Παρά τη συνεχώς μειωμένη σημασία των εννοιών/ιδεολογικών σχημάτων Αριστερά – Δεξιά στη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών, η συγκεκριμένη τμηματοποίηση του εκλογικού σώματος συνιστά ίσως την πιο κλασική πολιτική τυπολογία που περιγράφει τα όρια της εκλογικής επιρροής των κομμάτων που πρωταγωνιστούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Τα όρια αυτά βέβαια είναι πλέον σε αρκετές περιπτώσεις δυσδιάκριτα και αλληλεπικαλυπτόμενα, έχουν ωστόσο τη σημασία τους στη χάραξη της στρατηγικής και στον καθορισμό της τακτικής που επιλέγουν τα κόμματα.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδεολογικής ρευστοποίησης αποτελεί ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Κασσελάκης, για τον οποίο η απουσία ενός στέρεου και δομημένου ιδεολογικού υποβάθρου δεν συνιστά πρόβλημα, τουναντίον αναδεικνύεται σε ευκαιρία διείσδυσης σε ακροατήρια πέραν των παραδοσιακών ψηφοφόρων της ανανεωτικής και της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ ή, μάλλον, οι ψηφοφόροι του παραμένουν αριστεροί σε ποσοστό 33,3% και κεντροαριστεροί με 34,3%, καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη και στους δύο αυτούς ιδεολογικούς χώρους, αφού το ΚΚΕ είναι δεύτερο στους ψηφοφόρους της Αριστεράς με 28,9% και το ΠαΣοΚ δεύτερο μεταξύ των κεντροαριστερών με 24%.

Το ΠαΣοΚ καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ των κεντρώων ψηφοφόρων με 28,1%, με μικρή διαφορά από τη ΝΔ, που συγκεντρώνει το 26,3% της συγκεκριμένης δεξαμενής.

Η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ σχεδόν εξανεμίζεται στα κεντροδεξιά και δεξιά ακροατήρια, όπου η ΝΔ εμφανίζεται κυρίαρχη με 64,3% και 61% αντίστοιχα.

Δεύτερη δύναμη στα συγκεκριμένα κοινά, σε πολύ μεγάλη απόσταση όμως, καταγράφεται η Ελληνική Λύση με ποσοστά λίγο πάνω από το 8%, γεγονός που εξηγεί το μέγεθος της εκλογικής επιρροής της ΝΔ και ταυτόχρονα την απόλυτη ηγεμονία της στον συντηρητικό χώρο, που, παρά τα όσα λέγονται το τελευταίο διάστημα σχετικά με την απομάκρυνση της ηγεσίας της από τις παραδοσιακές αρχές και αξίες, συνεχίζει να θεωρεί την κυβερνητική παράταξη ως τη ναυαρχίδα της Δεξιάς.

Το ευρωπαϊκό φαινόμενο με την ανάδειξη υπερδεξιών κομματικών σχηματισμών που αναμένεται να καταγράψουν ψηλά ποσοστά στις επικείμενες ευρωεκλογές δεν έχει αντιστοιχίες με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, στην οποία τα κόμματα δεξιότερα της ΝΔ δεν συνιστούν συμπαγείς ιδεολογικούς φορείς αλλά περισσότερο προσωποπαγή σχήματα που επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν την όποια δυσαρέσκεια και φθορά προκύπτει από την άσκηση του κυβερνητικού έργου. Οι όποιες μετατοπίσεις στο πλαίσιο μιας δευτερεύουσας σημασίας εκλογικής αναμέτρησης, όπως είναι οι ευρωεκλογές, είναι δύσκολο να αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά στα τμήματα αυτά των ψηφοφόρων που ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να αυτοτοποθετούνται ιδεολογικά.

Στον αντίποδα έχουν σημασία στο κομμάτι αυτό του εκλογικού σώματος που θεωρεί ότι δεν έχει νόημα η διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.

Σε αυτούς τους εκλογείς η Ελληνική Λύση αναδεικνύεται πρώτη με ποσοστό 17,3%, ενώ ακολουθούν η ΝΔ με 11,5%, η Νίκη με 9,4% και ο ΣΥΡΙΖΑ με 8%.

Η συγκεκριμένη υπο-ομάδα είναι μαζί με τους κεντρώους οι πολυπληθέστερες εντός του εκλογικού σώματος με 21,7%. Είναι ψηφοφόροι χωρίς ιδεολογικά και κομματικά στεγανά, που συγκροτούν και τη μεγαλύτερη μάζα των μετακινούμενων σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Στις παρούσες πολιτικές συνθήκες, όπου η κυριαρχία της ΝΔ δεν αμφισβητείται, οι συγκεκριμένοι δεν κρίνουν το αποτέλεσμα, μπορούν όμως να συμβάλουν στη διαμόρφωση των πολιτικών εντυπώσεων την επόμενη μέρα.

Ο κ. Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών GPO.