Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από το διάγγελμα του Καστελόριζου, όπου, χωρίς συναίσθηση πως το βασίλειο χανόταν, ο πρίγκιπας με την πένθιμη γραβάτα έψαχνε σκηνικό για να διαβάσει με τα φτωχά ελληνικά του τον επικήδειο. Δεν είχε φυσικά αντιληφθεί σε ποια περιπέτεια βυθιζόταν η χώρα όταν έλεγε ότι μπαίνουμε σε μια «νέα οδύσσεια» αλλά «ξέρουμε τον δρόμο, έχουμε χαρτογραφήσει τα νερά». Εκτοτε ο επίγονος μιας δυναστείας που ταυτίστηκε με τη δημοκρατία σύρθηκε στις ευρωπαϊκές αυλές, λοιδορώντας τους υπηκόους του και λοιδορούμενος, ικέτης και αποσυνάγωγος. Με τις ίδιες βεβαιότητες μπήκε στην κρίση, και την ίδια τύχη είχε ολόκληρη σχεδόν η πολιτική τάξη. Αφού έκανε τις ηρωικές πιρουέτες της, αφού ορκίστηκε ότι δεν θα ενδώσει, αμάρτησε για τη χώρα.
Δεν ξέρουμε πώς θα καταλήξει αυτή η κρίση, σίγουρα τα νερά δεν είναι ούτε χαρτογραφημένα ούτε ήρεμα. Μια ματιά στις διαδοχικές προβολές της πορείας των μεγεθών του χρέους, του ΑΕΠ και της ανεργίας δείχνει διαδοχικές διαψεύσεις των προβλέψεων. Αν κάτι είναι σίγουρο, αυτό είναι πως η τωρινή κρίση στην Ελλάδα θα αποτελέσει ένα διεθνούς ενδιαφέροντος θέμα για τους μελλοντικούς ιστορικούς.
Η εκτίμηση των αιτιών της κρίσης ήταν σαφής στα διαγράμματα: η πορεία του ελληνικού χρέους, των κρατικών ελλειμμάτων, του ισοζυγίου πληρωμών. Αλλά το αυτονόητο κρύβει παγίδες. Θα μπορούσε να διαβάσει κανείς την κρίση ως το αποτέλεσμα του υπερτροφικού κράτους ή της αδυναμίας να εισπραχθούν φόροι και έσοδα; Ασύμμετρη ευζωία και κρατική σπατάλη ή συρρίκνωση της παραγωγής και της ανάπτυξης; Το πρώτο επίπεδο φέρνει ένα δεύτερο: Ανισορροπία στην ευρωζώνη, συνέπειες του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες; Και το δεύτερο ένα τρίτο: Συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, αλλάζει η ισορροπία των οικονομικών δραστηριοτήτων ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, πώς επηρεάζουν το εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών οι αλλαγές αυτές; Μήπως πάμε πολύ μακριά αν συσχετίσουμε το έδαφος πάνω στο οποίο εμφανίστηκε η κρίση (η οποία από κάποιο σημείο και πέρα δεν είναι μόνο ελληνική) με τη μετάβαση στην ηλεκτρονική και ψηφιακή επανάσταση, με τις ακραίες ανισότητες πλούτου, με την αυξητική πορεία των πρώτων υλών, που δείχνουν την εξάντληση ενός τρόπου παραγωγής και ενός τρόπου ζωής; Στην αρχή πολλοί αρνούνταν να συσχετίσουν την ελληνική κρίση με τη διεθνή. Μεταστρέφονται σιγά-σιγά όταν τη βλέπουν να απλώνεται από χώρα σε χώρα και όταν, σε κάθε περίπτωση, προτείνεται πανομοιότυπη θεραπεία. Βέβαια η αναζήτηση των αιτιών δεν είναι ανεξάρτητη από τη θέση του παρατηρητή, και τα κοινωνικά φαινόμενα προσφέρονται σε πολλαπλές ερμηνείες, αντίστοιχες, ως έναν βαθμό, των πολιτικών και κοινωνικών επιδιώξεων.
Η κρίση μάς αναγκάζει να βλέπουμε την εθνική ιστορία όχι σε αντίστιξη με την ευρωπαϊκή, αλλά ως διαεθνική (transnational) ιστορία, στην οποία οι εξελίξεις και τα γεγονότα σε μια χώρα είναι συνήθως συμπυκνώσεις του παγκόσμιου με το τοπικό, ωσμώσεις, διαθλάσεις, μεταφορές και μετασχηματισμοί. Το άπλωμα της κρίσης από τη μία χώρα στην άλλη, όπως συνέβη τα τελευταία τρία χρόνια, θέτει τα ίδια προβλήματα από μιαν άλλη οπτική, τα φωτίζει διαφορετικά.
Εκείνο όμως που έχει σημασία να κατανοήσουμε είναι ότι η κρίση δεν μπορεί να ιδωθεί χωριστά από τη διαχείρισή της. Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα, δηλαδή για την ασθένεια και τη θεραπεία. Οπως γνωρίζουν πολύ καλά οι μακροχρονίως πάσχοντες, αυτά με τον καιρό γίνονται ένα. Δεν μπορείς επομένως να δεις την κρίση χωρίς την πολιτική των μνημονίων, τα μνημόνια χωρίς την κοινωνική και πολιτική τους φιλοσοφία, την κρίση χωρίς τα εργαλεία ανάλυσης που δημιουργεί αυτή η φιλοσοφία. Δεν πρόκειται για θεωρητική συζήτηση. Δεν έχει νόημα να κρίνεις την αποτελεσματικότητα των δύο μνημονίων, της διαχείρισης του χρέους και των δύο μεσοπροθέσμων, ως θεραπεία της κρίσης. Είναι σαφές ότι απέτυχαν, βάθυναν την ύφεση, περιόρισαν κατά το ένα τέταρτο το ΑΕΠ, εκτόξευσαν την ανεργία στον έναν στους τρεις εργαζομένους. Γονάτισαν τη χώρα, την έφεραν σε κατάσταση ήττας ύστερα από έναν καταστροφικό πόλεμο. Ρηγματώθηκε βαθιά η δημοκρατία, βασικές έννοιες όπως η εθνική κυριαρχία, το Σύνταγμα, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα, το κοινωνικό συμβόλαιο κτλ. εξανεμίστηκαν.
Ορατά διά γυμνού οφθαλμού όλα αυτά, αλλά δεν θα έχεις απάντηση στο ερώτημα: Τι ΔΕΝ θα αποτύχαινε; Πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που θα υποστηρίζουν (σοβαρά ή προσχηματικά, δεν έχει σημασία) ότι αποφύγαμε τα χειρότερα, τη «χρεοκοπία». Το ίδιο συμβαίνει και με το ερώτημα πώς θα αντιμετωπιστεί η κρίση αν καταργήσουμε το μνημόνιο και αποδεσμευθούμε από την τρόικα. Αλλά αν δούμε ενιαία αρρώστια και φάρμακο, τότε δεν είναι η κρίση η αιτία των μνημονίων. Μνημόνια και κρίση αποτελούν μια οργανική ενότητα, μια ενιαία πολιτική, πρόκειται για τη βίαιη μεταβολή μιας κοινωνίας. Οχι μόνο της ελληνικής. Ιδιες πολιτικές εφαρμόζονται και στις άλλες χώρες, αλλού με μεγαλύτερη βαναυσότητα (Κύπρος), αλλού με λιγότερη (μέχρι στιγμής Ιταλία και λόγω μεγέθους). Πρόκειται για μεταβολή εν μέρει μόνο προσχεδιασμένη. Οχι επειδή είναι ρεαλιστική και ανοιχτή σε προσαρμογές, αλλά λόγω ετερογονίας σκοπών και αποτελεσμάτων, λόγω των ακούσιων και απροσδόκητων συνεπειών της.
Και κάτι τελευταίο. Η αντιπαράθεση του ευρωπαϊκού Νότου στον ευρωπαϊκό Βορρά δίνει πολλές φορές την αίσθηση μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε χώρες, και μάλιστα έναντι της Γερμανίας. Ωστόσο, από τη σύνοδο του Μάαστριχτ ως αυτήν της Λισαβόνας, και παρά τις προειδοποιήσεις, δεν ήταν οι πολιτικές ηγεσίες του Νότου που πάσχιζαν να ενταχθούν στη νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ένωσης και υποστήριζαν την «κρισιογόνα» αρχιτεκτονική του ευρώ; Κρίση, μνημόνια και εθνικές πολιτικές αποτελούν το τρίπτυχο μιας ιστορικής κατάστασης που μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε. Η έξοδος πάντως δεν μπορεί να μοιάζει με την Εξοδο του Μεσολογγίου. Η δημιουργία ενός σοβαρού και βιώσιμου αντίπαλου δέους είναι η μεγάλη αναγεννητική πρόκληση σήμερα. Χρειάζεται όμως άνοιγμα των οριζόντων, ανελέητη κριτική των στερεοτύπων και αναψηλάφηση των εργαλείων σκέψης.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