Μεσημέρι Τετάρτης και μάταια ψάχνω να βρω οθόνη που να δείχνει κάτι άλλο. «Η Ελλάδα αποχαιρετά τη Φώφη Γεννηματά» γράφει ο τίτλος. Πανοραμικά πλάνα της Μητρόπολης. Κόσμος απ’ έξω. Κόσμος μέσα στον ναό. Μάσκες, κοστούμια και γυαλιά ηλίου γεμίζουν την εικόνα. Ο ήλιος δεν λυπάται τους συγκεντρωμένους. Οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες και η θλίψη είναι διάχυτη. Οπως αρμόζει. Είναι όλα όπως πρέπει.

Η κάμερα εστιάζει στο φέρετρο: Τρεις σημαίες – της Ελλάδας, του ΠαΣοΚ και του ΚΙΝΑΛ – παράσημα και η φωτογραφία της. Αυτό το χαμόγελο που είναι… ήταν η πιο δυνατή της υπογραφή. Κρίμα. Τώρα ο φακός ζουμάρει στους τρεις τραγικούς πρωταγωνιστές της ημέρας. Ο γιος της, που τον θυμάμαι, λίγα χρόνια πριν, ως ένα ευγενικό παιδάκι που συνόδευε προστατευτικά τη μαμά του στο ραντεβού μας για συνέντευξη, είναι πια έφηβος. Κάθεται ανάμεσα στον πατέρα και στις αδελφές του. Η κάμερα επανέρχεται στα πρόσωπά τους. Λογικό κι αναμενόμενο αλλά…

Υπάρχει άραγε πιο προσωπική υπόθεση από το πένθος; Υπάρχει πιο δύσκολη αλλά και πιο ιερή στιγμή από την ώρα που λες αντίο στον άνθρωπο που σε έφερε στον κόσμο; Να έχει μόλις πεθάνει η μητέρα σου, να αλλάζει τόσο βίαια κι αναπόδραστα η ζωή σου, να νιώθεις πόνο που δεν ήξερες πως υπάρχει και την ίδια ώρα να πρέπει να στέκεις ανέκφραστος μπροστά σε κάμερες και επισήμους.

Τώρα τα παιδιά της την αποχαιρετούν. Το ένα μετά το άλλο. Στην αίθουσα σύνταξης η ησυχία είναι τόσο πυκνή που μπορείς σχεδόν να την αγγίξεις. Μόνο οι φωνές των παιδιών της ακούγονται. Υπάρχει άνθρωπος που δεν έκλαψε αυτά τα λεπτά;

Αναρωτιέμαι πού βρίσκει κανείς τόση δύναμη. Επέλεξαν να μιλήσουν; Αναγκάστηκαν; Ποιος ξέρει… Ισως τα παιδιά ανθρώπων με τέτοια πορεία να συναισθάνονται μια υποχρέωση που για εμάς τους απλούς πολίτες όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά επιπλέον φαντάζει αδιανόητη. Ισως να αντλούν παρηγοριά από τη συμμετοχή μιας ολόκληρης χώρας στο πένθος τους. Ή ίσως απλώς να μαθαίνουν από νωρίς πως στον δημόσιο βίο δεν επιτρέπεται να σου ανήκει κανείς. Ούτε καν η ίδια σου η μάνα.

Η πομπή προχωρεί. Περνά από τη Βουλή, για να φτάσει τελικά στο Πρώτο Νεκροταφείο. Τα παιδιά της ακολουθούν, τώρα όμως η οθόνη έχει γεμίσει από πράσινα περιβραχιόνια και σημαιάκια του ΠαΣοΚ. Κάπου στο βάθος ακούω τα Carmina Burana σε μια ενορχήστρωση λιγότερο επική, πιο εσωτερική, σχεδόν πένθιμη. Μπορεί και να μου φάνηκε όμως. Τελευταία πράξη. Ταφή και οι κάμερες παρούσες. Τι θλιβερό καθήκον και πόσο βαρύ να πέφτει στους ώμους αυτών των τριών παιδιών.