλλιτεχνικών μορφών που προέκυψε από τις συνεχείς καλλιτεχνικές εξελίξεις του 20ού αιώνα έχει πλέον καταστήσει σαφές πως δεν υπάρχει ένα προηγμένο και απαρέγκλιτο πρότυπο τεχνικής. Κάπως έτσι, κάθε εικαστικό έργο συναντά σήμερα τις ιδιαίτερές του τεχνικές απαιτήσεις και προδιαγραφές, στον οποιοσδήποτε καλλιτέχνη αντιστοιχεί μια μοναδική δεξιότητα.

Ομως, η επέλαση των νέων τεχνολογιών επέφερε περαιτέρω ριζικές μετατοπίσεις στην προσέγγιση της «τεχνικής» και, ευρύτερα, της καλλιτεχνικής πράξης. Σε περασμένες εποχές η τελευταία συνιστούσε το προνομιακό πεδίο των αναπαραστάσεων. Υστερα, λόγω της ανάπτυξης και της διάδοσης των μέσων καταγραφής και αναμετάδοσης εικόνων, της μαζικής ενημέρωσης, της επικοινωνίας ή της διαφήμισης, οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις αναγκάστηκαν να συμβιώσουν με όλες τις υπόλοιπες που κατακλύζουν την καθημερινότητα, προξενώντας σημαντικές μεταβολές τόσο σε επίπεδο θεματολογίας όσο και στη λογική που διέπει τη δημιουργία τους. Πόσο περισσότερο όταν πλέον η παραγωγή εικόνων δεν αφορά μόνο τους σχετικούς «επαγγελματίες», καλλιτέχνες ή μη, αλλά τους χρήστες των σύγχρονων «έξυπνων» συσκευών και εφαρμογών. Την ίδια στιγμή, η τεχνητή νοημοσύνη έρχεται να παρακάμψει τα ίδια τα υποκείμενα στη δημιουργία και τη διάδοση εικόνων, αμφισβητώντας τη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό, το φανταστικό, το ονειρικό και το εικονικό.

Τι απομένει στην τέχνη και στις αναπαραστάσεις της; Πριν απ’ όλα, ο αναστοχασμός, ίσως και μια κριτική διάθεση, πάνω στη φύση και στη λειτουργία των εικόνων. Κάποτε προτάσσεται η συγκέντρωση στη χειρωναξία και στη μοναδική χειρονομία, μια επιστροφή στο métier και στο καλλιτεχνικό «ιδίωμα», σαν μια κίνηση προάσπισης – μαζί και διεύρυνσης – των αποκλειστικών μέσων και εργαλείων της τέχνης από εκείνα της ψηφιακής σφαίρας. Αλλοτε, πάλι, προκρίνεται η περιστασιακή και ενίοτε περιπαικτική παρέμβαση ή η πλήρης καταβύθιση στον εικονικό κόσμο, η προσπάθεια δημιουργίας νέων εμπειριών μέσα από καλλιτεχνικά συμβάντα, περιβάλλοντα και επιτελέσεις, σαν σύμπτωμα άρνησης κάθε τεχνικής διάστασης και απώθησης της εξέχουσας συνάρτησης της τέχνης με την αναπαράσταση. Μακροσκοπικά, ο μετεωρισμός ή η διασταύρωση ανάμεσα στις δύο παραπάνω στάσεις πιθανόν να μοιάζει με την εκτύλιξη του σχεδίου του Διαφωτισμού, με μια αναμενόμενη εκδοχή προέκτασης των προταγμάτων του μοντερνισμού. Ισως ακόμα και με την επιβεβαίωση της οριστικής κρίσης τους.

 

Ο κ. Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης, επίκουρος καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.