H πρόσκληση ήταν για τις 11 το πρωί. Brunch στην κατοικία του πρεσβευτή του Μεξικού προς τιμήν του Κάρλος Φουέντες. Σκέφτηκα να πάω στο αστικό διαμέρισμα της οδού Στησιχόρου με τα πόδια, διασχίζοντας τον Εθνικό Κήπο. Το πρωινό ήταν χλιαρό και αυτή τη φορά ο Κήπος μού φάνηκε περιποιημένος, κουρεμένος, σκαλισμένος, με φρεσκοστρωμένες αλέες. Μοναδική παραφωνία – θλιβερή αντίστιξη – τα αγάλματα και οι ανδριάντες, κατάμαυρα από την αιθαλομίχλη. Στο έμπα του Κήπου ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, σχεδόν αγνώριστος – τόσο μαύρος. Κοντά στη λιμνούλα, με το καφέ νερό, τρεις ηλικιωμένοι συζητούσαν για το παράδοξα επίκαιρο και… ζωτικό θέμα των αβγών στρουθοκαμήλου. «Δώδεκα φορές σαν το αβγό της κότας» είπε ο ένας, δίνοντας την εντύπωση του μεγέθους. Αισθάνθηκα ότι ήμουν βουτηγμένος σε διήγημα του Κάρλος Φουέντες, σαν αυτό που είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδυ, με τα φαντάσματα να κυκλοφορούν σε κάποιο μέγαρο, την εποχή της αυτοκράτειρας Καρλότας.


Καθήσαμε στο μακρόστενο τραπέζι της τραπεζαρίας. Ο Κάρλος Φουέντες στην κεφαλή, μαζί με τον οικοδεσπότη, τον πρεσβευτή Αλεχάνδρο Δίας, κάτω από μια νεκρή φύση με καρπούζια. Μοιάζαν σαν δίδυμοι αδελφοί. Ο μεξικανός συγγραφέας, που ζει μισό χρόνο στο Μεξικό και μισό χρόνο στο Λονδίνο, φορούσε ένα ραφ πουκάμισο, μπεζ παντελόνι· λεπτό μουστάκι α λα Κλαρκ Γκέιμπλ, ή μάλλον το λεπτό μουστάκι της λατινικής αρρενωπότητας. Είναι 75 ετών, φαινόταν πολύ νεότερος και ήταν έτοιμος να μιλήσει για όλα.


H πολιτική δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από μια συζήτηση με λατινοαμερικάνο συγγραφέα, πολύ περισσότερο αν αυτός είναι ο Κάρλος Φουέντες, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να παίρνει θέση για τα μείζονα προβλήματα του καιρού μας. Μίλησε για την Κούβα, για το έλλειμμα δημοκρατίας σε αυτή την τόσο εμβληματική για την επανάσταση νησιωτική χώρα της Καραϊβικής. Μίλησε για το εμπάργκο κατά της Κούβας, που φαίνεται ότι αποτελεί τη συνεκτική δύναμη του καθεστώτος του Κάστρο. Μίλησε για το Μεξικό και για τις ΗΠΑ, ένα ευκίνητο ποντίκι δίπλα σε έναν δυσκίνητο ελέφαντα. Μίλησε για την 11η Σεπτεμβρίου και για τον υπερεθνικισμό των ΗΠΑ, που αυτή τη στιγμή είναι ο πιο επικίνδυνος. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η θέση για τον αμερικανικό εθνικισμό, αν λάβουμε υπόψη μας πόσο μελάνι έχει χυθεί στις μέρες μας για τους κινδύνους από τους τοπικούς εθνικισμούς, αν λάβουμε υπόψη μας τι συζητούσαμε για τους βαλκανικούς εθνικισμούς την περίοδο της γιουγκοσλαβικής κρίσης. Προχθές που ο Μπους τζούνιορ εμφανίστηκε ως ο άγιος προστάτης των λαών, προβάλλοντας το καταπληκτικό επιχείρημα της ανωριμότητας ορισμένων λαών, μιλώντας φυσικά για το Ιράκ, θυμήθηκα την παρατήρηση του Φουέντες.


Μεξικανός, γεννημένος στον Παναμά και κοσμοπολίτης εξ ορισμού, ακολουθώντας τον διπλωμάτη πατέρα του στις μετακινήσεις του, ο Φουέντες στηρίζεται στην τοπικότητα, στη «μεξικανικότητα», αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο, για να κάνει μια λογοτεχνία καθολική. Ο ίδιος παρατήρησε ότι η μεγάλη και καθολική λογοτεχνία του Μάρκες ή του Κούντερα δεν αρνείται ούτε στιγμή την τοπικότητα. Και ότι στη δική του λογοτεχνία η ταυτότητα είναι πανταχού παρούσα. Είναι η ταυτότητα του Μεξικού, ευρωπαϊκή, μέσα από το ισπανικό στοιχείο, και αμερικανική μέσα από την τοπική κουλτούρα των ιθαγενών. H ταυτότητα του Μεξικού, είπε ο Φουέντες, είναι η ταυτότητα της διαφορετικότητας: διαφορετικότητα πολιτική, θρησκευτική, σεξουαλική, πολιτιστική. Επειτα είναι και το παγκόσμιο περιβάλλον της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Τα ισπανικά είναι η δεύτερη πιο διαδεδομένη ευρωπαϊκή γλώσσα, μετά τα αγγλικά, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ισπανόφωνη λογοτεχνία από το να είναι ένα ενιαίο σύμπαν. Την υποστήριξε πολύ καλά αυτή τη θέση ο Κάρλος Φουέντες, προσθέτοντας ότι δεν συμβαίνει το ίδιο με την αγγλόφωνη λογοτεχνία, στην οποία, ενώ το γλωσσικό όχημα είναι το ίδιο, υπάρχουν τεράστιες ή και χαώδεις διαφορές ανάμεσα στην αγγλόφωνη λογοτεχνία που γράφεται στον Καναδά, στη Νότια Αφρική, στην Ινδία ή στην Κεϋλάνη. Κάνοντας μάλιστα μια περιοδολόγηση της λατινόφωνης λογοτεχνίας μίλησε για τη γενιά του «μπουμ», στην οποία ανήκει ο ίδιος, ο Μάρκες κ.ά., για τη γενιά του «μπούμερανγκ», την αμέσως επόμενη, και για τη γενιά του «κρακ», δηλαδή τους σημερινούς τριαντάρηδες ως σαραντάρηδες, στους οποίους αναφέρθηκε πολύ τρυφερά, ονομάζοντας τους σύγχρονους Μεξικανούς Χόρχε Βόλπι, Ιγνάσιο Παρίγια και Χαβιέρ Βελάσκες.


Στην Ελλάδα είχε έρθει πριν από τριάντα χρόνια. Δεν γνωρίζει καλά την ελληνική λογοτεχνία και θεωρεί ότι το πρόβλημά της είναι πως δεν έχει μεταφραστεί πολύ. Αναφέρθηκε σε ορισμένους έλληνες συγγραφείς, τον Μισέλ Φάις, τον Ευγένιο Αρανίτση, τον Θωμά Σκάσση. Ακούγοντας αυτά τα ονόματα σκέφθηκα πόσο παράδοξα λειτουργεί η πρόσληψη ενός συγγραφέα ανάλογα με τον αποδέκτη. Θα ήθελα πάρα πολύ να ακούσω πώς λειτουργεί σε μια συγγραφική συνείδηση, όπως του Φουέντες στην περίπτωση μας, ένα άλλο συγγραφικό σύμπαν. Είπε πάντως ότι τον τραβούν πολύ ορισμένοι ελληνικοί τίτλοι, όπως το Σχεδόν μελό, της Μαρίας Ευσταθιάδη, Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη της Αμάντας Μιχαλοπούλου, Δυο φορές Ελληνας του Μένη Κουμανταρέα.


Γύρω από το τραπέζι της πρεσβευτικής κατοικίας ήταν και οι τέσσερις εκδότες του Φουέντες στα ελληνικά. H Λουίζα Ζαούση, ο Θόδωρος Μαλικιώσης, ο Σταύρος Πετσόπουλος, ο Ανταίος Χρυσοστομίδης. Ηταν μια ευγενική συνύπαρξη, σπάνια για τον άγριο κόσμο των ελληνικών σχέσεων. Στο τέλος ένα κομμάτι γλυκού καρύδας με φράουλα σήμανε τον αποχαιρετισμό στο αθηναϊκό πρωινό με τον Φουέντες.