Επειδή δεν πρόκειται μόνο για σύγκρουση των πολιτισμών ή για την οικονομική ανισότητα Ισραήλ Παλαιστινίων, αλλά για μια γενικευμένη κρίση νοήματος στον Δυτικό πολιτισμό που υπερτερεί και επιβάλλεται διαδικτυακά παντού, θα αναφερθώ εν τάχει στο αίτιο εικονογραφώντας την άποψή μου με μια ξένη «παράγραφο» που εγκιβωτίζω εδώ. Ξένη κυριολεκτικά ως προς την άρχουσα γραφή της αδιέξοδης επιχειρηματολογίας των ψευδών ειδήσεων και των συμφερόντων υπό τας γραμμάς.

Θα αναφερθώ συνοπτικά μέσω της «παραγράφου» αυτής, στον τρόπο ανάδειξης του νοήματος υπογραμμίζοντας συγχρόνως τα ερωτήματα στα οποία απαντά «Η λογική του νοήματος». Αναφέρομαι στην ανάδειξη του νοήματος, κάθε φορά, από παντού και κυρίως από την ποίηση. Κι αυτό όχι μόνο σε σχέση με την οικονομία που επικρατεί «σε τελευταία ανάλυση», αλλά και με ό,τι -σε σχέση με τη γλώσσα, τα παράδοξα και το μη νόημα απ’ όπου και η κάτωθεν «παράγραφος»- εμφανίζεται: τις διαζεύξεις της επιθυμίας, τις εντάσεις, την προτεραιότητα του συμβάντος κάθε στιγμή, την λογική του Ξένου στον «Σοφιστή» του Πλάτωνα. Την ευφυία του σοφιστή. Εν ολίγοις το ύφος – το ύφος απ’ όπου κι ο άνθρωπος. Πρόκειται για μια «γυμνασία» όπως έχουν χαρακτηρίσει τον πλατωνικό «Παρμενίδη», όχι μόνο για τους μαθητές της Ακαδημίας τότε, αλλά και για τους αναγνώστες τώρα. Είναι η εξής:

«Γράφω για να σας εξαπατήσω. Ό,τι διαβάζετε ισχύει αυστηρά και μόνο στη συγκεκριμένη διατύπωση. Είναι τα βήματά μου που δημιουργούν το σχοινί πάνω στο οποίο ισορροπώ. Με κάθε λέξη ρισκάρω μια άβυσσο ανοησίας. Δεν υπάρχει βαθύτερο νόημα. Υπάρχει η συνεχής παραγωγή νοημάτων που προκύπτουν από συσχετισμούς. Συσχετίζουμε μανιωδώς, είναι η αλήθεια. Ούτε την πόρτα του σπιτιού μας δεν θα μπορούσαμε να βρούμε διαφορετικά. Η πιο κοινή σιωπή, είναι αυτή που κρύβει μια αγωνιώδη έκκληση για οποιοδήποτε νόημα. »*

Τεστάρω την ειλικρίνεια αυτής της παρένθετης «παραγράφου» εάν υποτεθεί -και συμβαίνει- ότι με ενοχοποιεί ως προς την δημοσιογραφική μου ιστορία. Αλλά γιατί όχι; Την πόρτα του σπιτιού μου δεν θα μπορούσα να την βρω διαφορετικά. Παραπέμπει μόνο στον εαυτό της, χωρίς καταγωγή ή ιστορικό a priori. Έτσι ξεκάρφωτα, ώστε να μην ασχοληθεί ο συντάκτης της περαιτέρω. Θα ήθελε βέβαια τίποτα να μην πει περισσότερο απ΄όσα έγραψε. Θα ήθελε όμως και να συγκριθεί ή να ανταγωνιστεί το πολιτικό κείμενο ώστε να «χωρέσει» στην επικαιρότητα. Κι αυτό, το παραδειγματικό -για όσους γράφουν- εγχείρημα, που καθιστά αινιγματικό εκείνους που νομίζουν ότι διαβάζουν παρακάμπτοντας την συστατική αμφισημία των λέξεων, με οδηγεί στο στοίχημα του Φουκώ στην «Αρχαιολογία της Γνώσης», όπου καταδεικνύεται ότι «υπάρχουν πολλαπλότητες που δεν παραπέμπουν σε μία μονάδα». Υπάρχουν δηλαδή αυτόνομες επικράτειες του λόγου που δεν εντάσσονται εύκολα σε συγγραφικό είδος, (παράδειγμα ο εγκιβωτισμός της συγκεκριμένης «παραγράφου»), διότι μετασχηματίζονται συνεχώς, όπως τα χρωματιστά γυαλάκια στο καλειδοσκόπιο, όπου ο θεατής αποφασίζει να δει άλλα αντί άλλων, προ οφθαλμών, μετακινώντας ελάχιστα τον άκαμπτο κύλινδρο.

Και παρά τον κίνδυνο της παραμόρφωσης ή του «υπερβατολογισμού», παρά το ότι δηλαδή και εγώ δεν μπορώ παρά να τοποθετώ την Ιστορία κάτω από άκαμπτους τυπικούς νόμους, δεν διστάζω να παραδεχτώ ότι οι νόμοι αυτοί, στην Ιστορία οφείλουν την εμφάνισή τους.

«Τίποτα λοιπόν δεν θα ήταν πιο διασκεδαστικό αλλά και πιο ανακριβές ταυτόχρονα, αν συλλαμβάναμε αυτό το ιστορικό a priori ως ένα τυπικό a priori που θα ήταν, επιπλέον, προικισμένο με μια ιστορία: μια μεγάλη, ασάλευτη κενή μορφή που θα αναδύονταν κάποια μέρα μέσα στην επιφάνεια του χρόνου και θα ασκούσε στη σκέψη των ανθρώπων μια τυραννία την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να αποφύγει, και που ξαφνικά θα εξαφανίζονταν σε μία έκλειψη που δεν είχε ποτέ συμβεί με κανένα γεγονός προηγουμένως».

Τα γράφω όλα αυτά για να δοκιμάσω το «πεδίο», την πολιτικοποιημένη, συνεκτική και αποτελεσματική έντυπη ή ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Συμβαίνει άραγε αυτό επειδή και εγώ γράφω ως πολιτικός συντάκτης που δεν επιτρέπει στον εαυτό του να το παραδεχθεί; Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη το υπόστρωμα κάθε λόγου, ενώ ξέρω ότι κάθε φορά είναι η βούληση για κυριαρχία που διακυβεύεται, αναρωτιέμαι με ποιο τρόπο θα μπορούσαν τα σχήματα χάριν λόγου να υπερτερούν της λεγόμενης πολιτικής ουσίας; Ποιο «τυχαίο» συμβάν θα προσέδιδε σ’ αυτόν τον

τυχάρπαστο λόγο αποτελεσματικότητα πολιτική (ρήξη) τη στιγμή που ο ίδιος την αποκρούει, ενώ την αποζητά; Όποιος προσχωρεί στο παιχνίδι των εκφερομένων, όχι μόνο τους μορφολογικούς νόμους λαμβάνει υπόψη αλλά και τους νόμους της Ιστορίας, θέλοντας και μη. Έτσι είναι και ο ίδιος παρών στην ολότητα αυτού που εκθέτει. Έτσι «ενεργοποιεί μυθοπλασίες εντός της αλήθειας».

Δημοσιογραφώντας μάλιστα επινοεί και αυτός την εποχή. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ότι δεν συναρτά πλέον τα όσα δραματικά συμβαίνουν μόνο με την εμπειρία, αλλά και με την γνώση που έχει περί των λεγομένων στα ανακοινωθέντα του Ισραηλινού Υπουργού Άμυνας ή του εκπροσώπου της Χαμάς, του Μπάιντεν ή του Ερντογάν. Διότι αυτό που υποβόσκει στις αποφάνσεις τους, είναι ότι το αρχείο της Ιστορίας περιλαμβάνει τα πάντα σαν ανακοινωθέντα ενός αέναου πολέμου.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα θραύσματα από ψηλά δεν θα συνεχίσουν να πέφτουν κατακέφαλα. Είτε ο πύραυλος εξουδετερώνεται από το iron drone, είτε σκάει στο νοσοκομείο. Μήπως όμως δεν προσβάλλει εξίσου ο πύραυλος και τα ανακοινωθέντα;

Κάθε κείμενο που γράφουμε είναι ένα είδος απάντησης σε ένα ερώτημα που αναδύεται στο πλαίσιο των εκατέρωθεν πολεμικών ανακοινωθέντων. Και η απάντηση που δίνουμε, διαβάζοντας ή ακούγοντάς τα, οργανώνεται μέσω της αυταπάτης ότι μπορεί να υπάρξει ειρήνη. Οφείλουμε να μην πιστέψουμε αυτό που πιστεύουμε πως ακούμε με τις λέξεις: «εκεχειρία», «ανθρωπιστική βοήθεια», «αυτοάμυνα», «ειρήνευση».

Γράφουμε και απαντάμε ζωντανά στο επίπεδο ενός αιτήματος να εισακουστούμε κι εμείς. Να υπάρξουμε. Σπάνια, και μόνον όταν η γραφή μας οργανώνεται στο επίπεδο της απόγνωσης, υπάρχει λογοτεχνία.

Αλλά τίποτα δεν κινητοποιεί το αίτημα να κυριαρχήσουμε κι εμείς, εισακουόμενοι, με ένα ιδιότροπο πολεμικό ανακοινωθέν, κατ’ ευθείαν για το αρχείο της Ιστορίας και της κατάρας της: να μην υπάρχει καμία έκπληξη πλέον για τον ιστορικό.

* Ευγενία Βάγια, «Η ρήξη», Περισπωμένη 2023