Εξαρχής η συνεργασία ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία στο πλαίσιο της διαδικασίας τη Αστάνα (όπου συμμετέχει και το Ιράν) ήταν μια δύσκολη διαδικασία.

Καταρχάς δεν υπήρχε ακριβώς κοινή στόχευση. Η Ρωσία και το Ιράν κυρίως ήθελαν να εξασφαλίσουν την πολιτική και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και επί της ουσίας υποστήριζαν την κυβέρνηση Άσαντ. Αντίθετα, η Τουρκία διατηρούσε τον διακηρυγμένο στόχο της ανατροπής του «καθεστώτος Άσαντ», όμως ταυτόχρονα χρειαζόταν τη βοήθεια και το συντονισμό με τη Ρωσία και το Ιράν για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να προκύψει μια κουρδική οιονεί κρατική οντότητα στη Συρία και πολύ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.

Με αυτά τα δεδομένα η Τουρκία στηριζόταν στη Ρωσία ώστε η τελευταία να εξασφαλίσει έναν βαθμό συμμόρφωσης των Κούρδων στην προοπτική μιας ενιαίας Συρίας, ιδίως από τη στιγμή που οι κουρδικές πολιτοφυλακές είχαν ανοιχτή στήριξη των ΗΠΑ στο πλαίσιο του πολέμου κατά του Ισλαμικού Κράτους. Άλλωστε, οι τουρκικές εισβολές σε συριακό έδαφος για τη διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας» σε μεγάλο βαθμό προϋπέθεταν και την Ρωσική ανοχή σε αυτές.

Όμως, την ίδια στιγμή η Τουρκία επένδυε διαρκώς στο να έχει υπό τη δική της επιρροή ένα σημαντικό μέρος των ένοπλων οργανώσεων που δρούσαν ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, υπό την ονομασία-ομπρέλα «Εθνικός Συριακός Στρατός» και πλέον ως «Συριακό Απελευθερωτικό Μέτωπο».

Γιατί η Τουρκία επένδυσε στις ένοπλες οργανώσεις της αντιπολίτευσης

Οι ένοπλες αυτές οργανώσεις, ισλαμικού κατά βάση προσανατολισμού, είναι το βασικό μέσο με το οποίο η Τουρκία προσπαθεί να διατηρήσει μια πολιτική παρουσία για την επόμενη μέρα στην Συρία. Επιπλέον είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τον τρόπο που θέλει η Τουρκία να διαχειριστεί τις περιοχές που είναι υπό τον έλεγχό της, συμπεριλαμβανομένης και της προσπάθειας επανεγκατάστασης εκεί προσφύγων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία, σε μια προσπάθεια ακόμη και να τροποποιήσει την πληθυσμιακή σύνθεση των περιοχών που διεκδικούν οι Κούρδοι.

Όμως, την ίδια στιγμή οι ένοπλες αυτές οργανώσεις μαζί με την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, τη μετεξέλιξη του μετώπου Αλ Νούσρα, αποτελούν το βασικό εμπόδιο στην ολοκλήρωση της «πολιτικής ενοποίησης» της Συρίας όπως θα την ήθελε η κυβέρνηση Άσαντ αλλά και η Ρωσία.

Αυτό εξηγεί και τη στρατηγική σημασία που έχει η περιοχή της Ιντλίμπ, που είναι σήμερα ο βασικός θύλακας της ένοπλης αντιπολίτευσης στην Συρία. Οι κυβερνητικές δυνάμεις θα ήθελαν μέσα από συστηματική στρατιωτική πίεση με τη βοήθεια της Ρωσίας να εξασφαλίσουν ότ οι ένοπλες οργανώσεις θα συνθηκολογήσουν, με τον τρόπο που αυτό έγινε σε άλλους θύλακες.

