Είναι Κυριακή πρωί στο λιμάνι των Οινουσσών, λίγο πιο μακριά από το άγαλμα της Οινουσσιώτισσας μάνας. Το καραβάκι από τη Χίο έχει φτάσει πριν μερικά λεπτά. Κατέβηκαν λίγοι επισκέπτες και ανάμεσά τους μια ομάδα μαθητών και καθηγητών από το 1ο ΓΕΛ Ραφήνας, γύρω στα 25 άτομα.
Μαζί τους η συναδέλφισσα Αγγελική Λάζου κι εγώ. Είναι οι νικητές του Διαγωνισμού Σχολικών Εφημερίδων του ΒΗΜΑΤΟΣ και καλύπτουμε το εκπαιδευτικό ταξίδι των παιδιών σε Χίο και Οινούσσες, το έπαθλο για τη διάκρισή τους.
Μαθητές και εκπαιδευτικοί ακούν τις βασικές πληροφορίες για τις επισκέψεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα της ημέρας καθώς και στοιχεία για το ρόλο και τη θέση του νησιού στην ελληνική ναυτιλία.
Και τότε ένας κύριος μας πλησιάζει και ζητά ευγενικά τον λόγο.
«Συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά άκουσα ότι μιλάτε για ναυτιλία και θα ήθελα να πω δύο κουβέντες, διότι κι εγώ στην ναυτιλία εργάστηκα, στα ναυπηγεία. Πράγματι, η ελληνική ναυτιλία ανθεί και παλιότερα ανθούσαν και τα ναυπηγεία μας. Δούλευα εκεί. Έδιναν ψωμί σε πολλές οικογένειες, ανάμεσα σε αυτές και η δική μου. Ίσως να με έχετε ήδη καταλάβει».
«Η φτώχεια και η ανέχεια προετοίμασαν το έδαφος ώστε να κυριαρχήσουν μέσα σε λίγα χρόνια στην περιοχή οι φασίστες»
Τα παιδιά άρχισαν να κοιτάζονται μεταξύ τους.
«Όταν έκλεισαν τα ναυπηγεία στο Πέραμα και τόσοι εργάτες βρέθηκαν άνεργοι», συνέχισε, «ήταν τότε που η φτώχεια και η ανέχεια προετοίμασαν το έδαφος ώστε να κυριαρχήσουν μέσα σε λίγα χρόνια στην περιοχή οι φασίστες. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γιγαντώθηκε η Χρυσή Αυγή, στην καρδιά μιας εργατούπολης, στην καρδιά της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, και μεγάλωσε τόσο ώστε να δολοφονήσει τον γιο μου τέτοιες μέρες πριν 12 χρόνια.
Είμαι ο Τάκης Φύσσας».
Και μετά σιωπή.
«Ο πατέρας του Παύλου;» ακούστηκε ένα ψίθυρος μέσα από το ευάριθμο πλήθος. Εκείνος δεν έγνεψε, όλοι κατάλαβαν, και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω για να συνεχιστεί η ξενάγηση.
Τον ακολούθησα, τον πλησίασα, θέλησα να τον ευχαριστήσω για αυτό το δώρο που μόλις μας είχε κάνει, έτσι τυχαία που συνέπεσε ο δρόμος του με τον δικό μας. Άλλαξε διακριτικά την κουβέντα.
«Πώς βρεθήκατε στις Οινούσσες;».
«Γυρνάω όλη την Ελλάδα, φέτος έχω πάρει τα νησιά. Ήμουν στη Χίο, ήρθα για σήμερα στις Οινούσσες, ήμουν μαζί σας στο καράβι, και το απόγευμα θα επιστρέψω στη Χίο για να πάρω το πλοίο για τα Ψαρά». Έχω γυρίσει μόνος μου όλη την Ελλάδα. Η Μάγδα δεν έρχεται».
«Το μνημείο είναι 100 μέτρα από το σπίτι μου. Και να μην θέλω, κάθε μέρα περνώ από εκεί και το βλέπω».
Έπειτα μιλήσαμε λίγο για τις Οινούσσες, για το λόγο που βρέθηκε το σχολείο εδώ, τέτοια πράγματα. «Αφού ήρθατε να πάτε και για ένα μπάνιο. Κρίμα είναι τα παιδιά να μην κάνουν μια βουτιά. Τουλάχιστον να κάνεις εσύ».
Με το βήμα μας είχαμε φτάσει ξανά τους μαθητές και τους καθηγητές. Tον πλησίαζαν, του μίλησαν, του έσφιξαν το χέρι, του μίλησαν για την εφημερίδα τους.
«Το μνημείο είναι 100 μέτρα από το σπίτι μου. Και να μην θέλω, κάθε μέρα περνώ από εκεί και το βλέπω. Δεν το αντέχω, θέλω να φεύγω μακριά».
Βάδισε όλο ευθεία μπροστά προς την παραλία, μέχρι που κάποια στιγμή η φιγούρα του χάθηκε στον ορίζοντα.






