Ο θάνατος της Μάργκαρετ Θάτσερ προκαλεί διχογνωμίες, εξίσου ισχυρές με την πρωθυπουργία της. Σημάδεψε μια νέα εποχή, μια αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική. Ανοιξε, μαζί με τους Ρόναλντ Ρίγκαν, Πάπα Βοϊτίλα, Χέλμουτ Κολ και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο, της οποίας όριο φαίνεται να είναι η παρούσα κρίση. Η ιστορική τριακονταετία από το 1979 που έγινε πρωθυπουργός χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση του κομμουνισμού, την ενοποίηση της Γερμανίας και της Ευρώπης, την παγκοσμιοποίηση των αγορών και από την κατίσχυση των ιδεών που περιέχονται στην κληρονομιά της, τον θατσερισμό. Πρόκειται για μια ευρύτερη και βαθύτερη αλλαγή στις σχέσεις κράτους – οικονομίας – κοινωνίας.
Η καμπύλη της αυξανόμενης διείσδυσης του κράτους στην οικονομία και στην κοινωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα, με κορύφωση την πρώτη μεταπολεμική περίοδο κεϊνσιανών πολιτικών και κράτους πρόνοιας, φθάνει στο τέλος της με τη διακυβέρνηση Θάτσερ. Από την αρχή «το κράτος λύνει τα προβλήματα», περνάμε στην αρχή «το πρόβλημα είναι το κράτος». Ολες αυτές οι ιδέες για το μικρό και επιτελικό κράτος, την εκχώρηση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών στους ιδιώτες, την απελευθέρωση των αγορών κ.λπ., που φαίνονται ως φυσικές και αυτονόητες αρχές σήμερα, εκείνη την περίοδο εγκαθιδρύθηκαν.
Αυτές οι ιδέες φυσικά υπήρχαν στο στερέωμα. Οταν ο Ντένις Χίλι, ηγέτης των Εργατικών, είχε επισκεφθεί το ΔΝΤ το 1975, έλεγε ότι διάβασε ένα εξαιρετικό βιβλίο από «κάποιον Μίλτον Φρίντμαν» και πως του φαινόταν ότι αυτή η Σχολή του Σικάγου κάνει «ενδιαφέροντα πράγματα» στη Χιλή (μετά το πραξικόπημα Πινοσέτ). Θα χρειαζόταν και η Αγγλία, συνέχιζε, ένα «άγγιγμα μονεταρισμού» και περικοπής των δημοσίων δαπανών. Αλλά ό,τι οι Εργατικοί μπορεί να σκέφτονταν μα δεν τολμούσαν να προφέρουν το κήρυξε διαπρυσίως η Θάτσερ. Διέρρηξε με τόλμη τη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, την οποία ακόμη και οι κυβερνήσεις των Τόρις, όπως άλλωστε και οι συντηρητικές κυβερνήσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, είχαν αποδεχθεί και εφαρμόσει.
Αλλά αυτή η ιστορική αλλαγή παραδείγματος δεν ήταν ούτε προϊόν ξαφνικού φωτισμού του δρόμου προς την ελευθερία ούτε συνωμοσίας εις βάρος των φτωχών, παρ’ ότι είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ταξικού πολέμου των πλουσίων. Ο θατσερισμός ήλθε να καλύψει ένα τεράστιο κενό. Ηλθε στη σωστή ώρα και με μια χαρισματική προσωπικότητα που συνδύαζε τόλμη και αποφασιστικότητα, σαγήνη και εκφοβισμό. Πράγματι, η Αγγλία στη δεκαετία του ’70 ήταν μια χώρα σε παρακμή. Ζούσε τη μετα-αυτοκρατορική μελαγχολία, με δομές βιομηχανίας από τον καιρό της Βιομηχανικής Επανάστασης, με εξίσου πεπαλαιωμένο πολιτικό σύστημα, με πληθωρισμό που έφθανε το 25%, με δανεισμό από το ΔΝΤ. Στην κοινωνία επικρατούσε ένα μείγμα καταναλωτισμού και welfare, φυλετικών συγκρούσεων και αδιέξοδων εργατικών αγώνων. Οι κοινωνικές διευθετήσεις τακτοποιούνταν με ένα είδος κορπορατισμού, μέσα από συνεννοήσεις κράτους – βιομηχάνων – συνδικαλιστών, ενώ το κράτος πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένου του National Health System, γινόταν όλο και πιο γραφειοκρατικό, χρονοβόρο, αναποτελεσματικό, μηχανισμός