Μέχρι τότε είναι επίσης σημαντικό για τις κυβερνητικές δυνάμεις, που εκτός των άλλων αντιμετωπίζουν και μια σχετικά σοβαρή οικονομική κρίση, να αποκτήσουν έλεγχο των κρίσιμου αυτοκινητοδρόμου Μ4. Η ασφαλής χρήση του συγκεκριμένου αυτοκινητοδρόμου, που συνδέει το Χαλέπι με τη Λαττάκεια θα επιτρέψει να ξεδιπλωθεί καλύτερα το εμπόριο και οι συναλλαγές

Στην προηγούμενη κλιμάκωση των επιθέσεων των κυβερνητικών δυνάμεων, την άνοιξη του 2020, ήταν η Ρωσία αυτή που μεσολάβησε επιτρέποντας στην Τουρκία να διατηρήσει ισχυρή στρατιωτική παρουσία και αποτρέποντας μιας συντριβή των οργανώσεων της ένοπλης αντιπολίτευσης.

Τότε ήταν που η Τουρκία αύξησε σημαντικά τη στρατιωτική της παρουσία στην Ιντλίμπ, φτάνοντας να έχει συνολικά, ανάλογα με τις εκτιμήσεις 7.000-15.000 στρατιωτικούς, με τανκς, πυροβολικό ακόμη και συστήματα αεράμυνας.

Όμως, το τελευταίο διάστημα φαίνεται πως είναι σε εξέλιξη ένας νέος γύρος επιθέσεων των κυβερνητικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ, με συμμετοχή και των ρωσικών δυνάμεων. Από τη μεριά της η Τουρκία έχει αυξήσει τη δική της στρατιωτική παρουσία στα διάφορα «σημεία επαφής», με σκοπό να αποτρέψει την παραπέρα προώθηση των ρωσικών δυνάμεων.

Μάλιστα κατά τη συνάντηση του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ στις 13 Σεπτεμβρίου στο Κρεμλίνο, ένα από τα βασικό ζητήματα ήταν η κατάσταση στην Ιντλίμπ. Μάλιστα, ο Άσαντ επεσήμανε ότι η πολιτική διαδικασία έχει σταματήσει εδώ και τρία χρόνια, στοιχείο που δείχνει ότι πλέον η Δαμασκός θέλει να επιταχυνθεί η διαδικασία ανάκτησης των κατειλημμένων περιοχών, επομένως θέλει να υπάρξουν εξελίξεις και σε σχέση με την Ιντλίμπ, αλλά και τις υπόλοιπες περιοχές που ελέγχονται από τον φιλοτουρκικό «Συριακό Εθνικό Στρατό». Με τα λόγια του ίδιου του Άσαντ Ρωσία και Συρία συζήτησαν τη συνεργασία για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την ολοκλήρωση.

Η πρόσφατη όξυνση και η συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν στις 29 Σεπτεμβρίου

Η πρόσφατη όξυνση αφορούσε τις καταγγελίες που έκαναν τουρκικά ΜΜΕ για ρωσικές αεροπορικές επιθέσεις σε χωριά γύρω από την Αφρίν την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου, σε συνέχεια επιθέσεων στις περιοχές που ελέγχει η αντιπολίτευση. Πηγές της αντιπολίτευσης ανέφεραν ότι σκοτώθηκαν πέντε μαχητές από μια ομάδα που υποστηρίζει η Τουρκία και 12 άμαχοι. Οι υποστηριζόμενες από την Τουρκία δυνάμεις υποστηρίζουν ότι οι επιθέσεις πλέον έχουν εξαπλωθεί από την Ιντλίμπ προς την Αφρίν, ενώ πέραν των κυβερνητικών δυνάμεων συμμετέχουν και πολιτιφυλακές που τις υποστηρίζει το Ιράν.

Όλα αυτά δείχνουν και τη σημασία που έχει η προγραμματισμένη συνάντηση ανάμεσα στον Πούτιν και τον Ερντογάν στις 29 Σεπτεμβρίου στο Σότσι, όπου τα ζητήματα που αφορούν τη Συρία αναμένεται να είναι στο επίκεντρο.

