Απορρίφθηκε η αγωγή σε βάρος της Twitter Inc με την οποία δύο γυναίκες που ήταν οι ενάγουσες ισχυρίζονταν ότι οι μαζικές απολύσεις στην εταιρεία, μετά την εξαγορά της από τον Ιλον Μασκ, ανάγκασαν έναν δυσανάλογο αριθμό γυναικών να εγκαταλείψουν την εταιρεία.

Ο περιφερειακός δικαστής των ΗΠΑ Jon Tigar αποφάνθηκε τη Δευτέρα ότι οι ενάγοντες δεν προσπάθησαν πρώτα να επιλύσουν πλήρως την καταγγελία τους μέσω ομοσπονδιακών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Ίσων Ευκαιριών Απασχόλησης. Ο Tigar είπε επίσης ότι οι ενάγοντες μπορούν να τροποποιήσουν και να υποβάλουν εκ νέου την καταγγελία τους.

Η αγωγή στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Σαν Φρανσίσκο είναι αποτέλεσμα της απόφασης του Μασκ, τον περασμένο Νοέμβριο, να απολύσει περισσότερους από τους μισούς εργαζόμενους του Twitter αμέσως μετά την εξαγορά της εταιρείας έναντι 44 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με την αγωγή, οι εργαζόμενες στοχοποιήθηκαν άδικα λόγω έμφυλων διακρίσεων.

Η αγωγή υποβλήθηκε από την Carolina Bernal Strifling, η οποία ζει στο Μαϊάμι και εργάστηκε για το Twitter επί επτά χρόνια, και τη Willow Wren Turkal από το Σαν Χοσέ της Καλιφόρνια, η οποία εργάστηκε στην εταιρεία για λιγότερο από δύο χρόνια. Οι ενάγουσες προσπάθησαν να ασκήσουν ομαδική αγωγή για λογαριασμό γυναικών που ισχυρίζονται ότι απολύθηκαν άδικα και με αθέμιτο τρόπο.

Θα υποβληθεί νέα αγωγή

Η Shannon Liss-Riordan, δικηγόρος που εκπροσωπεί τις ενάγουσες, δήλωσε ότι θα υποβάλει νέα καταγγελία ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του δικαστή. «Ο απόλυτος υπεύθυνος λήψης αποφάσεων σε αυτές τις απολύσεις, ο Ίλον Μασκ, έχει μια ιστορία εχθρικών και υποτιμητικών σχολίων για τις γυναίκες», τόνισε η Liss-Riodan σε δήλωσή της. Μάλιστα επικαλέστηκε ένα από αυτά τα σχόλια του Μασκ σε βάρος των γυναικών που ανέφερε πως «είναι πιο σημαντικό [για τις γυναίκες] να κάνουν μωρά παρά να κάνουν καριέρα».

Ο δικαστής Tigar έκρινε ότι οι γυναίκες απέτυχαν επίσης να ισχυριστούν ότι το Twitter εμπλέκεται σε «μοτίβο ή πρακτική διάκρισης». Προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μοτίβο υποστηρίζοντας ότι ο Mασκ – όχι το Twitter – εφάρμοσε μια πολιτική εντατικοποίησης της εργασίας απαιτώντας από τους υπαλλήλους να εργάζονται περισσότερες ώρες και σε φυσικά γραφεία και όχι εξ αποστάσεως.

Αλλά τα πιο πάνω, κατά την κρίση του δικαστή, δεν τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι διακρίσεις ήταν ρουτίνα και τακτικό κομμάτι των εργασιακών συνθηκών στους χώρους εργασίας του Twitter. Και ακόμα κι αν ήταν, τα στατιστικά στοιχεία που κατατίθενται με την αγωγή, μαζί με τις δηλώσεις του Μασκ, δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι το να επιτρέπεται στους μάνατζερ να αποφασίσουν ποιοι ή ποιες θα απολυθούν θα οδηγούσε σε διακρίσεις, κατά τον δικαστή Tigar.

Η αγωγή περιλάμβανε τις δημόσιες δηλώσεις του Μασκ που υποτιμούσε τις γυναίκες και αμφισβητούσε τον ρόλο τους στον εργασιακό χώρο. Ωστόσο, «μεμονωμένες παρατηρήσεις, που δεν σχετίζονται με την απόφαση για την απασχόληση που εισάγει διακρίσεις, είναι γενικά ανεπαρκείς για να αποδείξουν την πρόθεση ότι εισάγει διακρίσεις», είπε ο δικαστής.

Ο Tigar συμφώνησε με τις ενάγουσες ότι το Twitter ανέθεσε τις αποφάσεις απόλυσης σε μια μικρή ομάδα διευθυντών, οι οποίοι απέτυχαν να εξετάσουν σωστά τα «αντικειμενικά κριτήρια» όπως η απόδοση της εργασίας, τα προσόντα, η εμπειρία και οι ικανότητες στις αποφάσεις τους.

«Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί οι διευθυντές που ενεργούσαν στενά υπό την επίβλεψή του απέλυσαν περισσότερες γυναίκες στο Twitter, ιδιαίτερα γυναίκες μηχανικούς, παρά άντρες», είπε η Liss-Riordan, προσθέτοντας ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων έχουν παραβιαστεί από τότε που ο Μασκ αγόρασε την εταιρεία.