H οργάνωση και η λειτουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων στα ελληνικά ΑΕΙ είναι απαραίτητες διαδικασίες για την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Εξειδικευμένες σπουδές απαιτούνται στη σύνδεση της παραγωγής με την έρευνα, αλλά και για την αναγνώριση των ΑΕΙ και τη μεταφορά τεχνογνωσίας στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Βοηθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, στην απορρόφηση κονδυλίων έρευνας από εγχώριες και εξωτερικές πηγές, καθώς και στην αξιολόγηση και προαγωγή της χώρας διεθνώς. Για την αποτελεσματική λειτουργία ενός μεταπτυχιακού απαιτούνται καθηγητές διεθνούς κύρους, τεχνική βοήθεια από διδακτορικούς φοιτητές, πρόσβαση σε διεθνείς βάσεις δεδομένων, εργαστήρια και λογισμικά, καθώς και συνεχής διοικητική υποστήριξη. Ολα αυτά συνιστούν επένδυση για κάποιο ΑΕΙ, αυξάνουν σημαντικά τις θέσεις εργασίας και αποτελούν πηγή ανάπτυξης, απασχόλησης και κρατικών εσόδων, χωρίς καμία επιβάρυνση των φορολογουμένων. Επιπλέον, η προσέλκυση ξένων σπουδαστών στα μεταπτυχιακά μας προγράμματα προσφέρει σημαντικούς πόρους και φήμη στη χώρα από το εξωτερικό.
Στην Ελλάδα η κρατική ενίσχυση που παρέχεται στα ΑΕΙ για τη λειτουργία μεταπτυχιακών σπουδών είναι μηδαμινή. Τα μεταπτυχιακά στηρίζονται οικονομικά στα δίδακτρα των σπουδαστών, καθώς δεν υπάρχουν άλλοι διαθέσιμοι πόροι. Για τη βελτίωση του επιπέδου σπουδών και την προώθηση ίσων ευκαιριών πολλά μεταπτυχιακά στην Ελλάδα παρέχουν σειρά υποτροφιών ή βραβείων, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους. Για όσους έχουν οικονομικές δυσκολίες πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρέχουν δάνεια για μεταπτυχιακές σπουδές. Ολα αυτά θα ήταν αδύνατο να γίνουν χωρίς τους πόρους από τα δίδακτρα.
Οπως συμβαίνει με την πλειονότητα των ΑΕΙ στο εξωτερικό, όπου ισχύει το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, τα έσοδα (δίδακτρα) και οι δαπάνες των μεταπτυχιακών θα πρέπει να καθορίζονται με βάση τις οργανωτικές, διοικητικές και ερευνητικές ανάγκες τους. Κάθε προσπάθεια να καθοριστούν διοικητικά και χωρίς οικονομικά κριτήρια θα οδηγήσει σε κλείσιμο ή υποβάθμιση των ΜΠΣ. Μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας θα χαθεί, καθηγητές θα φύγουν από τη χώρα
και οι έλληνες φοιτητές θα εξαναγκαστούν είτε να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό ή να μην ακολουθήσουν καθόλου μεταπτυχιακές σπουδές. Μια γενιά νέων ανθρώπων θα χάσουν την ευκαιρία για μεταπτυχιακές σπουδές στη χώρα τους.
Η πρόταση του υπουργείου για την υποτιθέμενη χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών από άλλες πηγές (κρατικός προϋπολογισμός, ΥΠΠΕΘ, δωρεές/χορηγίες και κρατήσεις ΕΛΚΕ) είναι ανέφικτη γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν πόροι από τις πηγές αυτές. Οι κρατήσεις του ΕΛΚΕ τροφοδοτούνται από μεταπτυχιακά δίδακτρα και στηρίζουν κυρίως τις προπτυχιακές σπουδές. Ομως χρειάζεται να κάνουμε κάτι σήμερα ως Πολιτεία για τα μεταπτυχιακά στη χώρα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ απλή: να ακολουθήσουμε ό,τι γίνεται και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των αναπτυγμένων χωρών, δηλαδή τακτική εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Αυτό μπορεί να γίνει από εσωτερικές επιτροπές των ΑΕΙ και εξωτερικές του υπουργείου Παιδείας (όπως η ΑΔΙΠ). Δεν χρειάζεται συνεχώς να πειραματιζόμαστε και να ανακαλύπτουμε τον τροχό.
Η πρόταση του υπουργείου θα οδηγήσει σε κλείσιμο ή μαρασμό των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Η χώρα θα χάσει σε ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για την έξοδο από τη μακροχρόνια περίοδο κρίσης που διανύουμε. Το γεγονός ότι στην παρούσα περίοδο πολλοί μεταπτυχιακοί απόφοιτοί μας κατορθώνουν και βρίσκουν εργασία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό αποδεικνύει ότι πολλά από τα μεταπτυχιακά στη χώρα μας κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η πρωτοπορία του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών στην ίδρυση και λειτουργία μεταπτυχιακών και η συνεχής αξιολόγησή τους διεθνώς θα έπρεπε να αποτελούν τη βάση διαλόγου για όλα τα προγράμματα στην Ελλάδα και όχι την αιτία κατεδάφισης που επιχειρείται.
Ο κ. Ηλίας Τζαβαλής είναι καθηγητής στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών, πρώην καθηγητής του Παν/μιου του Λονδίνου (Queen Mary).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