Δύο είναι οι λέξεις-κλειδιά που θα προσδιορίσουν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις το 2019. Αβεβαιότητα και υπέρβαση. Η αβεβαιότητα, οικονομική και πολιτική, θα τροφοδοτεί το επόμενο χρονικό διάστημα την αδράνεια και τη συντήρηση σε κάθε προσπάθεια αλλαγής δράσεων και συμπεριφορών. Η διαχείριση της παραγόμενης αστάθειας προϋποθέτει την υπέρβασή μας από την κληρονομιά της κρίσης και των μνημονίων. Αυτό θα κριθεί από τις εξελίξεις σε τρία πεδία που θα καθορίσουν εάν στη διάρκεια του επόμενου έτους η χώρα μας θα γυρίσει πραγματικά σελίδα ή εάν θα μείνει εγκλωβισμένη στον λαϊκισμό του παρελθόντος.

Η οικονομία φαίνεται να έχει εξέλθει από τη φάση στασιμότητας στην οποία βρισκόταν τα τελευταία τέσσερα έτη. Παρά το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή είναι θετική, η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να βρίσκεται καθηλωμένη σε χαμηλό επίπεδο. Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει σταθερός ρυθμός μεγέθυνσης 2% για τα επόμενα χρόνια, το ΑΕΠ θα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007 έπειτα από 14 έτη, δηλαδή το 2032.

Συνεπώς, στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής πρέπει το γρηγορότερο δυνατό να βρεθεί η μετάβαση σε ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο που θα συνδυάζει την οικονομική μεγέθυνση με την κοινωνική συνοχή και την αειφορία. Που θα οικοδομήσει ενδογενείς μηχανισμούς δημιουργίας εισοδημάτων για να μπορέσει η χώρα να αντιμετωπίσει μακροχρόνια τις προκλήσεις του χρέους, του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας, του δημογραφικού προβλήματος.

Οι προϋποθέσεις υπάρχουν, είναι το αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό, η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας, η αντιστροφή της φυγής εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, το μεγάλο επενδυτικό κενό. Αλλά για να ενεργοποιηθούν αυτές οι προϋποθέσεις απαιτείται απο-μνημονιοποίηση της οικονομικής πολιτικής.

Ωστόσο, οι δεσμεύσεις της χώρας περιορίζουν σημαντικά μια τέτοια εξέλιξη.

Παράλληλα, η κατάσταση στον ιδιωτικό τομέα δεν δημιουργεί αισιοδοξία. Η πεποίθηση ότι οι συνθήκες στην οικονομία θα βελτιωθούν λόγω αυξημένων ξένων επενδύσεων και εξαγωγών συνοδεύεται από αδράνεια και έλλειψη πρωτοβουλιών που αυξάνουν την αβεβαιότητα. Οι εξαγωγές έχουν βελτιωθεί, αλλά όχι σε βαθμό που να αντανακλούν μια ουσιαστική παραγωγική αναδιάρθρωση. Η εξάρτησή τους από τις εισαγωγές παραμένει υψηλή. Δεν έχει υπάρξει έως τώρα καμία ουσιαστική επενδυτική δραστηριότητα. Ενδεχομένως, η επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εντός του 2019, να βελτιώσει τις συνθήκες δανειοδότησης των επιχειρήσεων, αλλά είναι αβέβαιο τι θα συμβεί με τις επενδύσεις, εξαιτίας κατεστημένων αντιλήψεων και συμπεριφορών.

Τα τελευταία έτη η οικονομία βασίστηκε στη δαπάνη των νοικοκυριών. Μια δαπάνη η οποία μειώθηκε λόγω της υπέρμετρης φορολόγησης και κυρίως λόγω της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία οκτώ έτη μείωσαν τους μισθούς, χωρίς να υπάρχουν ξεκάθαρα οφέλη σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας, ενίσχυσαν το ποσοστό φτώχειας και την υλική αποστέρηση, συρρίκνωσαν τις καταθέσεις των νοικοκυριών και αύξησαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Παράλληλα, οι νέες εργασιακές συνθήκες χαρακτηρίζονται έντονα από το στοιχείο της επισφάλειας. Η υπέρβαση εδώ είναι να γίνει αντιληπτό ότι σε αυτό το περιβάλλον το εισόδημα της μισθωτής εργασίας είναι ο βασικότερος προσδιοριστικός παράγοντας της οικονομικής δραστηριότητας.

Η αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων προς την κατεύθυνση της πλήρους αποκατάστασης και της ενίσχυσης των προστατευτικών θεσμών της αγοράς εργασίας μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στη μετάβασή της σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Ο κ. Γιάννης Παναγόπουλος είναι πρόεδρος της ΓΣΕΕ.