Οταν το 1994 το περιοδικό «Τime» αποκάλεσε στο εξώφυλλό του τον Ντάνιελ Ντέι-Λούις «ηθοποιό χαμαιλέοντα» και στο κείμενο που ακολουθούσε «πληρέστερο ηθοποιό της γενιάς του», ελάχιστοι θα πρέπει να είχαν αντίθετη γνώμη. Σε ηλικία μόλις 36 ετών τότε, ο γιος του ποιητή και συγγραφέα Σέσιλ Ντέι-Λούις και της ηθοποιού Τζιλ Μπάλκον τα είχε κατακτήσει όλα. Ενα Οσκαρ για το «Αριστερό μου πόδι» του Τζιμ Σέρινταν –όπου έπαιξε τον παράλυτο ιρλανδό ζωγράφο Κρίστι Μπράουν -, την αποδοχή της κριτικής και –το σημαντικότερο για έναν ηθοποιό –την καταξίωσή του στο κοινό, πράγμα στο οποίο συνέβαλε η γοητευτική παρουσία του ως μιγάδα Χοκάι στον «Τελευταίο των Μοϊκανών» του Μάικλ Μαν.
Στην πορεία όμως τα πράγματα άλλαξαν. Χωρίς ποτέ να προδώσει τις αρχές του, ο Ντάνιελ Ντέι-Λούις παρουσίασε ένα πρόσωπο τελειομανούς, εσωστρεφούς και υπερβολικά προσεκτικού στις επιλογές του ηθοποιού, με αποτέλεσμα από κάποια στιγμή και μετά πολλοί θεατές των νεότερων γενεών να μη γνωρίζουν καν την ύπαρξή του.

Απομακρύνθηκε από την πολυκοσμία για να μάθει την τέχνη του υποδηματοποιού στην Ιρλανδία και στην Τοσκάνη, απολαμβάνοντας συγχρόνως την οικογενειακή θαλπωρή με την πρώτη γυναίκα του, τη Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ, στο πλάι της οποίας παραμένει σήμερα. Αρνήθηκε ρόλους που αποδείχθηκαν σημαντικοί: τον δράκουλα Λέσταντ της «Συνέντευξης με έναν βρικόλακα» (τον ενσάρκωσε ο Τομ Κρουζ), τον πάσχοντα από AIDS ήρωα που έπαιξε τελικά ο Τομ Χανκς στη «Φιλαδέλφεια», ακόμα και τον ηρωικό μαχητή Αραγκορν της τριλογίας του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» που τελικά χάρισε στον Βίγκο Μόρτενσεν τη διεθνή αναγνώριση που ποτέ ως τότε δεν είχε καταφέρει να κερδίσει.

«Αν είναι κανείς τόσο καλός ηθοποιός όσο ο Ντέι-Λούις, ισοδυναμεί με πλατιά θεατρική χειρονομία, σε ένα είδος εκπεφρασμένης αποδοκιμασίας, το ότι έχει να παίξει πέντε ολόκληρα χρόνια». Να όμως που οι σποραδικές εμφανίσεις του στο σινεμά δικαιώνονται με Οσκαρ, έχει πάρει άλλα δύο Α’ ρόλου για το «Θα χυθεί αίμα» και τον «Λίνκολν», οπότε το όνομά του εξακολουθεί να εμπνέει κύρος και κάθε νέα του δουλειά αποτελεί γεγονός. Πώς θα μπορούσε να μη συμβεί αυτό άλλωστε εφόσον ο «Λίνκολν», η τελευταία μέχρι σήμερα ταινία του, είναι του 2012!