Πόσο επηρέασε η οικονομία τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Τουρκία την περασμένη Κυριακή, 31 Μαρτίου; Αν ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε αυξήσεις τις συντάξεις, όπως αναμενόταν, θα είχε καταφέρει να αποτρέψει την συντριπτική ήττα του ίδιου και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ακόμη και σε προπύργιά του, δημιουργώντας πρωτοφανείς προσδοκίες στην μείζονα αντιπολίτευση, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP);

Η «άδεια κατσαρόλα» του Ντεμιρέλ

«Στην τουρκική πολιτική σκηνή, επικρατεί διαχρονικά η πεποίθηση ότι υπάρχει μια αυστηρά στενή σύνδεση μεταξύ της εκλογικής συμπεριφοράς και της τρέχουσας οικονομικής ευημερίας των ψηφοφόρων. Ένας από τους πρώην προέδρους, ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, το εξέφρασε εύγλωττα με την παροιμιώδη φράση “Mια άδεια κατσαρόλα ανατρέπει την κυβέρνηση”. Αυτή η θεωρία λειτουργούσε πολύ καλά μέχρι τις προεδρικές εκλογές τον περασμένο Μάιο», υποστηρίζει, μιλώντας στο ΒΗΜΑ, ο καθηγητής Οικονομικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου της Σμύρνης, Αϊκούτ Λενγκέρ.

Οικονομία και εκλογική συμπεριφορά

«Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές το 2023, παρά τη σοβαρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της τουρκικής Δημοκρατίας. Για τους ψηφοφόρους, πλειοψηφικά, ο Ερντογάν ήταν η μόνη βιώσιμη επιλογή, ενώ για τους κεντροδεξιούς και δεξιούς, που δεν θα υποστήριζαν ποτέ έναν αριστερό υποψήφιο, ο Ερντογάν ξεπέρασε σε βαρύτητα ακόμη και τους θρυλικούς δεξιούς ηγέτες στην ιστορία της 100χρονης δημοκρατίας. Αυτή η κεκτημένη θέση του φάνηκε να διαταράσσει την παραδοσιακή σχέση μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και της εκλογικής συμπεριφοράς», επισημαίνει ο τούρκος καθηγητής.

Στη 2η θέση ύστερα από 22 χρόνια

Οι συγκεκριμένοι συσχετισμοί «φαίνεται πως αποκαταστάθηκαν» στις εκλογές της 31ης Μαρτίου. «Το κόμμα του Ερντογάν έπεσε στη δεύτερη θέση ύστερα από 22 χρόνια».

Η οικονομική κρίση

Τι άλλαξε από τον περασμένο Μάιο, που οι τούρκοι ψηφοφόροι ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του τούρκου προέδρου; «Η οικονομική κρίση βάθυνε. Η πεισματική και αντιεπιστημονική, ανορθόδοξη οικονομική πολιτική που ασκεί προσωπικά ο ίδιος ο Ερντογάν από τον Αύγουστο του 2021, όπως η η μείωση των επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας, έχει οδηγήσει τη χώρα στη χείριστη οικονομική κρίση της».

Η τουρκική λίρα υποχώρησε και ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 123% σύμφωνα με ανεξάρτητη ομάδα ερευνητών για τον πληθωρισμό στην Τουρκία. «Η αύξηση των μισθών παρέμεινε πολύ πίσω από τον πραγματικό πληθωρισμό, καθιστώντας τις συνθήκες διαβίωσης πολύ πιο δύσκολες», σημειώνει ο ειδικός.

Επιστροφή σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές

Η κυβέρνηση του Ερντογάν επέστρεψε ωστόσο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές μετά τις εκλογές του Μαΐου, συνεχίζει. Ο Μεχμέτ Σίμσεκ, όταν διορίστηκε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών (θεωρείται πιθανό να είναι ένα από τα πρόσωπα του υπουργικού συμβουλίου που θα θυσιάσει ο Ερντογάν, κάνοντας τον απολογισμό της βαριάς ήττας), «δεν έκανε καμία παραχώρηση στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Το κόστος των πολιτικών οικονομικής σταθεροποίησης για τη μείωση του πληθωρισμού βάρυνε τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα. Οι αυξήσεις των μισθών διατηρήθηκαν σε μέτρια επίπεδα και οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών ήταν αρνητικές, οδηγώντας σε ακόμη δυσκολότερες συνθήκες διαβίωσης για μεγάλο μέρος του πληθυσμού».

Η πλασματική αύξηση του κατώτατου μισθού

Η χαμηλότερη σύνταξη ήταν 214 ευρώ τον Ιούλιο του 2023 και αυξήθηκε στα 235 ευρώ. «Η αύξηση ήταν κατώτερη κι από τον επίσημο πληθωρισμό. Πολλοί πιστεύουν ότι η απροθυμία της κυβέρνησης να αυξήσει το πραγματικό εισόδημα των μαζών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πτώση των ψήφων του κόμματος του Ερντογάν», τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών Σπουδών.

Το CHP και πως αναδείχθηκε

Το CHP, προσθέτει, που κατηγορούταν ότι «παραμελούσε το πεδίο, ότι δεν εγκατέλειπε την Άγκυρα ή τουλάχιστον κάποιες πόλεις στη δυτική Τουρκία, συμπεριφέρθηκε διαφορετικά στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, δουλεύοντας στην κλίμακα των χωριών. Στελέχη του επισκέφτηκαν χωριά και εξήγησαν το μοντέλο τους για την αγροτική ανάπτυξη».

Τα αποτελέσματα είναι απτά, σύμφωνα με τον καθηγητή Λενγκέρ. «Χωριά που είχαν να ψηφίσουν CHP από το 1950, έβγαλαν CHP στις τελευταίες εκλογές». Φέρνει το παράδειγμα της Μανίσα, μιας συντηρητική επαρχίας όπου η κάλπη καταμέτρησε 93.000 από τις 141.000 ψήφους υπέρ CHP, ενώ οι ψήφοι υπέρ του CHP ήταν μόλις 10.000 στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. «Υπάρχουν πολλά παρόμοια παραδείγματα», εξηγεί ο τούρκος πανεπιστημιακός. «Έτσι, σε ορισμένες πόλεις και κωμοπόλεις, το CHP κατέλαβε εξουσία, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που ένα αριστερόστροφο κόμμα αναλαμβάνει τα ηνία. Επομένως, ο συνδυασμός της προσπάθειας που καταβάλλει το κόμμα της αντιπολίτευσης με τις κάκιστες οικονομικές συνθήκες είχαν σημασία στις αυτοδιοικητικές εκλογές – παρόλο που οι συντηρητικές αγροτικές επαρχίες μπορεί να άρχισαν να προσέχουν τις προεκλογικές δεσμεύσεις της αντιπολίτευσης λόγω των σκληρών οικονομικών συνθηκών».

Το δίλημμα Ερντογάν

Τι ακολουθεί; «Το δίλημμα του Ερντογάν είναι πλέον: θα συνεχίσει η κυβέρνησή του να ακολουθεί το ορθόδοξο οικονομικό πρόγραμμα ή θα στραφεί εκ νέου σε ανορθόδοξες πολιτικές; Διότι η απομάκρυνση από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιδείνωσε τις οικονομικές επιδόσεις, παρότι η επιστροφή στην οικονομική ορθοδοξία, μετά τον Μάιο του 2023, επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τις συνθήκες διαβίωσης. Φυσικά, η αποτυχία της προηγούμενης ανορθόδοξης οικονομικής πολιτικής, που επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη μείωση των επιτοκίων, προήλθε από την παράβλεψη του γεγονότος ότι η οικονομική ανορθοδοξία απαιτεί μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση από την απλή μείωση των επιτοκίων. Επομένως, δεν φαίνεται να είναι βιώσιμη επιλογή για τον Ερντογάν», προβλέπει ο καθηγητής.

Οι υποστηρικτές της οικονομικής ορθοδοξίας τονίζουν ότι η σταδιακή βελτίωση απαιτεί σημαντικό χρόνο. «Ο Ερντογάν μπορεί να πιστεύει ότι η ευκαιρία που δόθηκε απρόθυμα στις ορθόδοξες πολιτικές δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών φαίνονται μακροπρόθεσμα».

Οι επόμενες προεδρικές εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2028. «Eπομένως, υπάρχει αρκετός χρόνος για να επιτευχθούν κάποια αποτελέσματα στο μεταξύ, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται».