Αν κάποιος πληρώνει το «μάρμαρο» της εφαρμογής της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, αυτός είναι τα περιφερειακά πανεπιστήμια και ειδικά το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Δημοκρίτειο και αυτό της Δυτικής Μακεδονίας. Η ανακοίνωση των βάσεων βρήκε αυτά τα πανεπιστήμια να πρέπει να στηρίξουν τμήματα στα οποία θα φοιτήσουν μόλις 20 φοιτητές και να αποφασίσουν ταυτόχρονα με σφιχτό χρονοδιάγραμμα τι θα κάνουν, αφού στην τελευταία σύνοδο πρυτάνεων αποφασίστηκε να εκπονηθεί ένας μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε πανεπιστημίου, των περιφερειών και των επιστημονικών κλάδων.

Το κακό στα περιφερειακά πανεπιστήμια και πρώην ΤΕΙ ξεκίνησε το μακρινό ’99, από την εποχή της διεύρυνσης μέσω ΕΠΕΑΕΑΚ, κατά την οποία δημιουργήθηκαν τμήματα σε μια νύχτα, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν με πελατειακή λογική. Συνεχίζεται ως σήμερα με αλλεπάλληλους πειραματισμούς στου κασίδι το κεφάλι (σχέδιο «Αθηνά», ανωτατοποίηση των ΤΕΙ και συγχωνεύσεις, εφαρμογή ελάχιστης βάσης εισαγωγής κ.λπ.). Ολα τα παραπάνω είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, ότι αφενός δεν στηρίχθηκαν σε σοβαρά κριτήρια και αφετέρου έγιναν στο άψε-σβήσε. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε σήμερα τμήματα που φυτοζωούν και βασίζονται στην ελεημοσύνη των ξένων.

Είναι, λοιπόν, εποχή για γενναίες αποφάσεις από πλευράς διοικήσεων των ιδρυμάτων που γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα τμήματα για να έχουν μέλλον χρειάζονται φοιτητές και προσωπικό που τα επέλεξαν συνειδητά. Οχι ως λύση ανάγκης. Επομένως, οι «τεχνητές» αυξομειώσεις του αριθμού των εισακτέων ή οι αλλαγές ονομασίας δεν τους προσφέρουν καμία ουσιαστική υπηρεσία, παρά μόνο αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση και καθυστερούν τη λύση.

Αν τα περιφερειακά πανεπιστήμια θέλουν να σταματήσουν να είναι ο «φτωχός συγγενής»: α) θα πρέπει να διαφοροποιηθούν, να προσφέρουν δηλαδή κάτι πραγματικά ξεχωριστό, ώστε οι υποψήφιοι να τα προτιμούν, ξεπερνώντας το θέμα της γεωγραφίας (υπάρχουν τμήματα σε μικρές πόλεις της Μ. Βρετανίας που είναι ελκυστικά γι’ αυτό τον λόγο, π.χ. περίπτωση Cranfield για air transport management κ.λπ.), β) να καθορίζουν τα ίδια τον αριθμό των εισακτέων, ώστε να μη δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις (δεν μπορεί ένα τμήμα, π.χ. στην Κοζάνη το Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, να προσφέρει 500 θέσεις) και γ) αξιοποιώντας πλεονεκτήματα, όπως ότι έχουν το χαμηλότερο ποσοστό λιμναζόντων φοιτητών, καινούργιες υποδομές κ.λπ. Αυτό, όμως, απαιτεί δουλειά στα προγράμματα σπουδών και στιβαρές διοικήσεις που θα μπορέσουν να στηρίξουν τον σχεδιασμό

Σε ό,τι αφορά στο θέμα των ιδιωτικών κολεγίων που φέρονται να είναι ο βασικός ανταγωνιστής των περιφερειακών τμημάτων, εκεί το ζήτημα αφορά κυρίως στον δημόσιο τομέα. Τα πτυχία, όμως, κρίνονται στην αγορά εργασίας, γι’ αυτό και το ζήτημα της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας. Στο θέμα που θα μπορούσε να υπάρξει κεντρική συμβολή υπέρ των περιφερειακών πανεπιστημίων είναι στη δημιουργία εστιών που θα αποτελούσαν ένα επιπλέον κίνητρο για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα και θα έβλεπαν το κόστος της διαμονής/διαβίωσης στην περιφέρεια αποτρεπτικό.

Το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο για τα περιφερειακά πανεπιστήμια, τα οποία θα πρέπει να διαλέξουν τον δρόμο που θα πορευτούν με ρεαλισμό, τόλμη και συνέργειες.

*Η κυρία Ιωάννα Κωσταρέλλα είναι επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Δημοσιογραφίας και Μέσων Επικοινωνίας του ΑΠΘ.