Λίγους μήνες μετά την παραίτηση του επί οκτώ χρόνια πρωθυπουργού, Αντόνιο Κόστα, τον περασμένο Νοέμβριο, μετά από έφοδο της αστυνομίας στο σπίτι του στο πλαίσιο έρευνας για υποθέσεις διαφθοράς, οι πολίτες της Πορτογαλίας προσέρχονται και πάλι στις κάλπες την Κυριακή, για να εκλέξουν την επόμενη κυβέρνηση τους.

Όπως συνήθως συμβαίνει στη χώρα της Ιβηρικής, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό κόμμα, είναι εκείνα που αναμένεται να διεκδικήσουν την πρώτη θέση. Σε αυτές τις εκλογές όμως υπάρχουν δύο σημαντικοί παράμετροι που τις διαφοροποιούν από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Η πρώτη αφορά την ενίσχυση της κεντροδεξιάς μέσω της εκλογικής συμμαχίας του μεγαλύτερου κόμματος του χώρου, του λεγόμενου Σοσιαλδημοκρατικού (PSD), με δύο μικρότερα: το Λαϊκό Κόμμα (CDS–PP) και το Μοναρχικό (PPM).

Ο συνασπισμός αυτός, ο οποίος ονομάζεται Δημοκρατική Συμμαχία (Aliança Democráticaσύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις φαίνεται να προηγείται στην εκλογική κούρσα. Συγκεκριμένα, η Συμμαχία της κεντροεδεξιάς καταγράφει ποσοστό της τάξης του 32%, αφήνωντας στη δεύτερη θέση του Σοσιαλιστικό Κόμμα με 28%.

Υπενθυμίζεται ότι μόλις δύο χρόνια πριν, στις εκλογές του 2022, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, με την εκλογική του επίδοση να αγγίζει το 41,5% των ψήφων. Φαίνεται όμως πως τα σκάνδαλα διαφθοράς που συντάραξαν το κόμμα, σε συνδυασμό με την παραίτηση του επί χρόνια αδιαμφισβήτητου ηγέτη του και πρωθυπουργού, Αντόνιο Κόστα, έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εκλογική επίδοση των Σοσιαλιστών.

Ο ρόλος της ακροδεξιάς

Η δεύτερη σημαντική παράμετρος αφορά την άνοδο της ακροδεξιάς. Το κόμμα Chega, που σημαίνει αρκετά, υπό τον Αντρέ Βεντούρα βλέπει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τα ποσοστά του να υπερδιπλασιάζονται συγκρτικά με τις εκλογές του 2022.

Συγκεκριμένα, από το 7,3% του 2022, το Chega αναμένεται να καταγράψει εκλογική πίδοση που αγγίζει το 17%. Μπορεί αυτό το ποσοστό να το φέρνει και πάλι στην τρίτη θέση, όμως η διαφαινόμενη αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης τόσο από τη Δημοκρατική Συμμαχία όσο και από το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι πολύ πιθανό να δώσει στο Chega τον ρόλο του ρυθμιστή των εξελίξεων.

Οι δύο μονομάχοι

Όσον αφορά το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, οι ηγέτες των δύο μεγαλύτερων παρατάξεων, όπως είναι φυσικό, συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες. Από τη μία πλευρά, ο Λουίς Μοντενέγκρο, πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμμαχίας. O 51χρονος δικηγόρος (επάγγελμα τόσο του πατέρα του, όσο και του παππού του) από το Πόρτο φιλοδοξεί να επαναφέρει την κεντροδεξιά στην κυβέρνηση, μετά το 2015 και τον Πέδρο Πάσος Κοέλιου. Ο Μοντενέγκρο είναι βουλευτής από το 2002 και στο πρόγραμμα του περιλαμβάνεται η ιδιωτικοποίηση του κρατικού αερομεταφορέα της χώρας, TAP Air Portugal, αλλά και μια σειρά μέτρων περεταίρω φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ο 46χρονος οικονομολόγος, Πέδρο Νούνο Σάντος, ο οποίος υπήρξε υπουργός Υποδομών και Στέγασης στην κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα, πριν εκλεγεί στη θέση του γενικού γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Σάντος θεωρείται σε μεγάλο βαθμό συνεχιστής της δημοφιλούς πολιτικής του Κόστα, παρόλα αυτά δεν φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να έχει την ίδια δημοφιλία με τον απερχόμενο πρωθυπουργό.

Ο τρίτος πόλος

Όσον αφορά τον τρίτο πόλο, αυτόν της ακροδεξιάς, η άνοδος του Chega φαίνεται πως έχει ανοίξει την όρεξη στον πρόεδρο του, Αντρέ Βεντούρα, ο οποίος εκφράζει ανοιχτά μέχρι και κυβερνητικές φιλοδοξίες. Παρότι κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο, εν τούτοις δεν είναι καθόλου εκτός πραγματικότητας το να μπει σε διαπραγματεύσεις την επόμενη μέρα των εκλογών, με τη Δημοκρατική Συμμαχία, έτσι ώστε να προκύψει κυβέρνηση, από τη στιγμή που το ποσοστό που θα λάβει η ενωμένη κεντροδεξιά στις εκλογές της Κυριακής δεν της δώσει τη δυνατότηα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.

Όσον αφορά τον ίδιο τον Βεντούρα, πρόκειται για έναν 41χρονο, πρώην μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, από το οποίο αποχώρησε το 2018, ενώ έγινε αρχικά γνωστός σχολιάζοντας αθλητικά στην τηλεόραση.