 

Η παράλληλη διαπραγμάτευση ανάμεσα στους Κούρδους και τη Ρωσία

Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και την παράλληλη διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Ρωσία και τους Κούρδους της Βορειοανατολικής Συρίας. Μάλιστα, στις 16 Σεπτεμβρίου μια αντιπροσωπεία από τις περιοχές αυτές επισκέφτηκε τη Μόσχα ύστερα από πρόσκληση του Ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, με τη συνάντηση να είναι σε θετικό κλίμα και την έμφαση να είναι στην πολιτική διαδικασία και την ακεραιότητα της Συρίας.

Ουσιαστικά, οι Κούρδοι θα ήθελαν να εξασφαλίσουν εγγυήσεις της Μόσχας σε περίπτωση που η Τουρκία θελήσει να κάνει επιθετικές κινήσεις στη Βορειοανατολική Συρία τόσο με τις δικές της δυνάμεις όσο και με αυτές του «Συριακού Εθνικού Στρατού» που ελέγχει, και ταυτόχρονα να διαπραγματευτούν με τη Δαμασκό ένα ειδικό καθεστώς για την περιοχή.

Όμως, όλα αυτά προϋποθέτουν να ξεπεραστεί το ζήτημα της συνεργασίας ανάμεσα στις κουρδικές πολιτοφυλακές και τις ΗΠΑ. Όσο διατηρείται η συνεργασία αυτή και παραμένουν αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή οι Κούρδοι δεν θα βιαστούν να συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία.

Από την άλλη, η Ρωσία θα ήθελε να τους ωθήσει σε έναν διάλογο με τη Δαμασκό, υπό την προϋπόθεση όμως μιας σχετικής αποστασιοποίησής τους από τις ΗΠΑ, την ώρα που συγκρατεί τις κυβερνητικές δυνάμεις από το να χτυπήσουν τις περιοχές που ελέγχουν οι Κούρδοι αλλά δεν καλύπτονται από την «ομπρέλα ασφαλείας» των ΗΠΑ.

Το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα καταγράφονται αυξανόμενες επιθέσεις της Τουρκίας κατά των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (που ουσιαστικά στο κέντρο τους έχουν τις κουρδικές δυνάμεις) αλλά και περισσότερες ρωσικές αεροπορικές επιθέσεις στην Ιντλίμπ, όπως και η προοπτική τυχόν επιθέσεις του «Συριακού Εθνικού Στρατού» στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις να συμπέσουν με κυβερνητικές επιθέσεις στην Ιντλίμπ για τον έλεγχο του αυτοκινητόδρομου Μ4, στην πραγματικότητα διαμορφώνει ένα πεδίο για αμοιβαίες παραχωρήσεις και διαπραγμάτευση ανάμεσα στην Ρωσία και την Τουρκία.

Η Ρωσία θα ήθελε σταδιακά και κουρδικές περιοχές να περάσουν στον πολιτικό έλεγχο της κυβέρνησης, με διατήρηση μορφών αυτοδιοίκησης, κατά τρόπο ανάλογο με αυτά που γίνονται στην Ντάραα και την Κουνέιτρα, σε σχέση με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.

Ωστόσο, στον ορίζοντα η Ρωσία θα ήθελε μια πιο γρήγορη πολιτική διαδικασία, πιο σωστά μια διαδικασία με σαφή ορίζοντα. Μέχρι τώρα η Τουρκία έχει κατορθώσει, χάρη στη Ρωσία να κερδίζει χρόνο και να διατηρεί παρουσία, όμως κάποια στιγμή θα βρεθεί αντιμέτωπη και αυτή με το ενδεχόμενο να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις, εάν δεν θέλει να αρχίσει να είναι τμήμα του προβλήματος.

Γιατί όσο και εάν η Τουρκία δείχνει να πιστεύει πώς μπορεί να επιβάλει όρους με βάση τη στρατιωτική της παρουσία, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος αυτό να μετατραπεί σε επισφάλεια εάν αντιμετωπίσει έναν συνολικά διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων.