Μοιάζουν με χαζομπαμπάδες: από την ώρα που είδε το φως του κόσμου το «δικό» τους Μουντιάλ, πολλοί βραζιλιάνοι φίλαθλοι δεν έχουν μάτια για τίποτε άλλο. Οι συνεχιζόμενες αναταραχές εναντίον της κυβέρνησης και της Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας FIFA έχουν εξαφανιστεί από το οπτικό τους πεδίο. Σε αυτό συμβάλλουν και τα μέσα ενημέρωσης, τοπικά και διεθνή, που έχουν υποβαθμίσει την πολιτική πλευρά του θέματος σε υποσημείωση του παγκόσμιου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος.
Ωστόσο η κατάσταση δεν είναι σταθερή. Τυχόν αποκλεισμός της Εθνικής Βραζιλίας από τον τελικό θα μπορούσε να ξαναφέρει τις αναταραχές σε πρώτο πλάνο. Οι ειδικοί ερίζουν βέβαια για τις πιθανές συνέπειες: ο προπονητής Κρίστοφ Ντάουν προβλέπει διακοπή του Μουντιάλ, ο φιλόσοφος Γκούντερ Γκεμπάουερ μάλιστα την κήρυξη νέας στρατιωτικής δικτατορίας. «Ανοησίες» απαντά ο ομότεχνός του Ντέτλεφ Κλάουσεν. «Τέτοιοι αποκλεισμοί ανοίγουν τεράστιες ψυχικές πληγές, αλλά ύστερα από την πρώτη έξαψη οι φίλαθλοι αντιδρούν με απάθεια, όχι με εξεγέρσεις». Διαφορετικά θα είχαμε καθημερινά επαναστάσεις ανά την υφήλιο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως το εφετινό Μουντιάλ είναι το πιο «πολιτικό» της μακραίωνης ιστορίας του. Αυτό συνοδεύεται από έναν νέο τύπο πολιτικοποίησης. Παλαιότερα αυτή ερχόταν αποκλειστικά «από τα πάνω»: όπως το 1934, όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι έβαλε στο επίκεντρο του ιταλικού Μουντιάλ την ιστορική ανωτερότητα της «Ιταλιανιτά» (κάτι ανάλογο με τον δικό μας «Ελληνισμό»), ή το 1976, όταν ο Χόρχε Ράφαελ Βιντέλα χρησιμοποίησε προπαγανδιστικά το παγκόσμιο Κύπελλο στην Αργεντινή για να κρύψει τα εγκλήματα της στρατιωτικής χούντας, της οποίας προΐστατο.
Στη Βραζιλία, αντίθετα, η πολιτικοποίηση έρχεται «από τα κάτω». Πρόκειται για την εξέγερση εκατομμυρίων φιλάθλων εναντίον της FIFA και των μεγαλοεργολάβων, που λεηλατούν μέσω του Μουντιάλ το βραζιλιάνικο κράτος, καθώς και κατά της προέδρου της χώρας Ντίλμα Ρουσέφ, που τους κάνει πλάτες. Αν σε αυτό προστεθούν και τα αιτήματα για αύξηση μισθών, καλύτερη εκπαίδευση και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, τότε το φαινόμενο γενικεύεται: είναι η πρώτη εξέγερση οπαδών που υπερβαίνει το σύνηθες ποδοσφαιρικό πλαίσιο και γράφει ολογράφως στη σημαία της συνδικαλιστικά και πολιτικά αιτήματα.

Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Αν και η μπάλα, ως σπορ, δεν έχει σχέση με την πολιτική, η πολιτικοποίησή της γίνεται κάποτε αναπόφευκτη. «Αυτό αρχίζει από τη στιγμή που παίρνει μαζικό χαρακτήρα» λέει ο πολιτικός επιστήμονας Γκέοργκ Σπιτάλερ. Το κράτος πρέπει τότε να παρέμβει «κανονιστικά», είτε για να ρυθμίσει τον τρόπο λειτουργίας των ποδοσφαιρικών ομάδων και των ομοσπονδιών τους είτε για να εντάξει το παιχνίδι στο σχολικό πρόγραμμα αθλητικής αγωγής. Αλλά και για να επιβάλει μια γενικότερη χειραγώγηση: οι κανόνες που διέπουν την μπάλα (fair play) αποτελούν ιδανικό μέσο διαπαιδαγώγησης και ελέγχου των πολιτών στο πλαίσιο της βιοπολιτικής –της κρατικής διαχείρισης των ανθρώπινων σωμάτων, για την οποία οι κυβερνήσεις δαπανούν κάθε χρόνο τεράστια χρηματικά ποσά.

Υπάρχουν όμως και ανασταλτικοί παράγοντες σε αυτή την πολιτικοποίηση. Ο βασικότερος από αυτούς είναι σίγουρα η «αναρχική» φύση των οπαδών και του βασικού τύπου της οργάνωσής τους, της «κοινότητας». Αυτή, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους, διαφέρει ουσιαστικά από τη συνήθη «κοινωνία» σε ό,τι αφορά τον τρόπο κοινωνικοποίησης των ατόμων: η κοινωνία έχει αντικειμενικό, απρόσωπο χαρακτήρα και εκφράζεται μέσα από θεσμούς (κόμματα, συνδικάτα κ.τ.λ.) που έχουν στο στόχαστρο πολυειδή υλικά συμφέροντα, όπως μεγαλύτερο μερίδιο στον εθνικό πλούτο, κοινωνική ανέλιξη, καλύτερους όρους διαβίωσης. Η ποδοσφαιρική κοινότητα, αντίθετα, έχει υποκειμενικό, προσωπικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην υλοποίηση ενός «άυλου» στόχου: τη μέθεξη την ώρα του παιχνιδιού και τον θρίαμβο επί της αντιπάλου ομάδας.
Οι κοινότητες, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Μισέλ Μαφεσολί, μοιάζουν πολύ με τις αρχαϊκές «φυλές» (tribes). Με τη διαφορά ότι οι σημερινές εκδοχές τους δεν έχουν τη συνεκτικότητα των παλιών –είναι, όπως γράφει, «φτερά στον άνεμο», φευγαλέες μαζώξεις ατόμων, «που ζουν στο εδώ και τώρα» της εξέδρας και διαλύονται συχνά μετά τη λήξη του αθλητικού συμβάντος.
Αλλά και στο έστω μικρό διάστημα που υπάρχουν, τέτοιες φυλές αναπτύσσουν τεράστια συναισθηματική ορμή, και κατά ακολουθία δύναμη κρούσης, η οποία είναι αδύνατο να ελεγχθεί από το κράτος. Στις εξέδρες και στους δρόμους, πριν και μετά από κάθε παιχνίδι, οι φυλές αποτελούν «κράτος εν κράτει» –οι παρεμβάσεις της αστυνομίας μπορούν να εμποδίσουν τυχόν εκτροπές του, όχι όμως να το καταργήσουν.
Το «νέο» στη Βραζιλία είναι λοιπόν ότι οι φυλές σηκώνουν κεφάλι κατά της γενικότερης πολιτικής της κυβέρνησης: οι οπαδοί πολιτικοποιούνται, κατεβαίνοντας μάλιστα στους δρόμους για τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Συχνά πρόκειται βέβαια για άτομα τα οποία στην «κανονική» ζωή είναι ήδη πολιτικοποιημένα, υψώνουν όμως ένα αδιαπέραστο τείχος έναντι της πολιτικής όταν βρίσκονται στο γήπεδο. Το τείχος έπεσε τώρα. Οι οπαδοί γίνονται ένα με τους πολίτες και κάνουν πεζή πολιτική –όχι όμως κατά του Μουντιάλ γενικά, αλλά εναντίον του τρόπου διοργάνωσης και διεξαγωγής του.
Το αν η απροσδόκητη αυτή μεταλλαγή θα έχει συνέχεια είναι άδηλο. Η εφήμερη υπόσταση των φυλών, αλλά και ο μονοθεματικός χαρακτήρας εκείνων που έχουν διάρκεια, επιτρέπει πολλές αμφιβολίες για αυτό.
Από την άλλη ωστόσο, οι λόγοι που προκαλούν την πολιτικοποίηση είναι πολλοί –με κυριότερο ίσως τη FIFA. «Πρόκειται για καρκίνωμα στο σώμα του ποδοσφαίρου» λέει ο κοινωνιολόγος Ρόμαν Χόρακ. «Είναι οργανισμός που συνδυάζει μεσαιωνικούς τρόπους οργάνωσης, μαφιόζικες πρακτικές, μοντέρνο καπιταλιστικό μάρκετινγκ και ασύλληπτη διαφθορά. Το θαύμα δεν είναι η ίδια η εξέγερση, αλλά το γεγονός ότι δεν εκδηλώθηκε πολύ νωρίτερα».
Σίγουρο είναι ότι στη Βραζιλία δημιουργείται τελευταία ένα πρωτοφανές μοντέλο, το οποίο θα μπορούσε να μεταφερθεί και σε άλλες χώρες.
Μια τέτοια μίμηση θα αποτελούσε ισχυρό αντιστάθμισμα στη «βαρβαροποίηση» των οπαδών που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες, όπως στην Ιταλία: μια λανθάνουσα πολιτικοποίηση που συνδυάζει ναζιστικά με ρατσιστικά στοιχεία. «Η τάση αυτή είναι έκδηλη από τη δεκαετία του ’80» λέει ο κ. Σπιτάλερ. «Τελευταία, χάρη στους Ultra (σ.σ.: τους «σκληρούς» οργανωμένους οπαδούς), το ναζιστικό στοιχείο έχει υποχωρήσει, το ρατσιστικό όμως συνεχίζει να οργιάζει». Και αυτό αποτελεί ιδανικό έδαφος για την Ακροδεξιά.
Το καλύτερο θα ήταν βέβαια η μπάλα να μένει εκτός πολιτικής. Ετσι παίζει πιο άνετα τον πολιτιστικό της ρόλο, που συνίσταται στη μετατροπή του πάλαι ποτέ πολεμικού αγώνα σε συμβολικό, σε ειρηνική άμιλλα –με όλα τα συναισθηματικά συνακόλουθα.
«Το ποδόσφαιρο μας επιτρέπει να συμμετέχουμε σε αγώνες, στους οποίους δεν κινδυνεύουμε σωματικά» έλεγε ο κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας. «Αυτό έχει καθαρτική επενέργεια. Η μπάλα είναι, παρά τις όποιες εκτροπές, ένας πολύ πολιτισμένος τρόπος για την απόλαυση μιας μάχης».
Επιπλέον, η «απολιτίκ» μπάλα διδάσκει ήθος –στα χαρτιά τουλάχιστον. «Στη θεωρία, η ηθική της είναι προτεσταντική, επιβάλλει δηλαδή στους παίκτες συνειδητή εντιμότητα, το λεγόμενο fair play» λέει ο κ. Χόρακ. «Στην πράξη όμως αυτή έχει αντικατασταθεί από την ηθική των καθολικών, οι οποίοι επιδιώκουν την «αμαρτία», την παραβίαση των κανόνων, για να μπορέσουν να απολαύσουν κατόπιν ακέραια την άφεση αμαρτιών». Στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο μάλιστα, προσθέτει, αλλά και στα Μουντιάλ, όπως καλή ώρα στη Βραζιλία, δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο –εκεί τα πάντα έχουν αντικατασταθεί από τον κυνισμό: τα φάουλ αποτελούν πλέον οργανικό μέρος του παιχνιδιού και οι παίκτες ασκούνται για αυτά συστηματικά στις προπονήσεις τους. Γενικότερα ωστόσο, και αυτό αφορά την τεράστια πλειονότητα των 265 εκατομμυρίων οργανωμένων ποδοσφαιριστών (το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού!), το ευ αγωνίζεσθαι βρίσκει πλήρη εφαρμογή στο παιχνίδι.
Η πλήρης έξοδος της μπάλας από την πολιτική είναι ωστόσο ανέφικτη. Και μάλλον, όπως δείχνει το παράδειγμα της Βραζιλίας, και μη επιθυμητή. Το παράδοξο είναι βέβαια ότι η όποια απεξάρτησή της από την πολιτική μπορεί να γίνει μόνο με πολιτικά μέσα. Αλλά ποιος ξέρει… Η μπάλα είναι στρογγυλή. Και αυτό προδικάζει τις πιο απίθανες «φάσεις» και εκπλήξεις και σε αυτό το θαυμαστό πολιτικό «γήπεδο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