Στις 11 Οκτωβρίου 1822 η Μύκονος βρίσκεται περικυκλωμένη από δεκάδες αλγερινά και τουρκικά πλοία, μέσα σε λίγη ώρα εκατοντάδες οπλισμένοι άνδρες αποβιβάζονται για να την ατακτήσουν.

Δεν δρουν όμως ανενόχλητοι. Έρχονται αντιμέτωποι με τη γεννημένη στην Τεργέστη Μυκονιάτισσα, Μαντώ Μαυρογένους. Κόρη αριστοκρατικής και πλούσιας οικογένειας, που όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης γίνεται Καπετάνισσα και ηγείται ένοπλης ομάδας.

Η Μαντώ Μαυρογένους έχει ήδη διαθέσει τη μεγάλη της περιουσία, κινητή και ακίνητη,  για τη μίσθωση και τον εξοπλισμό πολεμικών πλοίων και την στήριξη άλλων αναγκών του Αγώνα για την Ελευθερία των Ελλήνων. Οι επίδοξοι κατακτητές τρέπονται σε φυγή.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η επιστολή στις Ευρωπαίες

Η δράση της Μαντώς Μαυρογένους, όμως, δεν σταματά εκεί. Συνεχίζει να στηρίζει με κάθε τρόπο τον Αγώνα και προσπαθεί να προκαλέσει τον ενδιαφέρον άλλων χριστιανικών λαών.

Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» στο τεύχος της 23ης Μαρτίου 1957, δημοσιεύει απόσπασμα επιστολής που έστειλε η ελληνίδα ηρωίδα, στο Παρίσι και το Λονδίνο το 1824.

«Προς τις γυναίκες του Παρισιού και του Λονδίνου.

»Μια κόρη απλή που ανετράφη σ’ ένα βράχο και εμεγάλωσε στη θλίψη, που δεν αναπνέει παρά πατριωτισμό, θα ακουσθή άραγε από ένα πλήθος γυναικών βυθισμένων στις απολαύσεις της ζωής, στην πολυτέλεια, στις χαρές της τέχνης και του πολιτισμού;

»Και δεν κινδυνεύω να γελοιοποιηθώ μιλώντας για την επαναστατημένη ηρωική πατρίδα μου σε γυναίκες που δεν ασχολούνται παρά με τις επαναστάσεις της μόδας;…

»Καταγίνεσθε να δώσετε ευλυγισία στη μέση σας, γλυκύτητα και κυματισμούς στη φωνή σας, να αναδείξετε τα εξωτερικά σας χαρίσματα που θα προσελκύσουν θαυμαστάς…

»Εγώ, αντίθετα, τις χαρές με τις οποίες με προίκισε η φύσις, θα τις χρησιμοποιήσω για να κατακτήσω άνδρες, που θα αφοσιωθούν στην υπεράσπιση της Πατρίδος μου!…»

Δημήτριος Υψηλάντης

Η σχέση της με τον Δημήτριο Υψηλάντη

Την ιστοριογραφία απασχόλησε, δυστυχώς περισσότερο από τις ηρωικές της πράξεις, η ερωτική σχέση της Μαντώς Μαυρογένους με τον Δημήτριο Υψηλάντη.

Ο Γεώργιος Ρούσσος σε κείμενό του στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ», στο τεύχος της 12ης Απριλίου 1958, μεταφέρει τα γραφόμενα του ιταλού λογοτέχνη Νικολό Τομαζέο, που είχε γνωρίσει από κοντά τη Μαυρογένους. Σύμφωνα λοιπόν με τον Τομαζέο:

«Ο Δημήτριος Υψηλάντης υπήρξε ο μόνος που αγάπησε η Μαντώ σε όλη την ζωή της. Ο δε έρωτάς της ουδέποτε μετεβλήθη, ούτε ακόμα κι όταν κάθε ελπίδα της Μαντώς να γίνη σύζυγός του εξέλιπε, εξ αιτίας ενός γεγονότος, το οποίον μου εξεμυστηρεύθη η ηρωίδα με δάκρυα στα μάτια και το οποίον γεγονός καθιστούσε αδύνατο τον γάμο αυτό, που από τόσα χρόνια επιθυμούσε η Μαντώ στα μύχια της καρδιάς της!…

»Ήταν ψηλή, λεπτή, λυγερή, με κινήσεις γεμάτες χάρη. Είχε μαύρα μαλλιά στίλβοντα. Μάτια μαύρα που έλαμπαν ένα βλέμμα γλυκό και γεμάτο νοημοσύνη. Κατατομή ελληνική, στόμα μικρό και χαμογελαστό, χρώμα δέρματος υπορόδινο.

»Το έτος 1830, όταν η ηλικία θα είχε ηλικίαν 30 ετών, η καλλονή της είχεν ήδη παρέλθει, αλλά η χάρις της, οι αξιέραστοι τρόποι της και το πνεύμα της την έκαναν ωραία όσο και στις ημέρες της δόξης της».

Ο έρωτας της Μαντώς Μαυρογένους και του Δημήτριου Υψηλάντη είχε πολύ κακή κατάληξη με τη Μαυρογένους να κατηγορεί τον Υψηλάντη ότι παραβίασε γραπτή υπόσχεσή του ότι μετά το τέλος του πολέμου θα την παντρευόταν.

Μάλιστα για την υπόθεση αυτή η Μαντώ Μαυρογένους ζήτησε και τη συνδρομή του κράτους το 1830.

Πηγή: Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου

Υπουργική γνωμοδότηση

Το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και ο Γεώργιος Ρούσσος δημοσίευσαν σχετική γνωμοδότηση του υπουργού Δικαιοσύνης Ιωάννη Γεννατά, στο τεύχος της 23ης Μαρτίου 1957.

Όπως γράφει ο Ρούσσος «Το αποκαλυπτικό αυτό έγγραφον το οποίον ανακοίνωσεν εις την Ακαδημίαν Αθηνών, συνεδρία 14ης Μαΐου 1936, ο καθηγητής του Αστικού Δικαίου Κωνσταντίνος Τραφυλλόπουλος, ευρίσκεται εις τα Γενικά Αρχεία του Κράτους»

«Γνωμοδότησις του υπουργού της Δικαιοσύνης της εποχής του Καποδίστρια, Ιωάννου Γεννατά, επί επισήμου αναφοράς της Μαντώς, υποβληθείσης το 1830 εις τον κυβερνήτην της Ελλάδος Καποδίστριαν.

«Εάν τω όντι η Μαντώ Μαυρογένους έχη (εις χείρας της) ομολογίαν, ένεκα της οποίας ο Κος Δ. Υψηλάντης δέχεται να πληρώση όσα ζητήση η Κυρία Μαντώ, εφ’ όσον μετά την αποκατάστασιν της Ελλάδος δεν την νυμφευθή, οποία δικαιώματα δύνανται εξ’ αυτής να πηγάσωσιν; Να την νυμφευθή;

»Και δύναται η Εκκλησιαστική Αρχή να βιάση τον γάμον; Εάν δεν είναι απλή συμφωνία, αλλά συνοδεύεται από την πράξιν της παρθενοφθορίας, ποίαν δύναμιν έχει η Εκκλησιαστική Αρχή;

»Εάν θέλη (η Μαντώ Μαυρογένους) συμβιβασμόν, ας γενή! Πλην να παραχωρήση η Κυβέρνησις εις την Εκκλησιαστικήν Αρχήν, τα καθήκοντα του Δικαστικού κλάδου, τούτο δεν δύναται να το κάμη…

»Γνωμοδοτώ: Να διευθυνθούν τα έγγραφα επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείαν (υπουργείον) διά να πράξη τα δέοντα».

