Η αναζήτηση της ιδανικής χώρας στον φορολογικό χάρτη για την εγκατάσταση μιας συμμετοχικής (holding) εταιρείας ανέκαθεν προσδιοριζόταν από τις ίδιες παραμέτρους: Απαλλαγή από τον εταιρικό φόρο σε μερίσματα και κεφαλαιακά κέρδη από την πώληση συμμετοχών και μηδενικό (ή έστω πολύ μικρό) παρακρατούμενο φόρο κατά τη διανομή των μερισμάτων στον μέτοχο – φυσικό πρόσωπο. Αποτελεί δε κοινό τόπο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά ενσωμάτωνε (και συνεχίζει να ενσωματώνει) η νομοθεσία πλήθους χωρών, όπως για παράδειγμα η Κύπρος. Για τον λόγο αυτόν αποτελούσε παραδοσιακά μία από τις βασικές επιλογές για την εγκατάσταση συμμετοχικής εταιρείας.

Οι εποχές όμως άλλαξαν και μαζί τους και η εσωτερική και διεθνής φορολογική νομοθεσία. Η εισαγωγή πλήθους αντικαταχρηστικών κανόνων άρχισε να «απειλεί» τα φορολογικά πλεονεκτήματα που προσέφεραν οι παραδοσιακές χώρες εγκατάστασης των Holding εταιρειών. Η ελληνική νομοθεσία πλέον περιλαμβάνει κανόνες που μεταφέρουν στην Ελλάδα τη φορολογική κατοικία αλλοδαπών εταιρειών υπό προϋποθέσεις, κανόνες για τις Ελεγχόμενες Αλλοδαπές Επιχειρήσεις (οι οποίοι θεωρούν ως φορολογητέα στην Ελλάδα ακόμα και μη διανεμηθέντα κέρδη αλλοδαπών εταιρειών), κανόνες σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και σύντομα και κανόνες σχετικά με τις «εταιρείες χωρίς πραγματική υπόσταση», όπως προβλέπει Ευρωπαϊκή Οδηγία που αναμένεται σύντομα (ATAD 3). Ταυτόχρονα, τα κόστη ίδρυσης και διατήρησης μιας εταιρείας, για παράδειγμα, στην Κύπρο έχουν αυξηθεί σημαντικά, εν όψει και των αυξημένων αναγκών για απόδειξη πραγματικής υπόστασης, οι οποίες εκ των πραγμάτων απαιτούν ισχυρή τοπική παρουσία και εκπροσώπηση.

Ποια ήταν η απάντηση της Ελλάδας στη νέα αυτή πραγματικότητα; Η ενίσχυση των φορολογικών απαλλαγών. Από το καλοκαίρι του 2020, για επενδύσεις στην Ελλάδα ή την Ευρωπαϊκή Ενωση, η ελληνική Holding προσφέρει απαλλαγή από τον εταιρικό φόρο όχι μόνο για τα εισπραττόμενα μερίσματα, αλλά και για τα κεφαλαιακά κέρδη από μελλοντική πώληση των συμμετοχών. Τα πλεονεκτήματα αυτά χορηγούνται με μόνη προϋπόθεση η Holding εταιρεία να συμμετέχει με ποσοστό τουλάχιστον 10% σε εταιρεία που βρίσκεται στην Ελλάδα ή την Ευρωπαϊκή Ενωση και η συμμετοχή να διακρατείται για πάνω από 24 μήνες αδιάλειπτα.

Τα πλεονεκτήματα αυτά φαίνεται ότι δεν έχουν γίνει ακόμα επαρκώς αντιληπτά από τους έλληνες επενδυτές. Αναλογιζόμενοι δε οι τελευταίοι ότι κατά την τελική διανομή των κερδών από τη Holding σε αυτούς επιβαρύνονται με έναν ιδιαίτερα χαμηλό φόρο 5% (ισχύει η ίδια επιβάρυνση είτε τα εισοδήματα από μερίσματα είναι ελληνικής ή αλλοδαπής προέλευσης), αλλά και ότι τα συνολικά κόστη διατήρησης της πραγματικής υπόστασης σε άλλη χώρα είναι πια ιδιαίτερα υψηλά, αρχίζουν να σκέφτονται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να ιδρύσουν μια ελληνική Holding. Η σκέψη γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη όταν οι φορολογικοί τους σύμβουλοι τους ενημερώνουν ότι με την επιλογή της ελληνικής Holding αποφεύγουν και την εφαρμογή όλων των πολύπλοκων αντικαταχρηστικών κανόνων που αναφέραμε παραπάνω.

Η έννοια «ελληνική Holding» δεν είναι πλέον ουτοπία. Είναι πραγματικότητα.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Ρουμπής είναι Partner, Tax & Legal της Deloitte