Σε άλλες περιστάσεις θα γιορτάζαμε το γεγονός ότι επιτέλους διεξάγεται δημοψήφισμα ως μορφή άμεσης δημοκρατίας στη χωρά που γέννησε την ίδια τη Δημοκρατία. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν γίνεται, διότι το σχοινί είναι τεντωμένο και ο ελληνικός λαός έχει βαρεθεί να παριστάνει τον κλόουν. Μου είναι αβάσταχτα δύσκολο να μην προσελκύσω την πολιτική χροιά του δημοψηφίσματος, καθότι θα εστιάσω στο νομικό καθαρά θέμα, αλλά κανείς δεν μπορεί να αψηφήσει τις ραγδαίες εξελίξεις, οπότε θα προσπαθήσω να αγγίξω την παράλληλη πολιτική πραγματικότητα.

Αρχικά τα είδη του δημοψηφίσματος είναι δύο: Το υποχρεωτικό (αποφασιστικό) και το συμβουλευτικό (γνωμοδοτικό) προς την Κυβέρνηση. Το πρώτο, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 εδ.β-δ του Συντάγματος προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, δηλαδή τα δημόσια οικονομικά ζητήματα της Χώρας, εφόσον αυτό αποφασιστεί από 180 βουλευτές, ύστερα από πρόταση 120. Είναι προφανές ότι η επιλογή του αποφασιστικού δημοψηφίσματος αποκλείεται, καθώς η ψήφιση της Συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου αποτελεί καθαρά δημοσιονομικό θέμα, οπότε το δημοψήφισμα θα είναι αντισυνταγματικό. Αλλά αποκλείεται και από καθαρά νομοθετικής άποψης, καθώς δεν είναι δυνατόν με τις σημερινές κομματικές δυνάμεις στο Κοινοβούλιο να συγκεντρωθεί τέτοια πλειοψηφία 180 βουλευτών.

Το δεύτερο είδος δημοψηφίσματος είναι το συμβουλευτικό. Δεν δεσμεύει δηλαδή νομικά την Κυβέρνηση, αλλά πολιτικά. Ο πρωθυπουργός, αν δεν τηρήσει την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος οφείλει (ηθικοπολιτικά) να παραιτηθεί ή να προκηρύξει απευθείας εκλογές. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 44 παρ. εδ.α του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα (εδώ μπορούν να υπαχθούν τα δημοσιονομικά και επομένως η Συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου), ύστερα από απόφαση 151 βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Η απάντηση του λαού εκφράζεται με Ναι ή Όχι ή άλλο τρόπο που καθορίζει η Βουλή.

Το γνήσιο δημοψήφισμα χάνει την αυθεντικότητά του, όταν χρησιμοποιείται για να δώσει το «λαϊκό χρίσμα» συνήθως στον Πρωθυπουργό, για να επανακτήσει την εμπιστοσύνη του λαού προς το πρόσωπό του. Στο προσωπικό δημοψήφισμα ο λαός καλείται να αποφανθεί σε χρονική στιγμή και υπό συνθήκες που καθιστούν την απάντησή του δεδομένη.

Εικάζω ότι ο Πρωθυπουργός, όπως ακούγεται, θα ακολουθήσει την συστηματική τακτική και εξηγούμαι: Θα υποβάλλει τρεις ερωτήσεις. Πρώτον, συμφωνείτε με την Συνθήκη της 26ης Οκτωβρίου; Δεύτερον, Ευρώ ή Δραχμή; Τρίτον, μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η οργή του λαού ίσως καταψηφίσει το πρώτο, αλλά σίγουρα θα υπερψηφίσει τα επόμενα δύο. Οπότε ο Πρωθυπουργός θα βασιστεί στην συστηματική ερμηνεία του συμβουλευτικού (μη δεσμευτικού) δημοψηφίσματος και εφόσον η βούληση του εκλογικού σώματος είναι υπέρ της Ε.Ε. και του Ενιαίου Νομίσματος, θα παρακάμψει το πρώτο ερώτημα για το καλό του δημοσίου συμφέροντος.

Στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται το εξής φαινόμενο: Η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης προς την Κυβέρνηση αντικαθίσταται από ένα προσωπικό (μη γνήσιο) δημοψήφισμα, το οποίο όμως θα καθορίσει ένα τεράστιο εθνικό ζήτημα (τυπική χρεοκοπία της Ελλάδος και επιστροφή στη δραχμή). Το δημοψήφισμα σε τέτοιες περιστάσεις ύψιστου εθνικού (αλλά και ευρωπαϊκού) κινδύνου ενδεχομένως υποδηλώνει την έλλειψη ηγετικής ικανότητας, καθώς ο εκάστοτε Πρωθυπουργός είναι εκλεγμένος όχι για να δέχεται συμβουλές σε κρίσιμες για την Χώρα στιγμές, αλλά για να δίνει εντολές. Και για να μιλήσω με όρους που χρησιμοποιήθηκαν πρόσφατα στη Βουλή, ποτέ στην τρικυμία ο καπετάνιος δεν φωνάζει όλο το πλήρωμα στην καμπίνα του, για να του υποδείξει πώς να κυβερνήσει. Παίρνει το πηδάλιο και παλεύει. Δυστυχώς τα μοναδικά ερώτημα που τίθενται πλέον είναι αν το πλοίο έχει αρκετές σωσίβιες λέμβους, για να σωθούν όλοι και αν υπάρχει κάποια στεριά κοντά σε όσους καταφέρουν και επιζήσουν.

Ο καπετάνιος άραγε θα αφήσει το πλοίο τελευταίος;

Κωνσταντίνος Λεϊμονής, μεταπτυχιακός φοιτητής HU Berlin, δικηγόρος Αθηνών