Εναν χρόνο μετά την ιστορική στάση των «Δρόμων της Φιλίας» στην Αθήνα, ο απόηχος της σύμπραξης ελλήνων και ιταλών μουσικών υπό τον Ρικάρντο Μούτι κάτω από την Ακρόπολη παραμένει ακόμη έντονος. Το ετήσιο προσκύνημα σε διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς που εγκαινίασαν το 1997 στο πληγωμένο από τον πόλεμο Σαράγεβο ο λαμπερός Ναπολιτάνος και το Φεστιβάλ της Ραβέννας, έχοντας έκτοτε «αγκαλιάσει» ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο συνεχίζεται κι εφέτος, παρά τη σφοδρότητα με την οποία έπληξε ο κορωνοϊός την Ιταλία, αλλά έχει εκ νέου άρωμα Ελλάδας. Η σημερινή συναυλία, αφιερωμένη στη Συρία, θα δοθεί στο Paestum, στην αρχαιοελληνική αποικία της Ποσειδωνίας στην Κάτω Ιταλία, σε μια πολλαπλού συμβολισμού κίνηση. Λίγες ώρες πριν από την έναρξή της, ο θρύλος του πόντιουμ εξηγεί αποκλειστικά στο «Βήμα» πώς η γειτονική χώρα, ακόμη και πληγωμένη, βρίσκει τη δύναμη να εκφράζει την αλληλεγγύη της και σχολιάζει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην τέχνη αλλά και στην κοινωνία.

Ενας χρόνος συμπληρώνεται αυτές τις ημέρες από το περυσινό ταξίδι των «Δρόμων της Φιλίας» στην Αθήνα και στο Ηρώδειο. Διατηρείτε, αλήθεια, κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση από την εμπειρία αυτή;

«Πριν από λίγες, μόλις, ημέρες, η ιταλική τηλεόραση, το κανάλι RAI 5 συγκεκριμένα, μετέδωσε εκ νέου την Ενάτη του Μπετόβεν που παρουσιάσαμε στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Ραβέννα. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, εν προκειμένω ως θεατής, αυτή την υπέροχη συνεργασία ανάμεσα στους νεαρούς μουσικούς της ορχήστρας Κερουμπίνι και στους έλληνες μουσικούς και χορωδούς. Θέλω λοιπόν να χρησιμοποιήσω την ευκαιρία αυτής της επικοινωνίας και να τους μεταφέρω τη σκέψη και τις θερμές ευχαριστίες μου για την εμπειρία. Μέσω της τηλεοπτικής μετάδοσης είχα την ευκαιρία να επισημάνω για μια ακόμη φορά το υψηλό επίπεδο της τεχνικής κατάρτισης και του επαγγελματισμού τους. Οπως ξέρετε, η Ελλάδα έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, τόσο γιατί είμαι νότιος Ιταλός όσο και για το ότι είναι η χώρα όπου γεννήθηκε η δυτική κουλτούρα και όλοι της είμαστε ευγνώμονες».

 Να μιλήσουμε λίγο για την εφετινή επιλογή; Οι «Δρόμοι της Φιλίας», ολόκληρο το Φεστιβάλ της Ραβέννας, πραγματοποιείται υπό ασυνήθιστες, πρωτοφανείς θα έλεγε κανείς, συνθήκες λόγω του κορωνοϊού και τη σφοδρότητα με την οποία έπληξε την Ιταλία…

«Πράγματι. Θέλουμε όμως να στείλουμε το μήνυμα ότι η Ιταλία, ακόμη και πληγωμένη, βρίσκει τη δύναμη να στέκεται αλληλέγγυα. Αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το εφετινό ταξίδι στη Συρία τιμώντας συμβολικά δυο προσωπικότητες που αντιπροσωπεύουν το δράμα του συριακού λαού: την κούρδισσα πολιτικό και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών Χεβρίν Χαλάφ που δολοφονήθηκε με φρικτό τρόπο στα 35 της μόλις χρόνια, το φθινόπωρο του 2019, και τον αρχαιολόγο Χαλέντ αλ Ασαντ, επί πολλά χρόνια διευθυντή του Μουσείου της Παλμύρας, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από τον ISIS έχοντας απομείνει μόνος του να υπερασπιστεί τις αρχαιότητες».

Αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι η πρώτη φορά που αφιερώνετε αυτό το ετήσιο «προσκύνημα» στη Συρία.

«Σωστά. Το 2004 είχα διευθύνει στο ρωμαϊκό θέατρο της Μπόσρα, ανάμεσα στη Δαμασκό και στο Χαλέπι. Αναρωτιέμαι τι απέγιναν οι μουσικοί με τους οποίους είχαμε συνεργαστεί τότε, αν υπάρχει ακόμη το Ωδείο, το οποίο είχε προσφάτως, εκείνη την εποχή, ανεγερθεί. Δυστυχώς, τίποτε δεν πήγε γι’ αυτόν τον λαό όπως είχαμε ελπίσει. Eξακολουθούμε όμως να προσβλέπουμε σε ένα καλύτερο μέλλον».

Θα συνεργαστείτε και πάλι με σύρους μουσικούς;

«Εν προκειμένω η ορχήστρα Κερουμπίνι θα συμπράξει με τη Φιλαρμονική Εκπατρισμένων Σύρων, ένα σύνολο επαγγελματιών μουσικών που ζουν στην Ευρώπη, και δυο καλλιτέχνιδες κουρδικής καταγωγής: την Αϊνούρ Ντογκάν και τη Ζεχρά Ντογκάν, οι οποίες αγωνίζονται ενεργά για τα δικαιώματα των γυναικών και έχουν υποστεί διώξεις γι’ αυτό. Θα παίξουμε την Τρίτη Συμφωνία του Μπετόβεν, τη γνωστή «Ηρωική». Αυτό το πένθιμο εμβατήριο που αντιπροσωπεύει την ψυχική μας κατάσταση απέναντι στα εγκλήματα εναντίον της κουλτούρας, όπως αυτό που συντελέστηκε στην Παλμύρα. Θέλω να πω, όμως, ότι και αυτή τη χρονιά η Ελλάδα είναι και πάλι παρούσα με τρόπο που υπογραμμίζει ανεξίτηλα την προσφορά της στη δυτική κουλτούρα».

Δηλαδή;

«Η συναυλία θα δοθεί στο Paestum, στην επαρχία του Σαλέρνο, «αδελφή» πόλη της Παλμύρας μέσω της σχετικής πρωτοβουλίας του 2018. Πρόκειται για την Ποσειδωνία, την αρχαία ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας στην περιοχή της Καμπανίας, η οποία ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ., στη διάρκεια του δεύτερου ελληνικού αποικισμού. Θα παίξουμε μπροστά στον αρχαιοελληνικό ναό του Ποσειδώνα, σε μια κίνηση που υπογραμμίζει την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες μιας κουλτούρας η οποία βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο και είμαι πολύ ανήσυχος γι’ αυτό. Είναι, δυστυχώς, το «θύμα» της ευρύτερης αδυναμίας της Ευρώπης».

Πού εντοπίζετε την αδυναμία αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;

«Tώρα όλοι μιλάμε για την πανδημία, για τον κορωνοϊό. Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που κατάφεραν να τον ελέγξουν, η Ιταλία πλήρωσε βαρύτατο φόρο… Θεωρώ όμως ότι αυτές οι διαφορές δεν πρέπει να μας εμποδίζουν από το να σκεφτόμαστε με μεγαλύτερη ευρύτητα και, ίσως, υπό άλλες οπτικές γωνίες. Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν εκπέμπει, δυστυχώς, ισχυρό μήνυμα ενότητας και αυτό την κάνει ευάλωτη. Το φινάλε της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν που ευαγγελίζεται τη συναδέλφωση των λαών και αποτελεί και τον Υμνο της Ευρωπαϊκής Ενωσης μοιάζει κενό γράμμα. Κυριαρχούν οι εγωισμοί. Η προσπάθεια επιβολής της μιας χώρας επάνω στην άλλη με κριτήριο την οικονομική ισχύ. Συχνά διαβάζουμε τίτλους στις εφημερίδες του τύπου «Η Ιταλία λέει στην Ευρώπη», «Η Γερμανία λέει στην Ευρώπη», «Η Γαλλία λέει στην Ευρώπη». Τόσο η Ιταλία, όσο η Γερμανία και η Γαλλία, όμως, ΕΙΝΑΙ η Ευρώπη. Δεν είμαστε αντίπαλοι, είμαστε μέλη της ίδιας οικογένειας. Η Ευρώπη δεν είναι θεωρία, είναι το κοινό σπίτι όλων μας. Υπάρχουν, βέβαια, διαφορές – η γλώσσα, κάποιες φορές οι νοοτροπίες… Πρέπει όμως να εστιάσουμε σε αυτά που μας ενώνουν. Μόνο έτσι η Ευρώπη θα ατσαλωθεί. Μόνο έτσι θα υλοποιηθεί το υπέροχο ιδεώδες που πρεσβεύει».

Πώς μπορεί να γίνει, όμως, αυτό πρακτικά;

«Εχω μιλήσει και στο παρελθόν για την ανάγκη δημιουργίας ενός μετώπου των χωρών της Μεσογείου με βάση την κοινή κουλτούρα, τα χνάρια της οποίας είναι ορατά σε όλες τους. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει προοπτικές σε πολλά επίπεδα. Να συμβάλει στην ενίσχυση της ενότητας της Ευρώπης αλλά και στην υπόθεση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Μίλησα ήδη για την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες προκειμένου να φτιάξουμε ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές. Δεν πρόκειται για έκφραση φυλετικής ανωτερότητας, ούτε για σχηματικό εθνικισμό. Είναι αναγνώριση και ευγνωμοσύνη για μια κληρονομιά αιώνων που πρόσφερε πολλά στην ανθρωπότητα και έχει ακόμη πολλά να δώσει, γι’ αυτό και οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε και να την αναδείξουμε. Είναι η ασπίδα που μπορεί να μας προφυλάξει από πολλά, περισσότερο ή λιγότερο προφανή».

Σε τι βαθμό θεωρείτε ότι επηρεάστηκε η ιταλική κοινωνία από τις επιπτώσεις της πανδημίας;

«Είναι νωρίς για να το πούμε. Στο διάστημα αυτό άκουγα πολλούς που έλεγαν κι έγραφαν μεγαλοστομίες του τύπου «στο μέλλον η ζωή μας θα είναι διαφορετική». Προσωπικά θεωρώ – κι ευτυχώς το βλέπω – ότι η ζωή ανακάμπτει, παίρνει πίσω τα δικαιώματά της. Αυτό που συνειδητοποιώ είναι ότι οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο επιθετικοί ως αποτέλεσμα του εγκλεισμού. Οπως το νερό που έχει μείνει καιρό σφραγισμένο και ξεπετιέται εκ νέου με μεγάλη ορμή, με βία. Με ανησυχούν οι επιπτώσεις στην οικονομία, τις οποίες θα δούμε το φθινόπωρο, όταν ο κόσμος θα κληθεί να καταβάλει φόρους έχοντας μεγάλη απώλεια εισοδήματος. Δεν ξέρω αν θα ξεσπάσουν μεγάλες επαναστάσεις, φοβάμαι όμως ότι θα υπάρξει αναταραχή. Δεν είναι εύκολο να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου όταν δεν ξέρεις πώς θα βγάλεις την ημέρα».

«Η πανδημία αποδείχθηκε πιο καταστροφική από τις βόμβες»

Πριν από μερικές ημέρες η πρεμιέρα του Φεστιβάλ της Ραβέννας σήμανε ταυτόχρονα και την πρώτη εκδήλωση κλασικής μουσικής στην Ιταλία μετά το lockdown. Μπορείτε να μας δώσετε το κλίμα; Τι είπατε, αλήθεια, στους μουσικούς στην πρώτη πρόβα;

«Δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι λόγοι. Ειδικά σε τέτοιες στιγμές μοιάζουν θεωρητικοί, δικολαβίστικοι μπορώ να πω. Αναμφίβολα ήταν μια στιγμή μεγάλης συγκίνησης. Βρεθήκαμε μαζί με τους μουσικούς ύστερα από πολύ καιρό. Εκείνη τη στιγμή δεν μας ένοιαζε η επιτυχία, το χειροκρότημα. Μας ένοιαζε ότι μπορούσαμε, επιτέλους, να παίξουμε μουσική, κάτι που πριν από μερικές εβδομάδες φάνταζε αδιανόητο. Μοιραστήκαμε τη χαρά, την αγάπη με Α κεφαλαίο. Θυμηθήκαμε τα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου: Cantare amantis est: Το τραγούδι είναι για όποιον αγαπά. Υπέροχη φράση».

Ωστόσο η επιβεβλημένη, πλέον, κοινωνική απόσταση έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη φιλοσοφία της ορχήστρας. Πώς το αντιμετωπίζετε;

«Πράγματι. Εν προκειμένω, στην πρώτη συναυλία για την οποία συζητούμε, στις 21 Ιουνίου, υπήρχε απόσταση ενός τουλάχιστον μέτρου του κάθε μουσικού από τον άλλον, στο κάθε αναλόγιο ένας αντί για δύο… Αυτό μας υποχρέωσε σε ορισμένες προσαρμογές. Δεν είναι το ιδανικό, αλλά αν θέλουμε να ξεκινήσουμε εκ νέου τη δραστηριότητά μας, θα πρέπει να ακολουθήσουμε κάποια πρωτόκολλα. Καλύτερα έτσι, παρά να μην κάνουμε καθόλου μουσική. Πρέπει να πω όμως ότι λίγες ημέρες νωρίτερα διηύθυνα τη Φιλαρμονική της Βιέννης στην ιστορική Musikverein. Το κοινό, μόλις 100 άτομα σε μια αίθουσα χωρητικότητας πλέον των 2.800 θέσεων, καθόταν σε απόσταση, ωστόσο ολόκληρη η ορχήστρα βρισκόταν επί σκηνής στην κανονική της διάταξη. Βεβαίως, γίνονταν τεστ κάθε τρεις ημέρες προκειμένου να είναι βέβαιο πως δεν υπάρχει κρούσμα. Και οι μουσικοί της Κερουμπίνι κάνουν τεστ πολύ συχνά. Λαμβάνουμε όλα τα αναγκαία μέτρα. Από κάπου, όμως, πρέπει να ξεκινήσουμε».

Εσείς πώς ζήσατε την καραντίνα;

«Στο σπίτι μου, στη Ραβέννα, ακολουθώντας τις οδηγίες των ειδικών. Την έζησα με πειθαρχία και ανυπομονησία για τη στιγμή της επανεκκίνησης της ζωής. Υπό άλλες συνθήκες θα μου άρεσε να είμαι στο σπίτι, έχω μια έντονη καθημερινότητα με πολλά ταξίδια, αλλά εν προκειμένω το γεγονός ότι βρισκόμουν σε μια υποχρεωτική συνθήκη ομολογώ πως δεν μου ήταν ευχάριστο. Αγαπώ την ελευθερία… Μελέτησα σε βάθος τη «Missa Solemnis» του Μπετόβεν με την οποία επρόκειτο να ξεκινήσουμε τη σεζόν της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγο, όπου κατέχω τη θέση του μουσικού διευθυντή τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν νομίζω, όμως, ότι θα ξεκινήσουμε τον Σεπτέμβριο όπως ήταν προγραμματισμένο. Και όποτε καταφέρουμε να ξεκινήσουμε, δεν θα το κάνουμε με ένα τόσο πολυπρόσωπο έργο».

Οι επαγγελματίες μουσικοί, ο κόσμος του θεάματος γενικότερα, δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα.

«Τεράστιο. Οι αίθουσες συναυλιών, τα θέατρα δεν έκλεισαν ούτε στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο ιός αποδείχθηκε πιο καταστροφικός από τις βόμβες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τόσο καιρό που δεν παίζουν οι ορχήστρες οι μουσικοί δεν πληρώνονται. Είναι πολύ δύσκολο να ζήσουν, να συνεχίσουν να μελετούν, να επιτελέσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, που δεν είναι άλλος από το να προσφέρουν ψυχική ανάταση, παρηγοριά και ανακούφιση στο κοινό. Οι αρχαίοι Ελληνες και οι Ρωμαίοι, όταν κατακτούσαν έναν τόπο, από τα πρώτα πράγματα που κατασκεύαζαν ήταν τα αμφιθέατρα και οι αρένες. Γνώριζαν ότι έτσι μπορούν να διαδώσουν ιδέες, κουλτούρα».

Ο ιός μάς έδειξε τα όριά μας, στερώντας μας και τα αυτονόητα

Πολλοί φοβούνται νέο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο.

«Δεν θα ήθελα να μπω σε αυτή τη συζήτηση. Ολους αυτούς τους μήνες οι επιδημιολόγοι έχουν πει τα πάντα. Πράγματα λέγονται και το επόμενο λεπτό αναιρούνται. Το σίγουρο είναι αυτό που έλεγε ο Εντουάρντο ντε Φιλίπο, ο ιταλός συγγραφέας και ηθοποιός: «Η νύχτα δεν πέρασε ακόμα. Εχουμε ακόμη ώρα για το ξημέρωμα». Αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε πανικό, ούτε σε υγειονομική δικτατορία. Κάποια στιγμή θα φτάσουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Εν προκειμένω, όλοι προσβλέπουμε στο εμβόλιο, αλλά ακόμη δεν ξέρουμε πολλά για τον ιό αυτόν. Δεν είμαστε καν σίγουροι πώς ξεκίνησε. Μεταδόθηκε από τις νυχτερίδες; Ξέφυγε από κάποιο εργαστήριο; Στη δεύτερη περίπτωση οι συνέπειες της ανθρώπινης ανευθυνότητας μοιάζουν τραγικές. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για έναν έξυπνο ιό, εντός και εκτός εισαγωγικών. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να γονατίσει την ανθρωπότητα ολόκληρη και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για το μέλλον, χωρίς καμιά διάθεση συνωμοσιολογίας».

Θα μπορούσε, άραγε, να βγει κάτι θετικό από όλη αυτή την ιστορία;

«Να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος την ευθραυστότητά του. Τα τελευταία χρόνια, με τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ένιωσε πανίσχυρος, άτρωτος. Ενας ιός, όμως, αποδείχθηκε αρκετός για να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τα όριά μας, στερώντας μας ακόμη και τα αυτονόητα: την επαφή, την αγκαλιά, την παρηγοριά της συντροφικότητας. Και επειδή το ακατανόητο μυστικό του πόνου αποκαλύπτεται μόνο όταν μοιράζεσαι το βάσανο του άλλου, ας γίνει αυτό η αφορμή να σκεφτούμε εκ νέου τη σχέση μας με τους δημοκρατικούς θεσμούς, με το περιβάλλον, με τους ανθρώπους που αναζητούν μια σταλιά νερό και ένα πιάτο φαγητό για να συντηρηθούν στη ζωή, με τα παιδιά που σκοτώνονται καθημερινά στις ζώνες του πολέμου. Ας γίνει η τραγωδία που ζούμε αφορμή να αναλογιστούμε όλα αυτά και να βάλουμε, επιτέλους, τις βάσεις για έναν κόσμο καλύτερο».