Σε έσχατη πενία

Η Μαντώ Μαυρογέννους, που τόσα θυσίασε για την Ελλάδα, μόλις λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ήταν από την πατρίδα ήδη ξεχασμένη.

Η επιστολή της προς τον βασιλιά Όθωνα ,το 1840, είναι αποκαλυπτική:

«Μεγαλειότατε,

»Εις την εν Ναυπλίω επιτροπήν είχα δώσει τα έγγραφα περί των στρατιωτικών μου εκδουλεύσεων και των χρηματικών θυσιών μου, τας οποίας προσέφερα διά την ανεξαρτησίαν της Πατρίδος…

»Η επιτροπή εις απάντησιν επρότεινε να μας δοθή ικανή χρηματική ποσότης, ή εις χρήματα ή εις γην, και ενός βραβείου όπως η Υ.Μ.  ήθελεν εγκρίνει.

»Αλλά έκτοτε μέχρι σήμερον (δηλαδή ύστερα από έξη ολόκληρα χρόνια υπομονής και εγκαρτέρησης μέσα στη φτώχεια), δεν είδον ούτε βραβείον, ούτε χρηματικήν αποζημίωσην, ούτε γην, παρά μόνον μίαν μικράν σύνταξιν, ικανήν να πληρώνω το μηνιαίον της υπηρέτιδός μου.

»Ως προς την περί ου ο λόγος σύνταξιν η Γραμματεία (υπουργείον) με εθεώρησε ως χήραν γυναίκα, αλλ’ η υποφαινόμενη, Μεγαλειότατε, ούτε χήρα ήμουν ποτέ, αλλ’ ούτε υπανδρευμένη διά να είναι δυνατόν να καταστώ χήρα…

»Η Γραμματεία έπρεπε να με θεωρήση ως αγωνισαμένην προσωπικώς κατά των εχθρών της Πατρίδος, ως θυσιάσαν υπερόγκους χρηματικάς ποσότητας ιδικάς μας, ως στρατολογήσασαν στρατιώτας και εκστρατεύσασαν κατά των εχθρών της Πατρίδος, και εκπληρώσασαν καθήκοντα στρατιωτικά, κατά τε την ξηράν και θάλασσαν, και τότε βέβαια δεν ήθελεν εξοκείλει εις το μέγα λάθος, του να με εκλάβη ως χήραν…

»Έπρεπε να μοι δοθή τουλάχιστον το ανήκον μοι Αριστείον…δια να μη ευρίσκωμαι μόνη εγώ ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΗ, μεταξύ των αγωνιστών της Πατρίδος…

»Ελπίζουσα πάντοτε εις την Δικαιοσύνην της Μεγαλειότητός Σας.

Υποσημειούμαι

Η ευπειθεστάτη υπήκοος

ΜΑΔΝ Ν. ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ

30 Μαρτίου 1840»

«Τέσσαρες μήνες αργότερα», γράφει ο Γεώργιος Ρούσσος,  «η Μαντώ πέθανε στην Πάρο, χωρίς να έχη πάρει ούτε ένα Αριστείο. Έμεινε η μεγάλη Παραπονεμένη του 21!».

«Σε έσχατη πενία δεν πέθανε και η Μαντώ Μαυρογένους;» αναρωτιέται ο Μάριος Πλωρίτης στο «ΒΗΜΑ» της 31ης Μαρτίου 2002.  «Η “ηρωίδα της Μυκόνου”, που ξόδεψε όλη τη μεγάλη περιουσία της για τον Αγώνα κι έγινε θρύλος στη φιλελληνική Ευρώπη;

»Αλλά οι αισθηματικές πολιτικές σχέσεις της με τον Δημ. Υψηλάντη υπαγόρευσαν τον “ηθικότατο” Κωλέττη να την απελάσει στη Μύκονο, όπου έζησε απ’ την ευσπλαχνία των συγγενών της, για να πεθάνει στα 44 μόλις χρόνια της…»