Παράθυρο αισιοδοξίας για επίλυση της μεγαλύτερης εκκρεμότητας της ελληνικής αγοράς, της τύχης της Μαρινόπουλος ΑΕ, άνοιξε το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών παρέχοντας στην εταιρεία προσωρινή προστασία από τους πιστωτές ως τις 21 Σεπτεμβρίου –τότε πρόκειται να εκδικαστεί η αίτηση υπαγωγής της αλυσίδας στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρέχεται χρόνος τόσο στη διοίκηση της εταιρείας όσο και στους επικεφαλής της Ι. & Σ. Σκλαβενίτης ΑΕΕ να εξετάσουν τα περιθώρια που υπάρχουν για την εξαγορά της πρώτης από τη δεύτερη.
Δηλαδή, να γίνει κυρίως οικονομικός έλεγχος στη Μαρινόπουλος για να διαπιστωθεί αν πράγματι το ύψος των οφειλών είναι περί τα 1,4 δισ. ευρώ, όπως αναγράφεται στην αίτηση προστασίας που υποβλήθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ή περισσότερα και πόσο.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», η οικογένεια Σκλαβενίτη είναι διατεθειμένη να εξαγοράσει την εταιρεία εφόσον οι υπερβάλλουσες οφειλές της Μαρινόπουλος ΑΕ –αν υπάρχουν –είναι λελογισμένες και ως εκ τούτου διαχειρίσιμες, δηλαδή δεν υπερβαίνουν συνολικά επί παραδείγματι τα 1,6 δισ. ευρώ.
Παράλληλα η απόφαση για την εξαγορά είναι συνάρτηση της τραπεζικής χρηματοδότησης που θα δεχθεί η Σκλαβενίτης ΑΕΕ, δηλαδή αν οι όροι της δανειοδότησής της είναι συμφέροντες.
Εφόσον λοιπόν οι δύο αυτές προϋποθέσεις ικανοποιηθούν, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την απόκτηση από την οικογένεια Σκλαβενίτη του μεγαλύτερου δικτύου καταστημάτων της ελληνικής αγοράς και φυσικά θα σωθούν οι περίπου 10.800 θέσεις εργασίας της Μαρινόπουλος ΑΕ.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην επιστολή που απέστειλε το νομικό γραφείο με το οποίο συνεργάζεται ο όμιλος Σκλαβενίτη στους μετόχους της Μαρινόπουλος –κατατέθηκε ως ενισχυτικό στοιχείο στο δικαστήριο -, η οριστική απόφαση «εξαρτάται από πλήθος προϋποθέσεων, στις οποίες οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται η διαμόρφωση αποδεκτής συμφωνίας με τον Ομιλο Μαρινόπουλος ΑΕ και τις τράπεζες. Κρίσιμες επίσης προϋποθέσεις είναι η διενέργεια ικανοποιητικού due diligence (οικονομικού, φορολογικού και νομικού), η έγκριση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού και οι τυχόν εξ αυτής απορρέουσες ρυθμίσεις, η διατήρηση των υφιστάμενων λειτουργιών και δικτύου καταστημάτων του Ομίλου, αλλά και εν τέλει από λοιπές συνθήκες που είτε θα διαπιστωθούν είτε θα διαμορφωθούν κατά τη χρονική διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης».
Πάντως αυτό που συνέβη στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων ήταν εντυπωσιακό. Από τη μία πλευρά ήταν οι τράπεζες οι οποίες ασκούσαν ισχυρές πιέσεις στην οικογένεια Σκλαβενίτη να προχωρήσει στην εξαγορά της Μαρινόπουλος ως τη μοναδική αξιόπιστη λύση που υπήρχε και από την άλλη πλευρά υπήρχε ισχυρή πίεση πολλών προμηθευτών προς την ίδια κατεύθυνση, οι οποίοι γνώριζαν ότι σε διαφορετική περίπτωση θα έχαναν επί της ουσίας τα χρήματά τους.
