Τα πρόσφατα γεγονότα στα ελληνοτουρκικά σύνορα έχουν προκαλέσει την απορία αν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν συμμετέχουν και άλλες χώρες στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Το πρόβλημα των μεταναστών, που αναζητούν στην Ευρώπη καλύτερες συνθήκες ζωής, έχει απασχολήσει επανειλημμένα την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν άλλοτε οι χώρες-μέλη θεωρούσαν ότι θα πρέπει να εξεύρουν λύσεις με γνώμονα την αποδοχή της παραμονής των μεταναστών στην Ενωση, διστάζουν σήμερα. Σε πολλές χώρες κυριαρχεί φόβος, θυμός και άρνηση στην ανεύρεση λύσεων. Η αιτία είναι τόσο ο αυξανόμενος αριθμός όσων αναζητούν νέα πατρίδα, σε σημείο ώστε να αρμόζει η λέξη πλημμυρίδα, όσο και η προσπάθεια της Τουρκίας να εξαναγκάσει τις ευρωπαϊκές χώρες σε λύσεις που αυτή επιθυμεί. Ο μεγάλος αριθμός των μεταναστών, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ελλάδας, ξεπερνά τις δυνατότητες πολλών χωρών για παροχή ικανοποιητικής φροντίδας. Ταυτόχρονα προκαλεί αρνητικά αντανακλαστικά στις χώρες που καλούνται ή θα κληθούν να συνεισφέρουν στη λύση του προβλήματος. Οχι μόνο για οικονομικούς λόγους. Ακροδεξιά και συντηρητικά κόμματα αποκτούν όλο και μεγαλύτερη απήχηση επικαλούμενα την παρουσία των μεταναστών. Η Ευρωπαϊκή Ενωση επιθυμεί μια λύση, αλλά οι δυσκολίες του προβλήματος την καθιστούν εξαιρετικά προσεκτική. Κατά τον σουηδικό Τύπο, στη Σουηδία, μια χώρα που δεχόταν άλλοτε χωρίς πρόβλημα μετανάστες, «η κοινή γνώμη έχει αλλάξει στάση». Το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» αναφέρει ότι όλο και περισσότεροι διερωτώνται και επισημαίνουν τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει η παρουσία προσφύγων. Τούτο λόγω της αυξανόμενης απήχησης ακραίων συντηρητικών απόψεων που αφορούν τόσο το δημοκρατικό πολίτευμα όσο και την ομαλή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι γι’ αυτό αναγκαία. Η Eνωση όμως σιωπά. Oπως υπογραμμίζει η γαλλική «LeMonde», η «προστασία» της Ευρώπης προϋποθέτει τη θεσμοθέτηση μόνιμων μηχανισμών, που εξασφαλίζουν τόσο τη συμπαράσταση στους πρόσφυγες όσο και την τήρηση της παράδοσης του ασύλου, αλλά ταυτόχρονα προλαμβάνουν την ανάδειξη δυνάμεων που θέλουν να εκμεταλλευθούν τους φόβους των πολιτών και που καθιστούν τους πρόσφυγες μέσο εκβιασμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι υπάρχουσες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ισχύουν και για την Ελλάδα αποφασίστηκαν το 1997 (Δουβλίνο 1) και το 2003 (Δουβλίνο 2), όταν η μετανάστευση από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη ήταν περιορισμένη. Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τη Μικρά Ασία άρχισε με την εμφύλια διαμάχη στη Συρία το 2011. Η συμφωνία Δουβλίνο 3 του 2013 και του 2017 δεν άλλαξε τις υπάρχουσες μέχρι τότε βασικές κατευθύνσεις λόγω της αδυναμίας να επιτευχθεί μια ευρύτερη συμφωνία. Κατά την επικρατούσα, σήμερα, άποψη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως την εξέφρασε ο έλληνας επίτροπος Μ. Σχοινάς, «το Δουβλίνο πέθανε». Οι υφιστάμενες συμφωνίες περιέχουν ορισμένες γενικές κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Θεσπίζουν: Την απουσία ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την ανάπτυξη κοινών πολιτικών στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων. Την ανάγκη ενιαίου καθεστώτος ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο θα ισχύει σε όλη την Ενωση, καθώς και κοινό σύστημα για την προσωρινή προστασία των εκτοπισμένων προσώπων σε περιπτώσεις μαζικής εισροής. Την ανάπτυξη κοινής μεταναστευτικής πολιτικής η οποία θα έχει ως στόχο να εξασφαλίζει σε όλα τα στάδια την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών καθώς και την ενισχυμένη πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης. Οι Συνθήκες ρητά προβλέπουν ότι οι πολιτικές αυτές θα συμπληρώνονται στη βάση των αρχών της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών-μελών που θα εξασφαλίζουν «ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας». Για την προστασία/διαχείριση των εξωτερικών συνόρων η Ενωση δημιούργησε το 2004 έναν ξεχωριστό οργανισμό, τη Frontex, που στη συνέχεια αναπτύχθηκε στην Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή, με συγκεκριμένες, αν και σχετικά περιορισμένες αρμοδιότητες. Παρά τις παραπάνω διατάξεις η Ενωση δεν πέτυχε να διαμορφώσει μια μεταναστευτική πολιτική στην οποία θα συνεργάζονταν όλα τα μέλη της για την εφαρμογή της. Ορισμένες χώρες όπως η Πολωνία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία αρνήθηκαν να δεχθούν έστω και περιορισμένο αριθμό προσφύγων και μεταναστών στο έδαφός τους και να συμφωνήσουν σε ένα σύστημα που θα ελαφρύνει τις χώρες της πρώτης εισόδου των μεταναστών. Οι σχετικές προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς εδώ και χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν η εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής να εξαρτάται από επιμέρους συμφωνίες και προτάσεις. Η Ενωση προχώρησε σε συμφωνία με την Τουρκία το 2016. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την επιστροφή όσων μεταναστών προέρχονταν από την Τουρκία και δεν δικαιούνταν άσυλο. Οι δικαιούμενοι ασύλου θα μπορούσαν να μεταβούν από την Ελλάδα στις χώρες οι οποίες αποδέχονταν πρόσφυγες. Η ρύθμιση αυτή δεν εφαρμόστηκε τελικά όπως έπρεπε από καμιά πλευρά. Η Ενωση δεν την εφάρμοσε γιατί έδωσε στην Τουρκία μη ρεαλιστικές υποσχέσεις που δεν μπορούσε να υλοποιήσει για πολιτικούς και άλλους λόγους, όπως κατάργηση των θεωρήσεων (βίζας), εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης, επιτάχυνση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, κ.λπ. Αυτό έδωσε επιχειρήματα στον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος επικαλούμενος τη συμφωνία προσπάθησε να εκβιάσει την Ευρώπη στη στήριξη πολιτικών του στόχων (στη στήριξη, π.χ., των σχεδίων του στη Συρία και στη Λιβύη). Η Ελλάδα δεν εφάρμοσε επίσης πλήρως τη ρύθμιση λόγω κυρίως διοικητικών υστερήσεων και της μεγάλης καθυστέρησης στην επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι «επιστροφές» στην Τουρκία. Το προσφυγικό-μετανα-στευτικό ζήτημα θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, με περιόδους έξαρσης και ύφεσης. Οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι λόγω κυρίως των αρνητικών δημογραφικών εξελίξεων η Ευρώπη έχει για οικονομικούς και όχι μόνο λόγους την ανάγκη ενός σημαντικού αριθμού μεταναστών στον χώρο της, πέρα από την ηθική υποχρέωση προστασίας των αιτούντων άσυλο προσφύγων. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αυτονόητο ότι πρέπει να προσφέρει και ένα υψηλό επίπεδο ασφάλειας στους πολίτες της και αρμονική κοινωνική συμβίωση ως πολυπολιτισμικός «χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης». Οι πολιτικές δράσεις και μέτρα που προωθεί η Ενωση θα πρέπει να εξασφαλίζουν αλληλεγγύη των λαών και ίση κατανομή βαρών. Δεν συμβιβάζεται με τις αρχές της δυσανάλογο βάρος σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία. Ειδικότερα: Οι νέες προτάσεις που πρόκειται να υποβάλει σύντομα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να καταργήσουν το σύστημα που περιορίζει την παραμονή των προσφύγων στη χώρα εισόδου. Μια πρώτη στοιχειώδης εξέταση των υποψηφίων για άσυλο μπορεί να γίνεται στη χώρα εισόδου. Σκόπιμο είναι να γίνεται από τη Frontex με ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας. Στη συνέχεια θα πρέπει να κατανέμονται στις χώρες-μέλη για υποβολή και εξέταση της αίτησης ασύλου. Χώρες-μέλη που αρνούνται να δεχθούν αιτούντες άσυλο θα πρέπει να συμβάλουν οικονομικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος, π.χ. με τη μορφή περικοπών των πόρων που τους καταβάλλονται από την Ενωση. Δεν είναι δυνατόν όταν συμμετέχεις σε μια Ενωση «κοινότητας δικαίου και αξιών» να επιλέγεις χωρίς συνέπειες τη μη συμμόρφωσή σου στις προκύπτουσες υποχρεώσεις. Η Τουρκία θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς «φιλοξενεί» 3,7 εκατομμύρια πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία, τους οποίους ενίοτε χρησιμοποιεί ως «όπλα» για να εκβιάζει την Ευρώπη, όπως έκανε πρόσφατα. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρξει μια νέα συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας που θα αντιμετωπίζει τους κινδύνους που πιθανόν να προκύψουν για την Ελλάδα, π.χ. αποδοχή των επιστροφών από την ελληνική επικράτεια, προστασία ελληνικών συνόρων, κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να επιδιωχθεί η συγκατάθεση της Τουρκίας για τη δραστηριοποίηση της Frontex στα χωρικά της ύδατα. Η Ενωση, τέλος, οφείλει να συμβάλει πιο αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Και αυτό μπορεί να το κάνει (α) με ενεργό ρόλο στη διαδικασία ειρήνευσης της Συρίας ώστε μεταξύ άλλων αριθμός προσφύγων που το επιθυμεί να επιστρέφει με ασφάλεια στη χώρα (σε «ζώνη ασφάλειας» ή αλλού)· (β) με πιο γενναιόδωρη στήριξη της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Αφρική για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης αλλά και τη δημιουργία ελεγχόμενων διαύλων νόμιμης μετανάστευσης. Η Ελλάδα όμως θα πρέπει να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη πολιτική στην Ενωση που θα αφορά τις διάφορες πλευρές του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, π.χ. τον αριθμό των μεταναστών τον οποίο συνολικά θα μπορέσει να δεχθεί. Την Πέμπτη 26 Μαΐου συνεδριάζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το θέμα της μετανάστευσης περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξή του. Θα πρέπει να γίνουν τα πρώτα αποφασιστικά βήματα για να υπάρξει μια ικανοποιητική ρύθμιση το ταχύτερο δυνατόν. Η Ελλάδα θα πρέπει να συμβάλει σε λύσεις που εξασφαλίζουν τόσο τη συνεργασία με τους εταίρους της όσο και την ασφάλεια και το κύρος της. Ο κ. Κώστας Σημίτης είναι πρώην πρωθυπουργός. Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ.