Αν τα πράγματα εξελιχθούν όπως δείχνουν, ο Ντόναλντ Τραμπ θα μας απαλλάξει από την παρουσία του στον Λευκό Οίκο. Ο γράφων δεν θα βάλει τη γάτα του να κλάψει. Ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος προσωποποίησε όσα πολλοί από εμάς απεχθανόμαστε όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην κοινωνία.

Ακόμα όμως κι αν δεν τον λες ακριβώς «δάσκαλο», έχει κάτι να μας διδάξει. Αφήνει πίσω του μια Αμερική βαθιά διχασμένη, πράγμα που προκύπτει και από το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο διχασμός του λαϊκισμού ήταν το βούτυρο στο ψωμί του Τραμπ και το ενυδρείο μέσα στο οποίο κολύμπησε από την πρώτη μέρα της πολιτείας του. Ο διχασμός όμως χρειάζεται δύο λαϊκισμούς για να γονιμοποιηθεί. Στην Αμερική, για την ακρίβεια, χρειάστηκε δύο υστερίες. Την υστερία του αντισυστημισμού. Και την υστερία του δικαιωματισμού.

Οι μεν βλέπουν την κοινωνία σαν μια μάχη των έξω με τους μέσα ή των κάτω με τους επάνω. Οι δε τη ζουν σαν μια σύγκρουση της ομάδας με το σύνολο ή των λίγων με τους πολλούς.

Αυτές οι δύο υστερίες οδήγησαν την Αμερική εκεί που βρίσκεται σήμερα. Κι ένας «κεντρώος»,  επαγγελματίας πολιτικός, όπως ο Τζο Μπάιντεν, θα κληθεί να γεφυρώσει το χάσμα. Δεν ξέρω αν θα το επιτύχει. Η συνταγή όμως είναι εξαιρετικά απλή και προέκυψε σχεδόν αυθόρμητα μέσα από τις μετεκλογικές καταμετρήσεις. «Μετρήστε κάθε ψήφο!». Ολες τις ψήφους. Τις ψήφους των λίγων αλλά και των πολλών. Τις ψήφους όλων των τάξεων, όλων των χρωμάτων, όλων των προτιμήσεων, όλων των επιλογών.

Αυτό είναι άλλωστε το νόημα της δημοκρατίας, και είναι διπλό. Αφενός ότι και οι πιο διαφορετικοί μπορούμε να ζήσουμε μαζί. Αφετέρου πως για να ζήσουμε μαζί θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η διεύθυνση του συνόλου προκύπτει από έναν ποσοτικό συσχετισμό. Από το πλειοψηφικό δεδομένο.

Ολοι οι ψήφοι λοιπόν μετρούν το ίδιο. Αλλά την κοινωνία διευθύνει η πλειονότητα με σεβασμο στη μειονότητα. Και γι’ αυτό πρέπει να εκπροσωπούνται και οι δύο κατά το μέγεθός τους.

Αν δεν αποδεχθούμε αυτό το διπλό νόημα της δημοκρατίας, καταλήγουμε στον διχασμο ανάμεσα σε δύο πλευρές που η καθεμία προσπαθεί να επιβληθεί στην άλλη όχι στη βάση του πλειοψηφικού δεδομένου αλλά στη βάση προτιμήσεων που η ίδια ανακηρύσσει ορθές. Γι’ αυτό ακριβώς και ο αντισυστημικός λαϊκισμός και ο δικαιωματικός λαϊκισμός υπονομεύουν ευθέως τη δημοκρατία.

Το ζήσαμε με τον Τραμπ. Το ζήσαμε και με πολλούς αντιπάλους του Τραμπ. Η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς γειτνίασης και συνύπαρξης, όχι απαραίτητα συναίνεσης. Εκτός από πολιτικό σύστημα όμως είναι ένας τρόπος ζωής. Ενας καθημερινός κοινός πολιτισμός. Αυτόν δυστυχώς που μας στερούν οι λαϊκισμοί. Οι ενδείξεις είναι ότι ύστερα από μία πενταετία έξαρσής τους επιστρέφουμε στο Κέντρο.

Τον Τραμπ, τον Κόρμπιν, τη Λεπέν, τον Τσίπρα, τον Τζόνσον ή τον Σαλβίνι διαδέχονται ο Μπάιντεν, ο Κιρ Στάρμερ, ο Μακρόν, ο Μητσοτάκης, ο Τριντό – με την ελπίδα να ακολουθήσουν και άλλοι…

Η αλλαγή προσώπων ή ρητορικής όμως δεν είναι απαραιτήτως αρκετή.

Η επιστροφή στο Κέντρο σηματοδοτεί το τέλος μιας υστερίας που παρέσυρε ολόκληρο τον πλανήτη. Μιας υστερίας που άφησε πληγές και τραύματα. Ο Τραμπ φεύγει αλλά η «πελατεία» του παραμένει και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Πολύ φοβούμαι ότι θα πρέπει να ζήσουμε μαζί της.

«Ου μπλέξεις»

Οι πρυτάνεις των ΑΕΙ είναι άνθρωποι που κατ’ εξοχήν διεκδικούν τον χαρακτηρισμό του σοφού. Και τον αξίζουν. Αποφάσισαν ότι τα θέματα της βίας στα πανεπιστήμιά τους είναι τόσο βίαια που καλύτερα να περιμένουν. Μια απόφαση καταφανώς σοφή επειδή η αναμονή αποδεικνύεται πάντα ο ευκολότερος τρόπος για να μην κάνεις τίποτα. Πράγμα που τους καθιστά ακόμη σοφότερους αφού κανείς ποτέ δεν έπαθε κάτι επειδή δεν έκανε τίποτα. Ενώ αν έμπλεκαν με διάφορες αγριόφατσες μπορεί να την πάθαιναν όπως ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου, ο οποίος πάντως την έπαθε χωρίς να κάνει κάτι. «Ου μπλέξεις», λοιπόν, που λένε κι οι σοφοί.

Φως στο τούνελ

Το δεύτερο lockdown είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη εξέλιξη στο μέτωπο της πανδημίας. Ας ελπίσουμε να είναι η τελευταία, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Από την αρχή της ιστορίας έχω αποφύγει να κάνω τον ειδικό ή τον γιατρό που δεν είμαι.
Εχω όμως καταλάβει ένα πράγμα. Πως η κρίση της πανδημίας θα λήξει μόνο με το εμβόλιο. Ολα τα άλλα είναι καλύτερη ή χειρότερη διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης.
Είναι σαφές ότι το τελευταίο τρίμηνο η κοινωνία (και όχι μόνο η ελληνική…) δεν βοήθησε αυτή τη διαχείριση. Η κόπωση είναι ορατή και κατανοητή αλλά δεν αποτελεί δικαιολογία για την ασυνειδησία.
Είναι σαφές επίσης πως υπάρχουν ακόμη πολλά άγνωστα στοιχεία για τη νόσο, την εξάπλωσή της και τη θεραπεία της. Ούτε χρόνος δεν έχει κλείσει αφότου τη γνωρίσαμε.
Από εκεί και πέρα είναι προφανές ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες καταφεύγουν (λίγο ή πολύ) στις ίδιες μεθόδους για να την αντιμετωπίσουν. Δεν υπάρχουν μάγοι. Ούτε μάγια.
Φυσικά, αργά ή γρήγορα, το εμβόλιο θα βγει. Ο Τσιόδρας είπε ότι θα έχουμε εξελίξεις για τρία εμβόλια μέσα στον Νοέμβριο. Η Μέρκελ και η Φον ντερ Λάιεν υπονοήσαν στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής ότι κάποιο εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο πριν το τέλος του έτους ή τις αρχές του επόμενου.
Σε αντίθεση με τον περασμένο Μάρτιο υπάρχει ένα φως στο βάθος του τούνελ. Απλώς πρέπει να φτάσουμε έως εκεί. Κι αυτό δεν θα συμβεί με χαζοχαρούμενη ανεμελιά, ούτε με αστυνομικές μεθόδους. Σε αυτή τη σκληρή διαδρομή πρέπει να συμπράξει η κοινωνία.
Δεν θα είναι εύκολο. Ο αρνητισμός, η καχυποψία, η συνήθης αρλουμπολογία και η βλακώδης πολιτικολογία υπονομεύουν την προσπάθεια. Αλλωστε εκείνοι που αρνούνται σήμερα τον ιό, που απορρίπτουν ή αμφισβητούν τα μέτρα, που αρνούνται πειθαρχημένες συμπεριφορές, πολύ δύσκολα αύριο θα υποδεχθούν το εμβόλιο.
Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Για να φτάσουμε στο τέλος του τούνελ. Και κυρίως για να φτάσουμε με τις μικρότερες δυνατές απώλειες.