Εν τω μεταξύ οι αρχικοί δισταγμοί της οικογένειας Σκλαβενίτη άρχισαν να κάμπτονται όταν από τη μελέτη των στοιχείων διαπίστωσαν ότι υπό ορισμένους όρους φυσικά η εξαγορά θα ήταν συμφέρουσα για τους ίδιους. Στην περίπτωση που το καλό σενάριο τελικώς υλοποιηθεί, η Σκλαβενίτης ΑΕΕ θα αποκτήσει ένα δίκτυο που θα πλησιάζει συνολικά τα 700 σημεία πώλησης –περίπου τα 387 είναι ιδιότητα της Μαρινόπουλος, από τα οποία τα 200 βρίσκονται εκτός Αττικής. Το τοπίο του λιανεμπορίου αλλάζει πλέον τελείως.
Η κυβέρνηση


Παράλληλα άμεση εμπλοκή στο παρασκήνιο είχε και το Μέγαρο Μαξίμου. Σε κυβερνητικό επίπεδο είχε συσταθεί τριμελής επιτροπή με επικεφαλής τον υπουργό Επικρατείας κ. Νίκο Παππά και με τη συμμετοχή του επίσης υπουργού Επικρατείας κ. Αλέκου Φλαμπουράρη και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κ. Γιάννη Δραγασάκη.
Στη διάρκεια μάλιστα των τελευταίων μηνών και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έγινε πλήθος συναντήσεων μεταξύ των προαναφερομένων κυβερνητικών παραγόντων και ανθρώπων που εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα με την υπόθεση Μαρινόπουλου.
Υπήρξε ένα οργιώδες πολιτικο-οικονομικό παρασκήνιο διότι υπήρχε –και υπάρχει ακόμη, αν και σε μικρότερο βαθμό πλέον –ο κίνδυνος της χρεοκοπίας της Μαρινόπουλος ΑΕ, τις συνέπειες της οποίας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να χειριστεί η κυβέρνηση δίχως κόστος. Και σε κάθε περίπτωση ήταν ενήμερος και ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος», μία από τις πιο κρίσιμες συναντήσεις έγινε το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας με τη συμμετοχή από κυβερνητικής πλευρά των κ.κ. Παππά και Δραγασάκη και με τη συμμετοχή του κ. Λεωνίδα Μαρινόπουλου.
Ηταν την παραμονή της υποβολής της αίτησης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για την ένταξη της εταιρείας σε καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές της. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ήταν ενήμερη για την υποβολή της αίτησης και προφανώς συνηγορούσε προς αυτή την εξέλιξη. Παρεμπιπτόντως η πρόταση των δύο αμερικανικών funds για την εξαγορά απορρίφθηκε διότι, όπως λένε πηγές που γνωρίζουν, πρότειναν «κούρεμα» 85% των υποχρεώσεων της εταιρείας για να την εξαγοράσουν.
Η επιχειρηματική διαδρομή ξεκίνησε το 1893
Το πρώτο φαρμακείο, η Famar και το λιανεμπόριο
Η επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας Μαρινόπουλου άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα. Τον Νοέμβριο του 1893 ο Δημήτρης Μαρινόπουλος, από την Ελίκη Αιγιαλείας, ίδρυσε το πρώτο φαρμακείο Μαρινόπουλος στη Νεάπολη της Αθήνας.
Το πρώτο αυτό μικρό κατάστημα μεταφέρθηκε το 1900 σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, στη γωνία Σόλωνος και Ζωοδόχου Πηγής. Το 1905 με τον αδελφό του Πάνο ίδρυσαν άλλο ένα φαρμακείο στην οδό Φιλελλήνων. Το 1908 άνοιξε το γνωστό φαρμακείο στην περιοχή της Ομόνοιας και το 1938 στο Κολωνάκι. Ως εκ τούτου, η βιομηχανική εμπλοκή στον κλάδο των φαρμάκων το 1949 ήταν η φυσική συνέπεια της ως τότε δραστηριότητας της οικογένειας.
Η οικογένεια Μαρινόπουλου από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν άρχισε τη λειτουργία της η Famar ΑΕ, για περισσότερο από 60 χρόνια είχε σημαίνοντα ρόλο, όχι μόνο στο οικονομικό προσκήνιο αλλά και στο πολιτικό παρασκήνιο. Η δεύτερη επιχειρηματική γενιά, οι Δημήτρης και Γιάννης Μαρινόπουλος, ήταν αυτοί που ανέδειξαν τα βιομηχανικά χαρακτηριστικά της οικογένειας.
