Στις 3 Απριλίου του 2016, και πάλι στις «Εποχές» του «Βήματος της Κυριακής», είχε δημοσιευτεί κείμενό μου με τον τίτλο «Μέρες του ’56;». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε σχετικά πρόσφατα τότε εκλεγεί αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας. Ποια ήταν τα δεδομένα και τα συμφραζόμενα; α) Το εσωκομματικό έδαφος κάθε άλλο παρά στέρεο ήταν κάτω από τα πόδια του. β) Η δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχετικά πρόσφατη και ο Τσίπρας είχε ακόμη μπόλικο αέρα στα πανιά του. γ) Κυριαρχούσε η γενική εκτίμηση πως ο Τσίπρας ήταν «άπαιχτος» και «άχαστος», πως τον είχε τον Μητσοτάκη «για μπρέκφαστ». δ) Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ και την ακτινοβολία του ηγέτη του. ε) Ουκ ολίγοι στους κόλπους της Νέας Δημοκρατίας διατηρούσαν ακέραιες τις ελπίδες τους (ναι, τις ελπίδες τους) πως η αρχηγία Μητσοτάκη θα αποτελούσε απλή παρένθεση, πως ο «παυλοπουλισμός» δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη.

Σήμερα, πέντε χρόνια αργότερα και αφού από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις (ανύπαρκτες) γέφυρες της Αθήνας, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να γίνει ένας μικρός απολογισμός, να δούμε πού βρισκόμαστε.

Με αφετηρία το 2016 λοιπόν, και βέβαια σταδιακά: α) Ο Μητσοτάκης εδραίωσε τη θέση του στο κόμμα, καθώς όλο και λιγότεροι ρίσκαραν να αμφισβητήσουν κάποιον τον οποίο οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν ικανό να οδηγήσει το κόμμα σε νικηφόρα πορεία. β) Επίσης σταδιακά, ο Μητσοτάκης άρχισε να δείχνει την πλάτη του στον Τσίπρα, δημοσκοπικά τουλάχιστον. Οσο για τους ΣΥΡΙΖΑνέληδες, αρκούνταν να κάνουν λόγο για «εχθρικά ΜΜΕ» και για «ύποπτες δημοσκοπήσεις». γ) Η ανικανότητα, η ανεπάρκεια, ο καθεστωτισμός και το θράσος των τότε κυβερνώντων γίνονταν κάθε μέρα και πιο εμφανή, με αποτέλεσμα πόντο πόντο, πετραδάκι πετραδάκι, μονάδα τη μονάδα (δημοσκοπικά) να χτίζεται αυτό που έμελλε να αποκληθεί, δημοσιογραφικά κάπως, «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο». Το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» δεν χτίστηκε από πονηρούς δημοσκόπους, δόλιους καναλάρχες και άλλα σκοτεινά κέντρα. Διαμορφώθηκε με τα outsourcings του Παππά και το εμπόριο ζαρζαβατικών με τη Βενεζουέλα, με το θέατρο κακής ποιότητας για το Μάτι, με τα πούρα του Τσίπρα στο κότερο της Παναγοπούλου, με τις μαγκιές του Πολάκη, με τον Βαξεβανισμό, με τη ζντανοφικής έμπνευσης «ενημέρωση» από την Ακριβοπούλου και τον Καψώχα (αν θυμάμαι καλά το όνομά του). δ) Οι θιασώτες και οι Ηρακλείς του παυλοπουλισμού, καθώς ο Μητσοτάκης έδειχνε πολύ πιο ανθεκτικός απ’ ό,τι υπολόγιζαν, όλο και περισσότερο κατάπιναν τη γλώσσα τους, για να καταλήξουν τελικά να μην εκπροσωπούν παρά τον εαυτό τους.

Ας επανέλθω όμως στο 2016, ως σημείο αναφοράς για την αποτίμηση των χρόνων που πέρασαν έκτοτε. Εκεί λοιπόν, στο κείμενο «Μέρες του ’56», διακινδύνευα όχι μόνο μια (πρόωρη τότε) αξιολόγηση της εκλογής Μητσοτάκη στην αρχηγία της ΝΔ, αλλά και μια πρόβλεψη, γράφοντας: «Υπάρχει και σήμερα [η σύγκριση, προφανώς, όπως προκύπτει από τον τότε τίτλο, ήταν με τον Καραμανλή του 1956] νέος αρχηγός στην Κεντροδεξιά, και μάλιστα, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, με ανοιχτό μυαλό, φιλελεύθερες ιδέες, στοιχειωδώς δοκιμασμένα αντιλαϊκίστικα αντανακλαστικά». «Πολλώ μάλλον», προσέθετα, «που, εδώ και έναν χρόνο περίπου, η χώρα έχει πέσει στα χέρια ανερμάτιστων δημαγωγών, κυνικών εξουσιολάγνων και παλαιοημερολογιτών της αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς, και επομένως είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει αξιόπιστη διάδοχη κατάσταση, ικανή, αν μη τι άλλο, να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί». Τι να πω; Ευτυχώς που τα πράγματα εξελίχθηκαν λίγο-πολύ έτσι, που κάτι φαίνεται να «περισώζεται».

Με λίγα λόγια, και παρά την απρόσμενη όσο και εφιαλτική πανδημία που ενέσκηψε, δύο χρόνια αφότου ο Μητσοτάκης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η ηγεμονία του στην πολιτική σκηνή δεν δείχνει να κλονίζεται. Οχι, βέβαια, επειδή όλοι όσοι τον ψήφισαν το 2019 πλέουν σε πελάγη ευδαιμονίας και ευημερίας. Απλώς επειδή αντιλαμβάνονται ότι αυτή η κυβέρνηση έχει καταφέρει να κρατήσει όρθια τη χώρα, να χτίζει σταδιακά ένα διόλου ευκαταφρόνητο τείχος ανοσίας, να εξασφαλίζει στον πολίτη άψογες συνθήκες εμβολιασμού, να κουμαντάρει κάπως τα ελληνοτουρκικά, να μειώνει τα φορολογικά βάρη όπως είχε υποσχεθεί, να θέτει τις βάσεις για ένα κράτος ψηφιοποιημένο και χωρίς γραφειοκρατία, όπου ακόμα και η μεταβίβαση ακινήτου ή το διαζύγιο δεν θα απαιτούν ατελείωτες ώρες σε εφορίες και άλλες δημόσιες υπηρεσίες (να ‘ναι καλά αυτό το παιδί, ο Πιερρακάκης!). Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολείται με τη δίαιτα του Κουφοντίνα, στέλνει τη Ραλλία Χρηστίδου να επιπλήξει τον Μανόλη Κορρέ, δηλώνει έτοιμος να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις του κρατικού μηχανισμού όταν (που λέει ο λόγος…) ξανάρθει στα πράγματα, δυσφορεί με την επάνοδο στην κανονικότητα επειδή η κανονικότητα ποτέ δεν ευνόησε την Αριστερά!

Με μια μικρή διαφορά όμως, ή μάλλον δύο. Πρώτον, το 2021 δεν είναι 2015. Οι κάθε είδους «αντισυστημισμοί» και οι πολιτικές τερατογενέσεις, που ανθούσαν τότε, δείχνουν να έχουν φάει τα ψωμιά τους. Δεύτερον, οι πολίτες – ή τουλάχιστον οι πιο νοήμονες και συνετοί από αυτούς – εξακολουθούν να μην ξεχνούν τα χαΐρια της προηγούμενης κυβέρνησης. Η διακυβέρνηση της χώρας από τον συνεταιρισμό Τσίπρα – Καμμένου μετρήθηκε, ζυγίστηκε και βρέθηκε ελλιποβαρής σε όλα σχεδόν τα πεδία. Τώρα πια, η αυτοαποκαλούμενη Αριστερά δεν μπορεί να παριστάνει ούτε τον Ζορρό-τιμωρό, ούτε την Παρθένο της… Κουμουνδούρου, ούτε την «ιδιοκτήτρια ηθικού πλεονεκτήματος».

Οσο και αν προσπαθεί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να ξυπνήσει στο εκλογικό σώμα τα παλιά, καλά – και κυρίως αποτελεσματικά, κάποτε – «αντιδεξιά σύνδρομα», η εμβέλεια μιας τέτοιας τακτικής αποδεικνύεται πολύ περιορισμένη. Αν εξαιρέσεις τον σκληρό πυρήνα των οπαδών του, που είτε είναι κατάλοιπα του κομμουνιστικού και κομμουνιστογενούς ιεχωβαδισμού είτε παλιοί αυριανιστές που έχουν οριστικά πια (δυστυχώς για την κυρία Γεννηματά και τους περί αυτήν) μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ, ποιος από τους πολίτες εκείνους που, μετακινούμενοι, βγάζουν τελικά τον νικητή των εκλογών είναι σήμερα δυνατόν να πειστεί πως ο Μητσοτάκης είναι «ακροδεξιός» ή «επικίνδυνος για τη δημοκρατία»;

Μπορεί, άραγε, ένα μπλοκ παλιών Μπανιάδων, πρώην στελεχών του ΚΚΕ, παλιών Κουτσογιωργικών και Τσοχατζοπουλικών, συν κάποια ξέφτια από τη Νέα Δημοκρατία και κάποια θλιβερά υπολείμματα των Καμμένων (Ζουράρις, Κουντουρά κ.ά.) να απειλήσει την κυριαρχία του Μητσοτάκη στο Κέντρο, και κατ’ επέκταση στην πολιτική σκηνή; Το μπλοκ που ψήφισε το 2019 τον Μητσοτάκη – και που εξακολουθεί και σήμερα να τον στηρίζει – δεν περιλαμβάνει μόνον παραδοσιακούς υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας. Περιλαμβάνει επίσης ουκ ολίγους κεντρώους, κεντροαριστερούς, πρώην ΔΗΜΑΡ, πρώην Ποτάμι, πρώην ΚΚΕσωτ. και ΕΑΡ, ακόμα και ό,τι εγώ αυτάρεσκα(;) αποκαλώ liberal left.

Ας το λάβουν αυτό υπόψη εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνον εκεί) όσοι προσδοκούν συσπείρωση των προοδευτικών (sic) δυνάμεων κόντρα στον Μητσοτάκη. Καλεί, με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ τους πολίτες να «συσπειρωθούν» με την Κατερίνα Παπακώστα και τον Αντώναρο, με τον Κουρουμπλή και τον Τόσκα, με την Τζάκρη και τον Σπίρτζη (η Ραχήλ Μακρή, πάντως, φαίνεται να ακολουθεί δική της πορεία πια). Ολοι αυτοί λοιπόν, κατά μιας «συντηρητικής» κυβέρνησης, που όμως στελεχώνεται από τον Πικραμμένο και τον Γεραπετρίτη, από τον Χρυσοχοΐδη και τον Τσακλόγλου, από τον Αμυρά και τον Γιατρομανωλάκη, από τον Σκέρτσο και τον Πιερρακάκη. Μάλλον θα πρέπει να ψάξουν για άλλο τροπάριο εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά τα «αντιδεξιά εναντίον Δεξιάς» και τα «πρόοδος κατά συντήρησης» ίσως κάποτε να είχαν μεδούλι. Σήμερα, μόνο σκέτο το κόκαλο έχει μείνει, κι αυτό ξεζουμισμένο.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.