επιτήρησης, αποξενωμένο. Η κατάσταση αυτή δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα κούρασης και αδυναμιών. Η δεκαετία του ’70 ήταν η αρχή του τέλους ενός βιομηχανικού συστήματος που βασιζόταν στη μαζική παραγωγή σειράς (φορντισμός), στην ενεργοβόρα βιομηχανία (πετρέλαιο), στις σταθερές ισοτιμίες και στις δομημένες εργασιακές σχέσεις. Βασίστηκε σε μια συνεχή μείωση των τιμών του πετρελαίου, η οποία ανατράπηκε στις αρχές της δεκαετίας συμπαρασύροντας όχι μόνο τις υπόλοιπες πρώτες ύλες αλλά συνολικά το κόστος παραγωγής, καθώς και τις χρηματοπιστωτικές σχέσεις, μετά την ανατροπή της δέσμευσης του δολαρίου στον χρυσό που είχε εγκαθιδρυθεί μεταπολεμικά. Το εργατικό κόστος, τα εξωτερικά χρέη, οι δημόσιες δαπάνες, στη νέα φάση, έγιναν πλέον προβλήματα και μάλιστα δυσεπίλυτα. Αποτέλεσμα, η χρόνια ακυβερνησία. Η αλλαγή πλαισίου φαινόταν επικείμενη, αλλά όχι ακόμη στον ορίζοντα. Εκείνο που η Θάτσερ κατόρθωσε ήταν να φέρει το αδιανόητο μέσα στον πολιτικό ορίζοντα και να το φυσικοποιήσει, να το εντάξει δηλαδή μέσα στην αγγλική εθνική ιδεολογία. Για τον λόγο αυτόν επανέφερε τις βικτωριανές αξίες στο προσκήνιο, τόνισε τον ρόλο της οικογένειας, της ατομικής ευθύνης και της υπευθυνότητας.

Τέλος, τόνωσε τη βρετανική υπερηφάνεια (με τον πόλεμο των Φόκλαντς) και έκανε trendy όλες τις συντηρητικές αξίες, απενοχοποίησε τον πλούτο, τον ταξικό εγωισμό, την καταστολή. Οταν οι αντίπαλοί της δεν τολμούσαν να αναφερθούν στις βασικές αξίες της ιδεολογίας τους, η Θάτσερ ενέταξε την οικονομική πολιτική της μέσα σε ένα ευρύτερο σχέδιο αλλαγής της κουλτούρας και της νοοτροπίας των Βρετανών, εν τέλει μέσα σε ένα σχέδιο αλλαγής της κοινωνίας. Το περίφημο απόφθεγμα «There’s no such thing as society… only individuals and families» δείχνει μια φιλοσοφική πεποίθηση, και αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας της κληρονομιάς της. Το επιστέγασμα ήταν η θατσεροποίηση της αντιπολίτευσης. Ο Τόνι Μπλερ κέρδισε αξιοποιώντας την κληρονομιά της. Εκτοτε η Βρετανία πολιτικά δεν μπόρεσε να βγει από την τροχιά της. Ο Αντόνιο Γκράμσι ποτέ δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί πού και πώς η θεωρία του για την Ηγεμονία θα έβρισκε την εντελέστερη εφαρμογή της.

Πώς κρίνουμε αυτή την κληρονομιά σήμερα; Εχει λεχθεί ότι η Θάτσερ έσωσε την οικονομία και καταρράκωσε την κοινωνία. Αυτό έχει σχετική αλήθεια. Η κοινωνία άλλαξε, και το Λονδίνο είναι η απόδειξη της γέννησης μιας νέας κοινωνίας που βασίστηκε στον νέο πλούτο. Αλλά τώρα αυτό το νέο πλαίσιο, οι κληρονομιές του θατσερισμού, έχει οδηγήσει σε μια φοβερή κρίση την Ευρώπη, σε μια κρίση συγκρίσιμη με τη μεσοπολεμική. Καθώς η οικονομική κατάρρευση της Νότιας Ευρώπης θεωρείται ζήτημα χρόνου, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε την εποχή της Θάτσερ. Καμία νοσταλγία φυσικά για την προθατσερική σοσιαλδημοκρατική εποχή, κριτική για την αποτυχία της μεταθατσερικής Σοσιαλδημοκρατίας, εκείνο που πιθανόν χρειάζεται είναι να σκεφτούμε μια αντι-Θάτσερ με τις ικανότητες και το ηγετικό προφίλ της Σιδηράς Κυρίας. Μια πολιτική ηγεσία που θα σκεφτεί το αδιανόητο, θα διαρρήξει τη νέα συναίνεση και θα αποπειραθεί το αδύνατον, ως έξοδο από τον βάλτο της κρίσης.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