Η εμπλοκή με το λιανεμπόριο ήλθε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και τότε επί της ουσίας τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του λιανεμπορίου των επόμενων δεκαετιών. Και κανείς φυσικά δεν θα μπορούσε να προεξοφλήσει τα όσα διαδραματίζονται σήμερα εντός και γύρω από την εταιρεία Μαρινόπουλος ΑΕ που διαχειρίζεται τον κλάδο των σουπερμάρκετ, ούτε θα μπορούσε να φανταστεί το γεγονός ότι τα τέσσερα πρώτα ξαδέλφια, τα παιδιά του Δημήτρη και του Γιάννη Μαρινόπουλου, επί πέντε μήνες, από τον περασμένο Ιανουάριο, στην πιο κρίσιμη περίοδο που καθορίστηκε η τύχη της εταιρείας, δεν θα μιλούσαν μεταξύ τους. Τόσο τεταμένες ήταν και φαίνεται πως παραμένουν οι σχέσεις τους.
Μπορεί εμφανώς το κύριο βάρος για τη διάσωση της εταιρείας να έχει αναλάβει ο κ. Λεωνίδας Μαρινόπουλος, αλλά επί της ουσίας μετά την κατάρρευση της συμφωνίας που υπήρχε με την Ι. Σ. Σκλαβενίτης ΑΕΕ και οι τέσσερις επικεφαλής του ομίλου έχουν πλέον επωμιστεί από κοινού το οικονομικό βάρος της διάσωσης.
Οπως επί παραδείγματι έχει ενεχυριαστεί, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το 100% των μετοχών της Famar ΑΕ. Βεβαίως το δράμα των τελευταίων ημερών πρωτίστως αφορά τους 10.800 εργαζομένους της Μαρινόπουλος ΑΕ, το σύνολο των προμηθευτών, αλλά και την υστεροφημία –εκτός από το οικονομικό πλήγμα, το οποίο έτσι κι αλλιώς είναι εντυπωσιακό –της οικογένειας Μαρινόπουλου.
Στα χρόνια της ύφεσης οι επενδύσεις του ομίλου εντός της ελληνικής αγοράς επλήγησαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, κυρίως διότι αφορούσαν το λιανεμπόριο και ως εκ τούτου ήταν άμεσα εκτεθειμένες στη θύελλα που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2008. Η περίπτωση της Μαρινόπουλος ΑΕ, δηλαδή ο κλάδος των σουπερμάρκετ, δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Στην προκειμένη περίπτωση οι συνέπειες της ύφεσης διασταυρώθηκαν με τον ανορθολογισμό της λειτουργίας της, με αποτέλεσμα να γίνει πιο εκρηκτικό το μείγμα και λόγω του μεγέθους της εταιρείας πιο εκκωφαντική η έκρηξη.
Η εμπλοκή της οικογένειας με τον κλάδο του λιανεμπορίου άρχισε το 1962 όταν οι Γιάννης και Δημήτρης Μαρινόπουλος επιχείρησαν να εισαγάγουν στην ελληνική αγορά τη μορφή του self service στο λιανεμπόριο, δηλαδή το σύγχρονο σουπερμάρκετ. Αυτό έγινε σε συνεργασία με τον γαλλικό όμιλο Le Printemps και έτσι δίπλα στην επωνυμία Μαρινόπουλος έβαλαν το σήμα Prisunic –το γνωστό ΡΜ, όπως έγινε γνωστό τη δεκαετία του 1970.
Η συνεργασία αυτή ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Le Printemps οδηγήθηκε σε παρακμή και τη θέση της κατέλαβε ο επίσης γαλλικός όμιλος Promodes, και όταν το 1999 η Promodes συγχωνεύθηκε με την Carrefour, η επωνυμία της συνεργασίας ήταν Carrefour – Μαρινόπουλος ΑΕ. Και η συμφωνία αυτή έληξε τον Ιούνιο του 2012, με την οικογένεια Μαρινόπουλου να κατέχει πλέον το 100% των μετοχών.
