Για πρώτη φορά μετά τις μαζικές διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2022, ως επακόλουθο της δολοφονίας της Μάχσα Αμινί από αστυνομικούς επειδή δεν φορούσε τη μαντήλα της σωστά, οι πολίτες του Ιράν καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες.

Οι εκλογές αυτές αφορούν την ανάδειξη των 290 αντιπροσώπων του Ιρανικού λαού στο νομοθετικό σώμα που ονομάζεται Ισλαμική Συμβουλευτική Συνέλευση, η ιστορία του οποίου πάει πολύ πίσω και συγκεκριμένα στο 1906 όταν και ιδρύθηκε, για να αποκτήσει τη σημερινή του μορφή το 1980, έναν χρόνο μετά την Ισλαμική επανάσταση που ανέτρεψε τη βασιλεία του Σάχη και εγκαθίδρυσε το σημερινό θεοκρατικό καθεστώς της χώρας.

Στη σημερινή του μορφή, το σώμα της Ισλαμικής Συμβουλευτικής Συνέλευσης, η τελευταία εκλογή του οποίου έλαβε χώρα το 2020, αποτελείται από 227 βουλευτές του συντηρητικού συνασπισμού, ενώ μόλις 20 είναι οι βουλευτές της παράταξης των λεγόμενων μεταρρυθμιστών. Πέραν αυτών, 38 είναι τα ανεξάρτητα μέλη, ενώ υπάρχουν και 5 θέσεις οι οποίες μοιράζονται στις θρησκευτικές μειονότητες της χώρας. Συγκεκριμένα, προβλέπονται δύο θέσεις για τους Αρμένιους και από μια για του Ασύριους, τους Εβραίους και τους ακόλουθους του Ζωροαστρισμού.

Η πολιτική ιστορία του Ιράν

Πως όμως έφτασε το Ιράν από ένα πλήρως κοσμικό καθεστώς τις δεκαετίες του 1960 και του ’70 να γίνει η βαθιά θεοκρατική χώρα που γνωρίζουμε σήμερα; Η ιστορία της χώρας είναι πολύ πλούσια και χάνεται στα βάθη των αιώνων. Όσον αφορά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όμως το Ιράν σημαδεύτηκε από την άνοδο στην εξουσία της δυναστείας των Παχλαβί. Ήταν το 1925 όταν ο Ρεζά Σαχ ανέτρεψε με πραξικόπημα τη δυναστεία Καζάρων και ονομάστηκε σάχης, για να τον διαδεχθεί, μετά την παραίτηση του το 1941, ο γιός του, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί.

Μετά την παρέμβαση όμως των ξένων δυνάμεων και την ανατροπή του δημοφιλούς εκλεγμένου πρωθυπουργού, Μοχάμεντ Μοσαντέκ, το 1953, η διακυβέρνηση του Παχλαβί έγινε ιδιαίτερα αυταρχική. Μέσα από τις διαδηλώσεις εναντίον της δυναστείας, η οποία πρέπει να σημειωθεί πως προωθούσε τον εκδυτικισμό της χώρας, με μια σειρά εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, όπως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στης γυναίκες το 1963, αναδείχθηκε η μορφή του Αγιατολάχ Χομεϊνί.

Με μια σειρά από κείμενά του, ο Χομεϊνί πρότεινε μια νέα μορφή διακυβέρνησης, με μετατροπή του Ιράν σε θεοκρατικό ισλαμικό κράτος και την εξουσία στα χέρια του κλήρου. Μέσα από τα γεγονότα της ισλαμικής επανάστασης του 1979, ο Χομεϊνί ως πρωτεργάτης και επικεφαλής του σιιτικού κλήρου, αναδείχθηκε ανώτατος άρχοντας του Ιράν, κατέχοντας ταυτόχρονα και θρησκευτικές ιδιότητες βάσει του νέου ιρανικού Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επανάστασης επέβαλε καθεστώς που βασιζόταν στην αυστηρή ερμηνεία του Κορανίου, το οποίο υφίσταται μέχρι και σήμερα.

Η κατάσταση σήμερα

Με το θεοκρατικό καθεστώς να έχει εδραιωθεί, στην πραγματικότητα η παράταξη που κυριαρχεί είναι εκείνη των συντηρητικών, οι οποίοι δεν επιθυμούν κανενός είδους εκσυγχρονισμό και εμμένουν στην αυστηρή επιβολή των αρχών του μουσουλμανικού νόμου. Απέναντι τους βρίσκονται οι μεταρρυθμιστές, οι οποίοι υποστηρίζουν μια σειρά φιλελεύθερων αξιών, όπως η Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Ελευθερία του Τύπου και το Κράτος Δικαίου.

Με εξαίρεση όμως την περίοδο 1997-2005, όταν και στην προεδρία του Ιράν βρέθηκε ο μεταρρυθμιστής, Μοχάμεντ Χαταμί, οι συντηρητικοί έχουν τον απόλυτο έλεγχο της χώρας, γεγονός που έχει οδηγήσει πολλές φορές τη σχέση του Ιράν με τις ΗΠΑ αλλά και τον δυτικό κόσμο γενικότερα σε ακραίο σημείο. Το Ιράν μάλιστα ήταν η χώρα με τις περισσότερες κυρώσεις στον κόσμο μέχρι που το ξεπέρασε η Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.

Στην εκλογική αναμέτρηση της Παρασκευής τίποτα δεν αναμένεται να αλλάξει. Οι συντηρητικοί αναμένεται να διατηρήσουν τον έλεγχο της συντριπτικής μερίδας των εδρών στην Ισλαμικής Συμβουλευτικής Συνέλευσης, κυρίως λόγω των εμποδίων που συνεχίζει να βάζει το καθεστώς στους υποψηφίους της αντιπολίτευσης που θέλουν να διεκδικήσουν μία έδρα. Ο ιρανικό λαός όμως αναμένεται να δώσει το δικό του βροντερό μήνυμα, στη μνήμη της Μάχσα Αμινί και υπέρ των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, απέχοντας από τις εκλογές. Σύμφωνα μάλιστα με διεθνείς αναλυτές, η αποχή είναι πολύ πιθανό να φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ.