Η ιστορία της Αθήνας, από τις αρχές τουλάχιστον του 20ού αιώνα, είναι μια αφήγηση σχεδίων που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Αλλα τα υπέγραφαν έλληνες ειδικοί, άλλα ξένοι. Ενώ η πόλη αναπτυσσόταν ανεξέλεγκτα, παράνομα και εκτός σχεδίου, τα σχέδια αυτά είχαν συχνά ένα κοινό χαρακτηριστικό, τον «εξωραϊσμό». Από τη στιγμή που δεν ήταν δυνατή η επέμβαση στα δομικά προβλήματα της πόλης, οι διακοσμητικές επεμβάσεις έσωζαν τα προσχήματα. Η τελευταία πρόταση για την Αθήνα (επικοινωνιακά ελαφρώς ρητορική) δεν είναι εν τούτοις ένα νέο σχέδιο για την Αθήνα. Το λέει και ο τίτλος: ο «Μεγάλος Περίπατος» είναι μια προσπάθεια κυκλοφοριακών και συγκοινωνιακών ρυθμίσεων (για τις οποίες υπάρχει πράγματι ανάγκη) πάνω στην οποία «ράβεται» και μια νέα αντίληψη για τη λειτουργία του κέντρου της πόλης, ενώ για χάρη της γίνεται επίκληση, χωρίς να υπάρχει λόγος, ακόμη και των απειλών του COVID-19.

Υπάρχουν στοιχεία ενδιαφέροντα στην πρόταση, όπως η ενοποίηση του Ζαππείου με τον ναό Ολυμπίου Διός (που προβλεπόταν άλλωστε, μαζί με την ενοποίηση και του Παναθηναϊκού Σταδίου και του Αρδηττού, εδώ και 80 χρόνια, στις μελέτες του μεταξικού υπουργείου Διοικήσεως Πρωτευούσης και στον αντίστοιχο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό εν μέσω Κατοχής, το 1944).

Ωστόσο, ένα κεντρικό θέμα της πρότασης είναι η ταύτιση πεζοδρόμησης και αστικής ποιότητας. Προβλέπεται ένας φιλόδοξος περίπατος σχεδόν επτά χιλιομέτρων που κινδυνεύει να μετατρέψει το παραγωγικό κέντρο της πόλης σε έρημο τόπο διακοπών. Γιατί ο Αθηναίος ή ο ξένος επισκέπτης να πάει με τα πόδια από την Ακρόπολη στο Αρχαιολογικό Μουσείο, όταν τουλάχιστον η Πατησίων είναι ανοίκεια και ελάχιστα ελκυστική, όπως και να το δει κανείς; Τι θα κάνουν όλοι αυτοί οι περιπατητές σε ένα τόσο μεγάλο τμήμα πόλης; Οι υπερβολικές πεζοδρομήσεις έχουν αποδειχθεί μπούμερανγκ: μικρό παράδειγμα μια ιστορική πόλη, η Φλωρεντία, η οποία, λόγω άκριτης πολιτικής πεζοδρομήσεων και εκτόπισης κάθε δραστηριότητας που δεν συνδέεται με τον τουρισμό, έχει εγκαταλειφθεί από τους ντόπιους κατοίκους και έχει μετατραπεί σε άλλη «Βενετία». Σε ό,τι αφορά την Αθήνα, υπάρχει ένα τεράστιο «αστικό κενό» που περικλείεται από τις οδούς Ακαδημίας και Σταδίου, με την Πανεπιστημίου στη μέση: σε αυτή την περιοχή πρέπει να εφαρμοστούν διαδικασίες «αστικής πύκνωσης» με την επιστροφή των κατοίκων και την ενίσχυση των εμπορικών και άλλων τριτογενών δραστηριοτήτων, για να γνωρίσει το κέντρο μια νέα ακμή. Ετσι έχει νόημα και ο «Περίπατος». Η «αστική πύκνωση», εκτός των πολυάριθμων άλλων αρετών, συμβάλλει στην ασφάλεια των κατοίκων και σε μια ευχάριστη αίσθηση αστικής ποικιλίας. Παράλληλα, σε όλη την περιοχή εφαρμογής του σχεδίου της δημοτικής αρχής, πρέπει να ενισχυθούν γενναιόδωρα τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Το αντίθετο θα οδηγούσε σε αποτυχία. Το πιο κατάλληλο μέσο μεταφοράς σε αυτή την περίπτωση είναι το τραμ-μέσο σταθερής τροχιάς, για το οποίο δεν διαβάσαμε στην πρόταση. Το μέσο αυτό κυριαρχεί πλέον διεθνώς, σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις και στις αμερικανικές που ακολούθησαν ανάλογα σχέδια αστικής ανάπλασης: τη Βοστώνη, το Χιούστον, το Κάνσας Σίτι κ.λπ. Οπως έχει τονίσει και ο Enrique Penalosa, επανειλημμένα δήμαρχος της Μπογκοτά, μια πολιτισμένη πόλη δεν είναι εκείνη όπου και ο φτωχός έχει αυτοκίνητο, αλλά εκεί όπου οι πλούσιοι χρησιμοποιούν κανονικά τα δημόσια μέσα μεταφοράς.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.