Ολα τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών, εγχώριων και διεθνών, βεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει αδιατάραχτη την αναπτυξιακή της πορεία τουλάχιστον για το επόμενο 18μηνο.

Κατά τα φαινόμενα, οι δυναμικές που διαμορφώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια παραμένουν ενεργές και ικανές να διατηρήσουν ισχυρές τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας σε μεσοπρόθεσμη βάση. Η μόνη αβεβαιότητα πηγάζει από το διεθνές περιβάλλον και από τις ενδεχόμενες απρόβλεπτες εξωτερικές κρίσεις που μπορεί να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή σε τούτη την ασταθή γεωπολιτικά εποχή. Οι προβλέψεις για το 2024 παραμένουν θετικές και η ανάπτυξη θα συνεχίσει να κινείται με ρυθμούς υψηλότερους από εκείνους της υπόλοιπης Ευρώπης. Το 2023 η ελληνική οικονομία αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 2,4%, υποστηριζόμενη ιδιαιτέρως από τις επιδόσεις του τέταρτου τριμήνου, οι οποίες και θα προσθέσουν δυναμική για το 2024.

Για την επόμενη χρονιά εκτιμάται ότι η ανάπτυξη θα τείνει αυξανόμενη κατά 2,5%, την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη δεν θα ξεπεράσει το 1% και ορισμένες από τις σημαντικότερες οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου να μένουν στάσιμες και να φλερτάρουν με την προοπτική της ύφεσης. Το ενδιαφέρον είναι ότι η διατήρηση των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης θα επιτευχθεί κυρίως λόγω της δυναμικής των ιδιωτικών επενδύσεων και λιγότερο θα είναι αποτέλεσμα της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, που παραμένουν μεν ανοδικές αλλά πιο συγκρατημένες, εξαιτίας κατά βάση του ελέγχου της δημόσιας.

Οι οικονομολόγοι αναμένουν διατήρηση της δυναμικής των ιδιωτικών επενδύσεων υπό τη θετική επίδραση και της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία κατά κοινή ομολογία ανοίγει νέους δρόμους και απελευθερώνει διεθνή κεφάλαια που παρέμειναν επιφυλακτικά απέναντι στην ελληνική οικονομία. Επιπλέον θετικά εκτιμάται η τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση, όπως και εκείνη του δημοσίου χρέους, που αποκλείει το ενδεχόμενο του εκτροχιασμού. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι δημόσιες δαπάνες βαίνουν ελεγχόμενες και η φορολογική πολιτική μετά και τη νομοθέτηση των αντικειμενικών κριτηρίων για τους επιτηδευματίες και ελεύθερους επαγγελματίες σε συνδυασμό με τη διευρυνόμενη ψηφιοποίηση της οικονομίας δημιουργεί βάσεις ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων.

Με άλλα λόγια η σταθερότητα εμπεδώνεται για την Ελλάδα, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής ενισχύεται, με αποτέλεσμα η προσέλκυση των ξένων επενδύσεων να καθίσταται ευχερέστερη. Γενικώς υπό αυτές τις συνθήκες εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία έχει όλες τις προϋποθέσεις να κινηθεί δυναμικά και την επόμενη χρονιά, δημιουργώντας περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Στις τράπεζες υπολογίζουν ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα θα αυξηθούν με ρυθμούς υψηλότερους του πληθωρισμού, χωρίς ωστόσο να προβληματίζουν τις επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί τα προηγούμενα χρόνια οι αυξήσεις μισθών υπολείπονταν των επιπέδων πληθωρισμού και η προσαρμογή τους υπήρξε σταδιακή, χωρίς να αυξάνει υπέρμετρα το κόστος εργασίας. Κοινώς, το εργατικό κόστος θεωρείται ανεκτό και διαχειρίσιμο από τις επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως σε τούτες τις συνθήκες έλλειψης εργατικού δυναμικού.

Σε κάθε περίπτωση το κόστος εργασίας δεν αποθαρρύνει τις επενδύσεις, δεν συνιστά αρνητικό παράγοντα για την προώθησή τους. Επιπλέον το 2024 η ελληνική οικονομία θα ευνοηθεί από την αναμενόμενη αντιστροφή των τάσεων στην πολιτική των επιτοκίων. Πλέον θεωρείται βέβαιο ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει ταχύτερα του αναμενομένου, γεγονός που θα επιταχύνει την έναρξη του κύκλου μείωσης των επιτοκίων. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κυρία Κριστίν Λαγκάρντ θα εκκινήσει στα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου τη διαδικασία μείωσης των επιτοκίων. Πηγές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εκτιμούν ότι στο τέλος του 2024 τα επιτόκια θα έχουν υποχωρήσει στο 2,50% από 4% που είναι σήμερα. Η αναμενόμενη υποχώρηση του κόστους του χρήματος θα ενισχύσει ταμειακά τις επιχειρήσεις και θα ευνοήσει τόσο την εκτέλεση των επιχειρηματικών σχεδίων, όπως και την αγορά ακινήτων μέσω ελκυστικότερων στεγαστικών δανείων.

Οι οιωνοί λοιπόν φαντάζουν άριστοι για την επόμενη χρονιά και όπως προαναφέραμε μόνο εξωτερικοί κίνδυνοι μπορούν να μεταβάλουν τις προοπτικές. Οσο και αν μοιάζει παράδοξο, η μεγαλύτερη εξωτερική απειλή προέρχεται από τη Γερμανία, η οποία δοκιμάζεται οικονομικά και απειλείται ακόμη και ύφεση. Οι όροι εμπορίου των προηγούμενων πολλών δεκαετιών, που ήθελαν τους Γερμανούς να εξάγουν βιομηχανικά αγαθά σε όλη την Ευρώπη και να καταναλώνουν τις προσφερόμενες υπηρεσίες των εταίρων τους, μπορεί να διαταραχθούν αν η τρέχουσα κρίση, που ήλθε ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της ακολουθήσασας έκρηξης των τιμών ενέργειας, επιμείνει στη Γερμανία. Στην περίπτωσή μας πάντως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η διαφαινόμενη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στον βαθμό που επιβεβαιωθεί στον χρόνο η θετική επίδρασή της μπορεί να αποδειχθεί εντυπωσιακή και ικανή να επιτρέψει την άμβλυνση και ευχερέστερη διαχείριση οποιασδήποτε άλλης έκτακτης εξωτερικής κρίσης. Ιδωμεν…