Ο «χρυσούς κανών»
«Οχι αποικία επενδυτών αλλά συνεργάται»
Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής δραστηριότητας της οικογένειας ήταν η συνεργασία της με ξένους ομίλους. Οπως έλεγε τον Δεκέμβριο του 1969 ο Δημήτρης Μαρινόπουλος, τότε πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ): «Δεν επιθυμούμεν να είμεθα αποικία των ξένων επενδυτών αλλά συνεργάται των εντός του ελληνικού χώρου». Αυτή η φράση φαίνεται πως αποτέλεσε τη στρατηγική επιλογή και τον «χρυσούν κανόνα» στην επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας και πριν αλλά και στις επόμενες δεκαετίες. Με όλους τους ξένους ομίλους που συνεργάστηκε η οικογένεια Μαρινόπουλου η συνεργασία έγινε επί ίσοις όροις!
Η αλυσίδα Fnac ήταν το πρώτο θύμα της κρίσης στον όμιλο
Η τρίτη γενιά της οικογένειας αποτελείται από τους κ.κ. Π. Ι. Μαρινόπουλο, Στ. Ι. Μαρινόπουλο, Π. Δ. Μαρινόπουλο και Λ. Δ. Μαρινόπουλο –και ήδη έχει αρχίσει να έχει ρόλο και η πολυπληθέστερη τέταρτη γενιά. Στον εσωτερικό καταμερισμό ενδεικτικά μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι στην ευθύνη του κ. Λεωνίδα Δ. Μαρινόπουλου ανήκει η Μαρινόπουλος ΑΕ, στην οποία είναι πρόεδρος, ο κ. Πάνος Ι. Μαρινόπουλος έχει την ευθύνη της αλυσίδας καταστημάτων Starbucks –είναι πρόεδρος της Starbucks – Μαρινόπουλος Εταιρεία Καφέ ΑΕΕ -, ενώ ο κ. Στέφανος Ι. Μαρινόπουλος την αλυσίδα καταστημάτων Marks & Spencer, αλλά και οι τέσσερις ασχολούνται με τη Φαμάρ ΑΕ.
Στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογενείας περιλαμβάνονται επίσης οι συνεργασίες με τους ομίλους LVMH (με τα καταστήματα Sephora) και Grandvision (με τα καταστήματα Grand Optical), αλλά και η αμερικανική Gap Inc.
Στο μπουκέτο των συνεργασιών του ο όμιλος Μαρινόπουλος είχε και τη γαλλική αλυσίδα Fnac, την οποία έληξε νωρίς. Η γαλλική αλυσίδα αποχώρησε και τα δύο καταστήματά της πουλήθηκαν στην Public. Ηταν το πρώτο θύμα της κρίσης μεταξύ των εταιρειών του ομίλου. Οπως είναι φυσικό, η εμπορική δραστηριότητα του ομίλου στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχει συρρικνωθεί χωρίς ωστόσο –εκτός από τη Fnac –να «κατέβουν» τα εμπορικά σήματα από την ελληνική αγορά.
Η επιχειρηματική σιγουριά όμως του ομίλου είναι η Famar ΑΕ, η οποία θεωρείται ο μεγαλύτερος «φασονατζής» φαρμάκων στην ευρωπαϊκή αγορά. Η μεγάλη άνοδος της εταιρείας ήλθε μετά το 1990 όταν, βασιζόμενη στην οικονομική ευρωστία της οικογένειας Μαρινόπουλου, εξαγόρασε τα εργοστάσια της Ciba – Geigy, της Pfizer, της Roche, της Squiz και της Santoz.
Σήμερα, έχοντας επεκταθεί στον ευρωπαϊκό χώρο, διαθέτει έντεκα εργοστάσια, τα τέσσερα από αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα (Ανθούσα, Αλιμος και δύο στον Αυλώνα) και επτά στο εξωτερικό (τέσσερα στη Γαλλία και από ένα σε Ισπανία, Ιταλία και Ολλανδία). Απασχολεί συνολικά 3.200 άτομα, από τα οποία τα 1.200 στην Ελλάδα. Και συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών παραγωγής φαρμάκων και καλλυντικών για λογαριασμό τρίτων στην Ευρώπη. Μάλιστα το εύρος των δραστηριοτήτων της καλύπτει όλο το φάσμα, από την ανάπτυξη προϊόντων, τη διαχείριση πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας, την παραγωγή και τη συσκευασία φαρμακευτικών και καλλυντικών μορφών ως την αποθήκευση και τη φυσική διανομή έτοιμων προϊόντων.

Διαβάστε επίσης: Σχέδιο διάσωσης των τραπεζών για τη Euromedica

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